Ο ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΑΛΛΙΦΑΤΙΔΗΣ ΕΙΝΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ και καθηγητής Φιλοσοφίας. Έχει χαρακτηριστεί ως ο κορυφαίος εν ζωή συγγραφέας στη Σουηδία και ένας από τους μεγαλύτερους διανοούμενους της χώρας. Στο πλούσιο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνονται πάνω από τριάντα βιβλία, τα οποία έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες του κόσμου, ποιητικές συλλογές, ταξιδιωτικά δοκίμια, θεατρικά έργα και σενάρια για τον κινηματογράφο. Επίσης, έχει σκηνοθετήσει μια ταινία και έχει διατελέσει διευθυντής της Σουηδικής Τηλεόρασης.
Παράλληλα, έχει τιμηθεί με σημαντικά διεθνή βραβεία για το έργο του, όπως το Μεγάλο Βραβείο Μυθιστορήματος (1981), το Βραβείο Τιμής της Στοκχόλμης (1992), το Βραβείο Σουηδικής Ακαδημίας (1989) και το Ελληνικό Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας (2013). Το πορτρέτο του κοσμεί την αίθουσα της Εθνικής Πινακοθήκης της Στοκχόλμης με τις προσωπογραφίες των σημαντικότερων προσωπικοτήτων της χώρας.
Μάλιστα, ο νομπελίστας Μάριο Βάργκας Λιόσα έχει γράψει γι' αυτόν: «Ο Θοδωρής Καλλιφατίδης έχει την ικανότητα να αφηγείται μια ιστορία με φυσικότητα, δηλαδή σαν να έχει εκτυλιχθεί αβίαστα, χωρίς να ασφυκτιά μέσα στον ψυχολογικό κατακλυσμό ενός ανθρώπου που στην πραγματικότητα αγωνίζεται να επιβιώσει».
Γεννήθηκε στους Μολάους Λακωνίας το 1938, παραμονές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ο πατέρας του, Δημήτρης Καλλιφατίδης, ήταν δάσκαλος με καταγωγή από τον Πόντο. «Ο πατέρας μου με έκανε άνθρωπο και η μητέρα μου, Αντωνία Κυριαζάκου, συγγραφέα» γράφει στο βιβλίο του «Μητέρες και Γιοι».
Το γράψιμο είναι μια παράλληλη ζωή. Έτσι έζησα, γράφοντας. Τι έμαθα; Ότι η μνήμη κάνει λίγο του κεφαλιού της. Θυμόμαστε πράγματα που θα θέλαμε να ξεχάσουμε και ξεχνάμε πράγματα που θα θέλαμε να θυμόμαστε.
Μια πηγή συγκίνησης που έχει να θυμάται από τα παιδικά του χρόνια είναι όταν η γιαγιά του τού έδινε να διαβάζει κάτι βιβλιαράκια με τους βίους των Αγίων. Τον συγκλόνιζε το γεγονός ότι αυτές οι ιστορίες επικεντρώνονταν σε ανθρώπους που πέθαιναν, συνήθως με βίαιο τρόπο, για την πίστη τους και ξεχώριζαν για την αφοσίωσή τους.
Στις αρχές της δεκαετίας του '60 μετανάστευσε από τους κόλπους μιας κλειστής κοινωνίας στη φιλόξενη σκανδιναβική χώρα. Όπως έχει αφηγηθεί στο παρελθόν, η επιλογή δεν ήταν τυχαία, αφού ήταν η μοναδική χώρα που δεχόταν ξένους.
Όταν έφυγε, ο πατέρας του, με δάκρυα στα μάτια, του είπε: «Φύγε, δεν σε χωράει, δεν σε θέλει η Ελλάδα». Η φράση αυτή έχει μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη του σπουδαίου συγγραφέα, αφού ήταν η πιο πικρή κουβέντα που θυμάται να έχει πει ο πατέρας του. Έτσι, φορώντας ένα παλιό σακάκι, χωρίς να γνωρίζει τη γλώσσα, πήγε με το τρένο στην ξενιτιά, ακολουθώντας το μεταναστευτικό ρεύμα της εποχής, στο πλαίσιο του οποίου χιλιάδες νέοι εγκατέλειψαν την Ελλάδα.
Από το 1969 ως το 1972 σπούδασε Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης, ενώ από το 1972 ως το 1976 υπήρξε διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού «Bonniers Litterära Magasin». Στα έργα του περιγράφει τις συνθήκες ζωής των μεταναστών ‒ άλλωστε και ο ίδιος κουβαλά αυτά τα βιώματα από τις δυσκολίες που συνάντησε, τις σκληρές εργασίες που αναγκάστηκε να κάνει αλλά και πράγματα που τον σημάδεψαν για πάντα.
Στα βιβλία του τα θέματα που τον απασχολούν αφορούν τον έρωτα, την ξενιτιά, την κοινωνική δικαιοσύνη, την κάθαρση, την ελευθερία, τη μοναξιά και τον φόβο. «Έφυγα από την Ελλάδα 25 χρονών. Από τότε ζω στη Σουηδία. Με έτρωγαν τα εάν. Πώς θα ήταν η ζωή μου αν δεν είχα φύγει. Τι άνθρωπος θα ήμουν. Θα είχα γράψει ή όχι. Αυτό το ήξερα. Θα είχα γράψει. Ήταν το μόνο που ήξερα. Γιατί πάντα έγραφα. Σαν παιδί, σαν έφηβος, σαν νέος άντρας. Και μετά έφυγα» γράφει στο τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Αγάπη και Ξενιτιά» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κείμενα.
Αυτές τις μέρες ο κ. Καλλιφατίδης βρίσκεται στο εξοχικό του σε ένα χωριουδάκι στο Γκότλαντ της Σουηδίας. Όπως μου εξηγεί από την αρχή της συνομιλίας μας, η επικοινωνία στο μέρος αυτό είναι δύσκολη. Ωστόσο, με τη φυσική ευγένεια που τον διακρίνει ανταποκρίθηκε θετικά στη συνέντευξη που του ζήτησα.
— Ποια είναι η μεγάλη πρόκληση της εποχής μας και γιατί;
Το περιβάλλον είναι το κεντρικό πρόβλημα. Πρέπει να βρεθούν λύσεις αποδεκτές από όλους. Αλλά και τα κοινωνικά προβλήματα είναι τεράστια: ανελευθερία, δικτατορίες, οικονομική ανισότητα, φανατισμός και μισαλλοδοξία. Έχουμε δουλειά να κάνουμε, και πιστεύω ότι θα την κάνουμε.
— Η Σουηδία βρέθηκε στο επίκεντρο κατά τη διάρκεια της καραντίνας. Ποια είναι η γνώμη σας για το «σουηδικό μοντέλο»;
Θεωρώ ότι το «σουηδικό μοντέλο», που βασίζεται στη συμμετοχή του πολίτη, είναι κάτι πολύ σπουδαίο και σωστό για τη Σουηδία, όπου οι πολίτες, με εξαιρέσεις πάντα, έχουν εμπιστοσύνη στις Αρχές. Επίσης, νομίζω ότι αυτό είναι και το ουσιαστικό στοιχείο για τη δημοκρατία και το μέλλον της.
— Ως ένας άνθρωπος που μετανάστευσε στη Σουηδία, πιστεύετε ότι Έλληνας γεννιέσαι ή γίνεσαι;
Φυσικά, γεννιέσαι Έλληνας, και το ίδιο φυσικά γίνεσαι Έλληνας. Το θέμα είναι τι Έλληνας γίνεσαι.
— Σήμερα, πολλοί νέοι έχουν φύγει στο εξωτερικό. Τι συμβουλή θα τους δίνατε;
Να μάθουν τη γλώσσα, να σέβονται τη χώρα στην οποία βρίσκονται, και, αν γίνεται, να την αγαπήσουν.
— Τι σημαίνει για εσάς η λέξη «πατρίδα»;
Εκεί όπου η ζωή δεν χρειάζεται εξηγήσεις.
— Πώς ένας άνθρωπος ανακαλύπτει τι είναι αυτό που θέλει να κάνει στη ζωή του;
Νομίζω ότι κάθε άνθρωπος πρέπει να βρει τον δικό του τρόπο. Δεν ανήκω σ' εκείνους που πιστεύουν στις συνταγές.
— Τι είναι για εσάς η συγγραφή; Μέσα από τη συγγραφή ανακαλύψατε πράγματα που δεν γνωρίζατε για τον εαυτό σας;
Το γράψιμο είναι μια παράλληλη ζωή. Έτσι έζησα, γράφοντας. Τι έμαθα; Ότι η μνήμη κάνει λίγο του κεφαλιού της. Θυμόμαστε πράγματα που θα θέλαμε να ξεχάσουμε και ξεχνάμε πράγματα που θα θέλαμε να θυμόμαστε.
— Τι αγαπάτε στη λογοτεχνία;
Την ομορφιά της έκφρασης και την ειλικρίνεια της σκέψης.
— Σε τι περιβάλλον μεγαλώσατε; Τι θυμάστε από τα παιδικά σας χρόνια;
Μέχρι οκτώ ετών ζούσα στους Μολάους Λακωνίας. Δύσκολα χρόνια. Ο Β' Παγκόσμιος, ο Εμφύλιος που ακολούθησε. Ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος στο χωριό, από τους πρώτους που έπιασαν οι κατακτητές. Βασανίστηκε άγρια, αλλά επέζησε. Η μητέρα κρατούσε το σπίτι. Το 1946 ήρθα στην Αθήνα, στη συνοικία του Γκύζη. Φτώχεια, πολιτικές διώξεις, τα θλιβερά απογεύματα, οι μανάδες που φώναζαν στα παιδιά τους να μαζευτούν σπίτι, οι φυλακές Αβέρωφ, ο Παναθηναϊκός. Αρχίζοντας το γυμνάσιο, δεν ήμουν πια παιδί.
— Στα βιβλία σας πάντα σας απασχολεί η αγάπη. Πώς την ορίζετε;
Είναι η πιο σημαντική εμπειρία της ανθρώπινης ζωής.
— Ποιο είναι το κέρδος και ποιο το κόστος της μοναξιάς;
Η μοναξιά είναι καλή για το ταλέντο και κακή για τον χαρακτήρα, έλεγε ο Νίτσε και είχε δίκιο.
— Ποιος είναι ο μεγαλύτερός σας φόβος;
Ο φανατισμός.
— Ευτυχία τι θα πει;
Γαλήνη μέσα μας και γύρω μας.
— Σας τρομάζει ο θάνατος;
Φυσικά, αλλά με τα χρόνια εξοικειώνεται κανείς με την ιδέα.
— Πείτε μου μια βαθιά πληγή που σας ακολουθεί ακόμη.
Η πρώτη εκτέλεση που είδα στο χωριό μου. Ήμουν μόλις πέντε χρονών.
— Υπάρχει κάτι που να σας λείπει;
Η Ελλάδα. Οι γονείς μου. Τα αδέλφια μου. Οι φίλοι μου. Η γλώσσα μου. Και η μυρωδιά του χώματος στο χωριό μου μετά τη βροχή. Αυτή δεν τη βρήκα πουθενά.
— Τι θεωρείτε σημαντικό στη ζωή;
Την καθαρή καρδιά. Δυστυχώς, δεν την έχω. Με βασανίζουν ακόμη τα λάθη μου, λόγια που είπα και λόγια που δεν είπα, πράγματα που έκανα και πράγματα που δεν έκανα. Αλλά έζησα όπως έζησα και δεν μπορώ να αλλάξω τίποτα.
σχόλια