Οι φίλοι μας μάς είχαν πει ότι θα πηγαίναμε να ακούσουμε γκόσπελ. Όταν συμφωνήσαμε να τους συνοδεύσουμε, μια εβδομάδα πριν, δεν είχαμε καν σκεφτεί ότι η παράσταση θα έπεφτε Μεγάλο Σάββατο βράδυ. Αυτά παθαίνεις όταν ζεις σε μια πόλη όπως το Όστιν του Τέξας, που το Πάσχα απλώς δεν υφίσταται. Τέλος πάντων, σκεφτήκαμε ότι είχαμε δεσμευτεί στους φίλους μας ότι θα πάμε, μας αρέσουν και τα γκόσπελ, πήγαμε.
Μπαίνοντας στο θέατρο, μας ξάφνιασε ο τίτλος της παράστασης: Γκόσπελ στον Κολωνό (Gospel at Colonus). Αρπάζω ένα πρόγραμμα και βλέπω ότι, πράγματι, η παράσταση ήταν θεατρική, μετά πολλών γκόσπελ βέβαια, βασισμένη στον Οιδίποδα επί Κολωνώ. Στο σκηνικό δέσποζε μεγάλη σκηνή, σαν στρογγυλή τέντα, που έπαιζε διττό ρόλο: από τη μία αναφερόταν στη σκηνή όπου κοιμόντουσαν ο Οιδίποδας και η Αντιγόνη κατά την περιπλάνησή τους και από την άλλη στις σκηνές των μαύρων ιεροκηρύκων που περιπλανιόντουσαν στον αμερικανικό Νότο και στις οποίες οι σκλάβοι μαζεύονταν για να τραγουδήσουν τα αφρικανικά τραγούδια που, σιγά-σιγά, εξελίχθηκαν στα γκόσπελ.
Ο χορός δεν ήταν βέβαια τίποτε άλλο από χορωδία γκόσπελ, τα μέλη της οποίας κατέβηκαν στην αρχή της παράστασης από τα ορεινά, σφίγγοντας τα χέρια του κοινού και τραγουδώντας τα πάθη και τα παθήματα του Οιδίποδα – ένα δεκαπεντάλεπτο ποίησης που ακόμα κι ο Σοφοκλής θα ενέκρινε, επενδυμένη με πολυεπίπεδη μουσική μεταξύ μπλουζ και τζαζ. Όταν πλέον η χορωδία πήρε τη θέση της επί σκηνής και εμφανίστηκε ο Οιδίπους φορώντας βαθύ κόκκινο κουστούμι και υποβασταζόμενος από την Αντιγόνη, οι φωνές τους δημιούργησαν κατάνυξη που για εμάς, ίσως λόγω της νοσταλγίας που νιώθαμε, έμοιαζε σχεδόν πασχαλινή.
Για δύο ώρες το θέατρο δονούνταν από τις πιο εξαίσιες φωνές που μπορεί να ακούσει ανθρώπινο αυτί, από την τιτάνια αντιπαράθεση του Οιδίποδα με τον Κρέοντα αλλά και τους γιους του, από την αλλαγή συναισθημάτων που ο σκηνοθέτης επέβαλλε στο κοινό χρησιμοποιώντας με επιδεξιότητα χορευτές, χορωδούς, ηθοποιούς, και, βέβαια, από το απαράμιλλο Hammond αρμόνιο που έπλαθε από μόνο του την ατμόσφαιρα εντός της οποίας ο μαύρος Οιδίπους έριχνε γέφυρες που έφταναν στα προάστια της Αθήνας, ενώνοντάς τα με τον αμερικανικό Νότο.
Όταν πλέον ο Οιδίπους σκεπάστηκε με μοβ πέπλο από χορευτή-ξωτικό και το κορμί του εξαφανίστηκε απότομα από τη σκηνή, ο χορός ξέσπασε σε μοιρολόι το οποίο, κάποια στιγμή, ήρθε να διακόψει ο αφηγητής, που δεν ήταν άλλος από τον Mόργκαν Φρίμαν, ο οποίος έτυχε να εμφανιστεί μόνο για εκείνη τη βραδιά. Στην παρέμβασή του «διέταξε» το κοινό να πάψει να θρηνεί γιατί ο θάνατος του βασανισμένου Οιδίποδα ήταν όμορφος, γαλήνιος, θείο δώρο. Καθώς η χορωδία άλλαξε τέμπο, προς το πιο χαρούμενο, συνέβη κάτι που λες και ήταν σχεδιασμένο για εμάς που, στην αρχή, νιώθαμε ότι χάναμε την Ανάσταση για να δούμε παράσταση γκόσπελ: από μια τρύπα στο πάτωμα της σκηνής, με εκστατική μουσική και τραγούδι, συνοδεία λευκού καπνού, αναδυόταν ο Οιδίπους, ανερχόμενος από τον Άδη και φορώντας απαστράπτον, λευκό αυτήν τη φορά, κουστούμι. Για τα επόμενα είκοσι λεπτά όλοι οι συντελεστές της παράστασης επιδόθηκαν σε πάρτι επί σκηνής, με τρόπο που μόνο αυτοί οι άνθρωποι μπορούν να κάνουν.
Καθώς φεύγαμε από το θέατρο, έχοντας νιώσει ρίγος, έλεος, λύπη και ανάταση, κοιταχτήκαμε γνωρίζοντας ότι, τελικά, δεν είχαμε χάσει την Ανάσταση.
σχόλια