EINAI ΠΕΡΙΕΡΓΟ, αλλά εν τέλει κάπως παρήγορο: οι άνθρωποι και οι κοινωνίες «φτιάχνουν» απολύτως μόνοι τους χρόνους τους και πλέουν μέσα σε αυτούς με τον τρόπο που μόνο οι ίδιοι έχουν επιλέξει. Έχουν, με άλλα λόγια, τη δυνατότητα να επιλέξουν, για παράδειγμα, τον ψυχρό χρόνο της ακινησίας και της αέναης επανάληψης τον οποίο βιώνουν ανακουφιστικά μεν, αλλά χωρίς να παράγονται ποτέ νέες και πιο απελευθερωτικές εμπειρίες. Είναι ο κυκλικός χρόνος των παραδοσιακών κοινωνιών, όπου όλα κυλάνε αργόσυρτα και τόσο, μα τόσο επαναλαμβανόμενα, χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις και ανατροπές, πέραν των ακραίων φυσικών φαινομένων και της αναπόφευκτης υλικής φθοράς ή του βιολογικού θανάτου.
Οι κοινωνίες έχουν, από την άλλη, τη δυνατότητα να επιλέξουν τον θερμό χρόνο της προόδου, όπου ο χρόνος δεν οργανώνεται πλέον μέσα από την κυκλική επανάληψή του, αλλά γίνεται αισθητός μέσα από τη συνεχή αλλαγή και τις πολλαπλές μεταμορφώσεις των υποκειμένων που αναζητούν διαρκώς νέες εμπειρίες και καινούργιες προκλήσεις για να διευρύνουν τα όριά τους. Εκεί δεν είναι το παρελθόν που βαραίνει τόσο πάνω τους όσο το μέλλον και η ενεργητική και συνειδητή προετοιμασία του. Όσο πιο πολύ κλίνει προς το μέλλον η παλάντζα του κοινωνικού χρόνου, τόσο πιο νεωτερική μπορεί να χαρακτηριστεί μια κοινωνία, πράγμα που αποτυπώνεται παντού, όχι μόνο στην τεχνολογία και την προωθημένη οικονομία της αλλά και στις τέχνες και τις κυρίαρχες αφηγήσεις της.
Οι παραδοσιακές κοινωνίες ρέπουν προς τους πρωτόγονους μύθους, τα μυστικιστικά κείμενα και τις ποιητικίζουσες εκφραστικές φόρμες, συνήθως με αρκετά λυρική διάθεση. Αντίθετα, οι νεωτερικές κοινωνίες είναι εκείνες που κάποτε «εφηύραν» το είδος του μυθιστορήματος, από τον «Δον Κιχώτη» του Θερβάντες και μετά, μια «ανακάλυψη», οι συνέπειες της οποίας θα αποδεικνύονταν καταλυτικές για τη μεταμόρφωση του κόσμου της νεωτερικότητας. Πρόκειται για τη δυνατότητα σύλληψης και οργάνωσης ‒πάντα διαμέσου όλο και πιο καινοτόμων αφηγηματικών τεχνικών από την πλευρά του μυθιστοριογράφου‒ ενός ολόκληρου και συνήθως πολυφωνικού κόσμου, όπου η πραγματικότητα περιγράφεται μέσα από τη ρευστότητα των αντιφάσεών της ‒ ό,τι είναι δηλαδή ο σύγχρονος κόσμος από τη στιγμή που κατάφερε να σπάσει τα δεσμά του μεσαιωνισμού του.
Στις κοινωνίες δεν είναι χρήσιμη μόνο η μνήμη, ενίοτε είναι και η λήθη. Δεν τις βοηθάει μόνο να ξεπεράσουν κάποιο βαρύ παρελθόν αλλά τους δίνει και τον απαραίτητο χρόνο να το επαναδιαπραγματευτούν κάποια στιγμή στο μέλλον με περισσότερη αποστασιοποίηση, χωρίς φόβο και χωρίς πάθος.
Ο χρόνος και το παρελθόν μπορεί, λοιπόν, να γίνει για το υποκείμενο μια φυλακή στην οποία θα σαπίζει αργά και ηδονιστικά, χωρίς καν να καταλαβαίνει την προϊούσα παρακμή του. Μπορεί, όμως, να γίνει και το ελατήριο για να πετάξει μακριά, καθυποτάσσοντάς τον και χρησιμοποιώντας τον για τις ανάγκες της δημιουργικής του τρέλας. Στην πρώτη παγίδα είναι ακριβώς που έχει κινδυνεύσει αρκετές φορές να πέσει η Γ' Ελληνική Δημοκρατία σε σχέση με το εμφυλιακό παρελθόν της, που ήταν κατά βάση εκείνο που καλούνταν από την πρώτη στιγμή μετά το 1974 να διαχειριστεί και να ξεπεράσει αν ήθελε να εδραιώσει εν τέλει μια στέρεη και συμπεριληπτική μαζική δημοκρατία, για πρώτη φορά μάλιστα στην Ιστορία μας. Για να το πούμε αλλιώς, το πώς θα αντιμετώπιζε τον Εμφύλιο θα καθίστατο κομβικό για το πώς θα οργάνωνε και σε ποια νομιμοποιητική βάση το μέλλον της. Ως εκ τούτου, οι ιδεολογικές μάχες που δόθηκαν από νωρίς γύρω από το θέμα αυτό, και συνεχίστηκαν με εκατέρωθεν φανατισμό μέχρι πρόσφατα, ήταν πράγματι ζωτικής σημασίας.
ΕΤΣΙ, το στρατόπεδο των ηττημένων για προφανείς λόγους επέλεξε από την πρώτη στιγμή να καταστήσει τον Εμφύλιο και τη δημόσια μνήμη του στο επίκεντρο της μεταπολεμικής και μεταπολιτευτικής ιστορίας. Ο χαμένος έχει, άλλωστε, το πλεονέκτημα να μη χρειάζεται ποτέ να δικαιολογηθεί για τα δικά του λάθη, ιδίως μάλιστα αν φροντίσει να φορέσει εγκαίρως το φωτοστέφανο του μάρτυρα και του θύματος. Έτσι, οτιδήποτε κι αν ακολούθησε μετά την ήττα, ερμηνευόταν αποκλειστικά μέσα από αυτήν και τις κληρονομιές της. Το ελληνικό κράτος, μετά το 1950, ήταν «μετεμφυλιακό» και οι όποιες επιλογές του εξηγούνταν αποκλειστικά υπό το πρίσμα αυτό. Ο Εμφύλιος, σε οποιαδήποτε από τις φάσεις του, ήταν εκείνος που στοίχειωνε (και έπρεπε οπωσδήποτε να στοιχειώνει...) και τις επτά δεκαετίες που έχουν μεσολαβήσει έκτοτε, ενώ η διατήρηση της μνήμης του έπρεπε φυσικά να παραμένει άσβεστη, με όλους τους δυνατούς τρόπους. Θα συνέβαλε σε αυτό τόσο μια στενά συνδεδεμένη με τα εκάστοτε πολιτικά διακυβεύματα ιστοριογραφική επιστήμη, με τις αντίστοιχες ερμηνευτικές της απόπειρες που κινούνταν σε αυτή την κατεύθυνση, καθώς και διάφορες έωλες επινοήσεις περί μνήμης και πώς δήθεν επενεργεί αυτή στο κοινωνικό φαντασιακό. Να σημειώσουμε παρενθετικά εδώ ότι, όπως έχει δείξει και ο σπουδαίος ιστορικός Τόνι Τζαντ, η ιστοριογραφική επιστήμη και η μνήμη όχι μόνο δεν είναι σιαμαίες αδελφές, όπως θέλουν να τις παρουσιάζουν ορισμένοι, αλλά αντιθέτως είναι ευθέως ανταγωνιστικές και δεν πρέπει να συγχέονται. Η μνήμη λειτουργεί μέσα από έναν άκρατο υποκειμενισμό που επιλέγει εντελώς αυθαίρετα και με βάση αποκλειστικά την ατομική εμπειρία τι να θυμάται και τι να ξεχνά, ενώ η ιστοριογραφία οφείλει να αναζητά και να λαμβάνει υπόψη της όλα τα διαθέσιμα τεκμήρια και να τα χρησιμοποιεί αποδεικτικά με τον θετικισμό της και τις λοιπές μεθόδους ελέγχου και επαλήθευσης που μόνο εκείνη διαθέτει.
ΒΑΣΙΚΟΣ πρωταγωνιστής και ωφελημένος, πάντως, από την άκρατη εργαλειοποίηση αυτή του Εμφυλίου ήταν τα πολιτικά κόμματα της αριστεράς που θα υπερακόντιζαν μονίμως στο εν λόγω ζήτημα. Η ανακίνηση της διχαστικής ρητορικής του Εμφυλίου («ή εμείς ή αυτοί»), ιδίως σε εποχές κρίσης και κοινωνικής αναστάτωσης, όπως η δεκαετία που μας πέρασε, ήταν ένα βασικό όπλο που έτσι κι αλλιώς κρατά εδώ και δεκαετίες «παρά πόδα» η ελληνική αριστερά όταν στριμώχνεται η ίδια, αναζητώντας επείγουσες νομιμοποιήσεις, ή όταν πιστεύει ότι έτσι μπορεί να στριμώξει τους αντιπάλους της, θυμίζοντας τα υποτιθέμενα «εγκλήματά» τους. Περιττό να σημειωθεί ότι όλα τούτα δεν αφορούσαν και δεν αφορούν ποτέ το ίδιο το τραγικό γεγονός του Εμφυλίου αλλά μόνο τις δημόσιες χρήσεις και καταχρήσεις του, αυτό δηλαδή που μπορούμε να αποκαλέσουμε «εμφυλιολογία», και η οποία επίσης ουδεμία σχέση έχει με την προσπάθεια της επιστήμης της ψύχραιμης ιστοριογραφίας να περιγράψει το «όντως ον», αυτό που πράγματι συνέβη τότε. Όχι, η σύγχρονη εργαλειοποίηση του ιστορικού παρελθόντος από το πολιτικό πεδίο αφορά το σήμερα με τους δικούς του ανταγωνισμούς, και μόνο αυτό. Όταν, συνεπώς, οποιοσδήποτε πολιτικός θα σας μιλά σήμερα για τον Εμφύλιο ή θα οργανώνει γιορτές μνήμης, αναζητήστε τι επιδιώκει να κάνει σήμερα, εργαλειοποιώντας το χθες. Και σκεφτείτε ποιες σχέσεις επιβολής και εξουσίας επιχειρεί να εδραιώσει μέσα ακριβώς από αυτή την καπήλευση του παρελθόντος.
Δυστυχώς, για λόγους που δεν υπάρχει χώρος να αναλυθούν εδώ, ποτέ μέχρι πρόσφατα δεν μπόρεσε να καταστεί ηγεμονικό το αφήγημα εκείνο που, αντί να θέτει στο επίκεντρο όλης της μεταπολεμικής περιόδου τον Εμφύλιο και τα διαρκή στον χρόνο δεινά του (που δήθεν επικαθόριζαν όλες τις επερχόμενες γενιές, τη μία μετά την άλλη), υποστήριξε ότι, κόντρα σε όλες τις πιθανότητες, η ελληνική κοινωνία κατάφερε τελικά να επουλώσει σχετικά γρήγορα τα τραύματά της και να προοδεύσει με τρόπο απίστευτα εντυπωσιακό, βγαίνοντας μέσα σε μία μόλις 20ετία μετά τον Εμφύλιο από τη χρόνια υπανάπτυξή της και την προαιώνια φτώχεια της. Μόλις τα τελευταία χρόνια έχει ενισχυθεί επιτέλους αυτή η ιστοριογραφική προσέγγιση που μιλά για την εκπληκτική μεταμόρφωση του ελληνικού κράτους και της κοινωνίας τη μεταπολεμική περίοδο, πετυχαίνοντας να εντάξει τη μικρή αυτή χώρα στο κλαμπ των πιο προηγμένων του πλανήτη. Και η απαραίτητη προϋπόθεση αυτής της θέασης είναι ακριβώς η σχετικοποίηση της σημασίας του Εμφυλίου στο συλλογικό μας φαντασιακό. Όχι η υποτίμησή του αλλά η ψύχραιμη επαναξιολόγησή του με τους όρους της εποχής του και όχι της δικής μας.
Η ανακίνηση της διχαστικής ρητορικής του Εμφυλίου («ή εμείς ή αυτοί»), ιδίως σε εποχές κρίσης και κοινωνικής αναστάτωσης, όπως η δεκαετία που μας πέρασε, ήταν ένα βασικό όπλο που έτσι κι αλλιώς κρατά εδώ και δεκαετίες «παρά πόδα» η ελληνική αριστερά όταν στριμώχνεται η ίδια, αναζητώντας επείγουσες νομιμοποιήσεις, ή όταν πιστεύει ότι έτσι μπορεί να στριμώξει τους αντιπάλους της, θυμίζοντας τα υποτιθέμενα «εγκλήματά» τους.
ΟΙ ΕΤΕΡΟΙ ιδιοτελείς που χρησιμοποιούν την εμφυλιολογία για τις ανάγκες της δικής τους καριέρας είναι ορισμένοι νεότεροι λογοτέχνες, οι οποίοι προφανώς και δεν είχαν οι ίδιοι, λόγω ηλικίας, κανένα άμεσο βίωμα από τον Εμφύλιο. Αυτοί δεν το κάνουν, πάντως, για ιδεολογικούς λόγους, άλλες είναι οι στοχεύσεις τους (και ενδεχομένως οι ψυχικοί καταναγκασμοί τους). Έχει να κάνει περισσότερο με όσα επισημάναμε στην αρχή περί της αδυναμίας του παραδοσιακού υποκειμένου να ανασυστήσει μια μοντέρνα εκδοχή του κόσμου μέσα από μια μεγάλη μυθιστορηματική σύνθεση που ξεφεύγει από τα στενά όρια του εαυτού και του μικρόκοσμού του. Αντίθετα, αυτό που βλέπουμε σε αυτή την επιστροφή μάλλον κοινότοπων εμφυλιοπολεμικών ιστοριών που συχνά συνδυάζονται με περισσότερο ή λιγότερο τραγικές οικογενειακές ιστορίες είναι η αναβίωση ενός αυτοβιογραφικού λόγου πολύ φτωχού για να περιγράψει έναν κόσμο όλο και μεγαλύτερης πολυπλοκότητας και ευθραυστότητας. Είναι, παρεμπιπτόντως, ένα όχι μόνο ελληνικό πρόβλημα, που το εντόπισε και η Πολωνή συγγραφέας Όλγκα Τοκάρτσουκ στην καταπληκτική ομιλία της στην απονομή του Νόμπελ το 2019: «Αφηγήσεις του είδους "Θα σου πω την ιστορία μου" ή "Θα σου πω την ιστορία της οικογένειάς μου", ή απλά "Θα σου πω πού έχω πάει", αποτελούν το δημοφιλέστερο λογοτεχνικό είδος της εποχής μας. Το φαινόμενο είναι μεγάλης κλίμακας επίσης επειδή σήμερα μπορούμε όλοι να έχουμε πρόσβαση στη γραφή και πολλοί άνθρωποι αποκτούν την ικανότητα, που κάποτε ήταν προνόμιο των λίγων, να εκφράζονται με λέξεις και ιστορίες. Παραδόξως, όμως, αυτή η κατάσταση μοιάζει με μια χορωδία που αποτελείται μόνο από σολίστες, από φωνές που ανταγωνίζονται για την προσοχή του ακροατή, που ακολουθούν όλες παρόμοιες διαδρομές, πνίγοντας η μία την άλλη. Γνωρίζουμε όλα όσα μπορούμε να γνωρίσουμε γι' αυτούς, μπορούμε να ταυτιστούμε μαζί τους και να βιώνουμε τη ζωή τους σαν να ήταν δική μας. Και όμως, πολύ συχνά, η αναγνωστική εμπειρία είναι ελλιπής και απογοητευτική, καθώς αποδεικνύεται ότι η έκφραση ενός "εαυτού-συγγραφέα" δύσκολα εγγυάται την καθολικότητα».
Μια ακόμη πιο εκφυλισμένη εκδοχή αυτής της «εγω-ιστορίας», επί το ελληνικότερο, διανθισμένη με οικογενειακά πάθη, πόνο, τη συνήθη μίρλα και αυτολύπηση, μαζί με ολίγη από φθηνό λυρισμό, γίνεται έτσι το ασφαλές καταφύγιο του όποιου ατάλαντου Έλληνα συγγραφέα. Φοβάμαι ότι δεν κατανοούμε το μέγεθος του διανοητικού προβλήματος που δημιουργεί αυτού του τύπου η εμφυλιολογία (λες και δεν υπάρχουν τόσες άλλες σύγχρονες συγκλονιστικές ιστορίες να αφηγηθούμε), αλλά δεν είναι καθόλου αμελητέο για το νεοελληνικό φαντασιακό και τις φιλότιμες προσπάθειες που καταβάλλει τα τελευταία χρόνια να βγει από το βάλτωμα χρόνων σε πολιτισμικό και ιδεολογικό επίπεδο. Πρόκειται, επί της ουσίας, για μια επανάκαμψη του αντιμοντερνισμού με όρους μυθολογικούς (ο Εμφύλιος έχει καταστεί πλέον μυθολογία και όχι ιστορία), που κινδυνεύει να μας πάει πάλι πίσω στην αρχή, σαν το «Φιδάκι», το επιτραπέζιο παιχνίδι που παίζαμε μικροί και τιμωρούσε τους παίκτες που έπεφταν από ατυχία στη «μαύρη τρύπα», ακυρώνοντας όλο τον κόπο τους μέχρι εκεί.
Το νόστιμο είναι ότι αν εντοπίσεις στους ανθρώπους αυτούς το πρόβλημα που ελλοχεύει από αυτή την ακατάσχετη εμφυλιολογία, εκείνο που θα ακούσεις ως απάντηση είναι «μα ακόμη συζητιέται ο Εμφύλιος στον δημόσιο λόγο, άρα είναι σημαντικός». Μόνο που οι λόγοι περί Εμφυλίου, σαν όλους τους λόγους που αφορούν το οτιδήποτε, δεν είναι φυσικά φαινόμενα όπως η βροχή ή το χιόνι. Δεν συμβαίνουν έτσι απλά, εμείς οι ίδιοι είμαστε που φροντίζουμε να συμβούν, επειδή τα επαναφέρουμε μονίμως στη δημόσια ατζέντα, ο καθένας με βάση κάποια από τις ιδιοτέλειες που περιγράψαμε. Στις κοινωνίες, όμως, δεν είναι χρήσιμη μόνο η μνήμη, ενίοτε είναι και η λήθη. Δεν τις βοηθάει μόνο να ξεπεράσουν κάποιο βαρύ παρελθόν αλλά τους δίνει και τον απαραίτητο χρόνο να το επαναδιαπραγματευτούν κάποια στιγμή στο μέλλον με περισσότερη αποστασιοποίηση, χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Γνωρίζω ότι θα ακουστεί ίσως υπερβολικό, αλλά πλην των ιστορικών και του μαθήματος της Ιστορίας, ας μην ξαναμιλήσουμε άλλο δημοσίως για τον Εμφύλιο για κάποια χρόνια. Αυτή θα ήταν η καλύτερη υπηρεσία που θα είχαμε να προσφέρουμε σε έναν σημερινό 20άρη που παλεύει να προσανατολιστεί στον πολυδαίδαλο σύγχρονο κόσμο και ‒πιστέψτε με‒ δεν κοιμάται και ξυπνάει με ό,τι έγινε πριν από 70 χρόνια.
σχόλια