Αν δεν μοιράζεσαι την ίδια «τρέλα» με κάποιον συλλέκτη, δύσκολα μπορείς να καταλάβεις τον ενθουσιασμό που αντιμετωπίζει τα αντικείμενα της συλλογής του. Κι ο κ. Νίκος Πολίτης είναι ξεκάθαρο ότι λατρεύει τη φωτογραφία.
Από τους πιο φανατικούς συλλέκτες ελληνικών φωτογραφιών, με μία απ' τις πιο αξιόλογες συλλογές ασπρόμαυρων φωτογραφιών στην Ελλάδα, που ξεκινούν στα μέσα του 19ου αιώνα και καταλήγουν περισσότερα από 100 χρόνια αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του '70, μπορεί να σου δείχνει φωτογραφίες για ώρες, άλμπουμ ολόκληρα, με υλικό ταξινομημένο θεματικά, το οποίο σίγουρα δεν έχεις ξαναδεί.
Πέρα από όνειρο του συλλέκτη, το αρχείο του είναι πολύτιμο για ιστορικούς, ερευνητές, δημοσιογράφους, γιατί περιέχει εικόνες από μία Ελλάδα που υπάρχει πλέον μόνο μέσα από φωτογραφίες: ιστορικές στιγμές όπως η Αθήνα αμέσως μετά την απελευθέρωση ή καθημερινά στιγμιότυπα που δύσκολα πιστεύεις ότι είναι από την Αττική, όπως τους Πειραιώτες που παρακολουθούν μια κοκορομαχία τη δεκαετία του '50.
Την πρώτη φορά που πήγα στο σπίτι του η πληροφορία ήταν τόσο καταιγιστική, που, φεύγοντας, ήταν αδύνατο να θυμηθώ τι είχα δει. Μόνο τα φωτογραφικά λευκώματα που έχουν εκδοθεί με μέρος της συλλογής του είναι εφτά, ενώ τα θεματικά άλμπουμ που έχει (ταξινομημένα) είναι αμέτρητα.
Και δεν είναι η μόνη συλλογή που έχει, μπαίνοντας στο καθιστικό σε υποδέχεται μία απίθανη βιτρίνα που φιλοξενεί πολύχρωμα πετρώματα τοποθετημένα ανά απόχρωση, ξεκινώντας από τα κίτρινα, συνεχίζοντας με τα κόκκινα και καταλήγοντας στα μπλε και τα πράσινα. Στο τραπέζι του καθιστικού υπάρχει μια βιτρίνα με κοχύλια, ενώ κάποτε μάζευε και νομίσματα.
«Αυτό που με τράβηξε στη φωτογραφία για να ξεκινήσω τη συλλογή είναι η πληροφορία που έχει μέσα της» εξηγεί, «σου δίνει περισσότερες πληροφορίες σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη συλλογή. Συχνά σκέφτομαι ότι ήταν ένα καλό σχολείο για μένα η φωτογραφία. Έμαθα πάρα πολλά πράγματα για λαογραφία, αρχιτεκτονική, κοινωνία, ιστορία, για πολλούς τομείς.
Αυτό που με τράβηξε στη φωτογραφία για να ξεκινήσω τη συλλογή είναι η πληροφορία που έχει μέσα της» εξηγεί, «σου δίνει περισσότερες πληροφορίες σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη συλλογή. Συχνά σκέφτομαι ότι ήταν ένα καλό σχολείο για μένα η φωτογραφία. Έμαθα πάρα πολλά πράγματα για λαογραφία, αρχιτεκτονική, κοινωνία, ιστορία, για πολλούς τομείς.
Ξεκίνησα να συλλέγω φωτογραφίες πριν από 35 χρόνια. Είδα κάποια στιγμή ένα πακέτο φωτογραφιών σε έναν παλιατζή εκεί που έψαχνα για νομίσματα, τις σκάλισα, κι έτσι κάπως έγινε το κλικ. Κι άρχισα να πέφτω με τα μούτρα στα παλιατζίδικα και να "σκουπίζω", να παίρνω ολόκληρα τα πακέτα που έβρισκα, φωτογραφίες, φιλμ με αρνητικά, θησαυρούς ολόκληρους. Ακολούθησε ένα ταξίδι στο Βερολίνο και ένα στο Παρίσι όπου έβλεπα σε παζάρια στρωμένες φωτογραφίες και καρτ-ποστάλ και το μεγάλο ενδιαφέρον του κόσμου γι' αυτές –ανάμεσά τους και ελληνικές– και από τότε δεν σταμάτησα ποτέ να μαζεύω φωτογραφίες.
Με ήξεραν όλοι οι παλιατζήδες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης (έζησε εκεί με την οικογένειά του αρκετά χρόνια, δουλεύοντας στο εμπορικό τμήμα δύο πολυεθνικών). Τότε που ξεκίνησα δεν έκαναν πολλοί στην Ελλάδα συλλογή φωτογραφίας, μάζευαν γραμματόσημα και καρτ-ποστάλ, αλλά εγώ το μυρίστηκα νωρίς και πρόλαβα να βρω σπουδαία αρχεία. Μπορεί να μην είχα πολλά χρήματα να διαθέσω, αλλά είχα ως κριτήριο την αισθητική και το ενδιαφέρον μου για το θέμα των φωτογραφιών. Πάντα αυτό με ενδιέφερε.
Κι είμαι από τους ανθρώπους που δείχνουν αυτό που έχουν, γιατί είναι κάποιοι συλλέκτες που έχουν τα αντικείμενα της συλλογής για τον εαυτό τους, τα κρύβουν και δεν τα μοιράζονται. Εμένα μου αρέσει να τα μοιράζομαι. Μου αρέσει να δείχνω. Κάποιοι δίνουν βάρος στη σπανιότητα, εμένα με ενδιαφέρει το θέμα.
Μια δαγκεροτυπία που δείχνει την Ακρόπολη του 1840 και κάνει 7 και 8 χιλιάδες ευρώ π.χ. δεν με ενδιαφέρει, έστω και αν θα μπορούσα να την πληρώσω. Με συγκινεί περισσότερο μια σκηνή του δρόμου, ένας κουλουράς.
Πριν από μερικά χρόνια το ενδιαφέρον των συλλεκτών για τη φωτογραφία είχε φουντώσει, αλλά αυτή τη στιγμή λιγοστεύει γιατί δεν υπάρχει χρήμα. Βέβαια, το ενδιαφέρον έχει αυξηθεί εις βάρος της καρτ-ποστάλ, η οποία είναι παραγωγής, ενώ η φωτογραφία είναι μοναδική, συνήθως. Ωστόσο, υπάρχει και σήμερα ενδιαφέρον για τη φωτογραφία.
Δυστυχώς, δεν υπάρχει αρκετή συλλεκτική ωριμότητα για να εκτιμηθούν κάποιοι φωτογράφοι, καλλιτέχνες, όπως ο Μπούκας, ο Νίκος ο Ζωγράφος, ο Χαρισιάδης, η Παπαϊωάννου. Τα αντίστοιχα ονόματα στην Ευρώπη έχουν μεγάλη ζήτηση και καλές τιμές.
Στην Ελλάδα ξέρουν τη Nelly's, τον Μελετζή για τα αντάρτικά του, ενώ υπάρχει ένας Λαρισαίος, ο Τλούπας, που είναι εξαιρετικός φωτογράφος κι ο Μπαλάφας, επίσης καταπληκτικός φωτογράφος που δεν έχει εκτιμηθεί από τους συλλέκτες. Οι ενδιαφερόμενοι για την παλιά φωτογραφία είναι πολλοί, όχι μόνο συλλέκτες αλλά και ερευνητές και ιστορικοί που αναζητούν παλιό υλικό, έτσι μικραίνει πολύ η προσφορά, οπότε δύσκολα ξεκινάει κανείς μια συλλογή σήμερα.
Αυτό που ζητείται περισσότερο αυτή τη στιγμή είναι φωτογραφίες τόπων και λιγότερο οι θεματικές. Ο καθένας ψάχνει φωτογραφίες από το χωριό του, την πόλη του, το νομό του.
Στη συλλογή μου έχω κυρίως φωτογραφίες αγνώστων που είναι και οι πιο ενδιαφέρουσες για μένα, φωτογραφίες ανθρώπων σε ανέμελες στιγμές, από παρέες στη θάλασσα, σε πικνίκ και γλέντια, επαγγελματίες την ώρα της δουλειάς τους (μία επιλογή από τέτοιες φωτογραφίες έχει παρουσιαστεί στο λεύκωμα που κυκλοφόρησε το Ριζάρειο Ίδρυμα με τίτλο "Η Ελλάδα του Μόχθου"), τα πρώτα αυτοκίνητα, πορτρέτα παιδιών, πορτρέτα πολιτών και στρατιωτών, αστών σε στούντιο και χωρικών, πολιτικών, ανθρώπων που κάνουν διάφορα σπορ, φωτογραφίες από την απελευθέρωση, τον εμφύλιο, Απόκριες, γάμους, σεισμούς, μπερντέδες και από πολλές πόλεις: Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Μύκονος, Γλυφάδα, Βουλιαγμένη, Φάληρο, Κηφισιά, Μαρούσι κ.λπ.
Συνήθως μπορείς να μάθεις ελάχιστα για το ποιος τράβηξε τη φωτογραφία, οι πιο πολλές είναι φωτογραφίες αγνώστων, εκτός και αν είναι κάποιος πολύ γνωστός φωτογράφος όπως η Nelly's που ξέρεις τίνος είναι. Το στόρι δεν μπορείς να το βρεις. Αν η φωτογραφία είναι τοπογραφική, με την εμπειρία, επειδή έχω δει πάρα πολλές, ξέρω ότι είναι η Μήλος, η Κάρπαθος, ή η Καλλιθέα.
Κάποια στιγμή σταμάτησα να υπολογίζω πόσες φωτογραφίες έχω. Είναι κάποιες δεκάδες χιλιάδες, γύρω στις 80, μικρές, μεγάλες, αρνητικά και θετικά. Καλές κακές. Δεν είναι όλες ενδιαφέρουσες. Η παλιότερη που έχω είναι μια αμβροτυπία του 1854 που δείχνει ένα τσολιαδάκι.
Έχω αρκετές φωτογραφίες με ιστορία, αλλά η πιο ενδιαφέρουσα για μένα είναι μία που δείχνει ποδοσφαιριστές του "Αετού Τούμπας" του 1929. Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας αναγράφονται τα ονόματά τους και είδα ανάμεσά τους και το όνομα Απόστολος Καρατζάς. Επειδή τον κουμπάρο μου, τον νονό του ενός γιου μου, τον λένε Πάνο Καρατζά, του έδειξα τη φωτογραφία και τον ρώτησα αν έχουν σχέση. Αυτός άρχισε να κλαίει. Ήταν ο πατέρας του σε ηλικία 16 ετών, τον οποίο δεν γνώρισε ποτέ. Ήταν καπετάνιος του ΕΛΑΣ και μόλις τελείωσε ο εμφύλιος, μόλις ο Πάνος είχε γεννηθεί, έφυγε και πήγε να ζήσει στην Τασκένδη. Ήταν καθηγητής στο πανεπιστήμιο εκεί, όπου έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Έκανε νέα οικογένεια και ο Πάνος δεν τον ξαναείδε ποτέ».
«Είναι πανεπιστήμιο η φωτογραφία», λέει, «είναι σχολή. Πλέον όλοι βγάζουν φωτογραφίες και δεν τις τυπώνει κανείς, αυτό είναι δράμα για μένα. Κι εμένα μου συμβαίνει αυτό, έχω βγάλει ένα σωρό φωτογραφίες που δεν θα βρει ποτέ κανείς στους σκληρούς μου δίσκους. Αν καούν οι σκληροί, θα χαθούν όλες μαζί».
Μετά από ώρες «ξενάγησης» στον κόσμο της φωτογραφίας, κι ενώ πρέπει να τον αποχαιρετήσουμε, τον ρωτάω αν έχει σκεφτεί τι θα γίνει στο μέλλον το πολύτιμο αρχείο του.
«Το αρχείο μου; Μην με βάζεις σε δύσκολη θέση», μου λέει λίγο αμήχανα, «τι θα μπορούσα να το κάνω; Το πιο ωραίο θα ήταν να υπάρχει μια συνέχεια και κάποιος να το εκτιμήσει και να το συντηρήσει, ας μην το μεγαλώσει. Έχω ξοδέψει πολύ χρήμα της οικογένειας και έχω φάει πολύ σκόνη για να το μαζέψω. Είναι λογική η αντίδραση από την οικογένεια των συλλεκτών. Ελπίζω τα παιδιά μου να ενδιαφερθούν να το κάνουν ψηφιακό και να μην πάει χαμένο...».