Ηελληνική εκκλησία στο Σόλσμπερι (νυνΧαράρε), πρωτεύουσα της Ροδεσίας (τώραΖιμπάμπουε), ήταν του Αγίου Γεωργίου.Και τον παπά μας τον λέγανε Λίγγρη - αυτόθυμάμαι, ήταν και εύκολο όνομα. Εμείς,τα ελληνάκια της παρέας, πηγαίναμε όλοιυποχρεωτικά σε αγγλικά σχολεία,εσώκλειστοι από τα 5 μας χρόνια. Εκεί,το «GodSavetheQueen»επικράτησε του «Σε γνωρίζω από τηνκόψη...», και τα χορωδιακά τηςαγγλικανικής εκκλησίας ηχούσαν πιογνώριμα στ' αυτιά μας απ' ό,τι οιβυζαντινοί ήχοι της δικής μας εκκλησίας.
ΣτονΑϊ-Γιώργη του Σόλσμπερι πηγαίναμε μόνοκάθε Πάσχα ή σε κάποια βαφτίσια, όταναυτά συνέπιπταν με τις διακοπές μας απότο σχολείο. Ήταν «ourchurch»ο Αϊ-Γιώργης, και νομίζω πως το καταλαβαίναμεκαι το αισθανόμασταν αυτό ως ένα ακόμασημείο αναφοράς του ελληνισμού που,χωρίς να ξέρουμε απολύτως «τι πράγμαήταν», ξέραμε ωστόσο ότι τον...αντιπροσωπεύαμε. Ήταν «δικός μας»- των παιδιών που μιλούσαμε πέντε έξισκόρπια ελληνικά, και μαθαίναμε από τηνκυρία Μαρία, τη Σουμάκη, που ερχότανκάθε δεύτερη Παρασκευή απόγευμα στοσχολείο μας, να «απαγγέλουμε»διακεκομμένα!
Το«Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς»ο Τάσος. Το «ωςκαι ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών»η Μαρία... (το θυμάμαι αυτό καλά, γιατίμετά ερχόταν η σειρά μου), το «και μηεισενέγκης ημάς εις πειρασμόν» εγώ.Ανάβλυζε από μέσα μας μια χαρά για όλ'αυτά. Τίποτα δεν ήταν επιβαλλόμενο καιτίποτα πιο βαρύ απ' όσο μπορούσαν ν'αντέξουν οι παιδικοί μας δέκτες.
Τομόνο που με φόβιζε εμένα, αλλά και πολλάάλλα παιδιά, θυμάμαι, ήταν η στιγμή πουέπρεπε να προσκυνήσουμε την εικόνα τουΑγίου Γεωργίου, δεξιά από την είσοδοτης εκκλησίας, εκεί όπου ανάβαμε τοκεράκι μας. Μικρά, κοντούλικα παιδάκιακαθώς ήμασταν, δεν φτάναμε ως πάνω, καιέτσι, εκεί όπου φιλούσαμε την εικόνα,το στόμα μας έπεφτε κατευθείαν επάνωστον φοβερό και τρομερό δράκο που κάρφωνεμε το δόρυ του ο άγιος! Αυτό ήταν πολύτραυματικό για πολλούς από εμάς, καιμας δημιούργησε, θυμάμαι, ένα «κράτημα»για τη συνήθεια να προσκυνάς εικόνες.Το «κράτημα» αυτό μετεξελισσότανσε θυμό και αντίδραση, όποτε το έπαιρνεπρέφα κάποιος πρεσβύτερος, γονιός,δάσκαλος, ιερέας ή όποιος άλλος και μαςμάλωνε. Αρκετή αυστηρότητα εισπράτταμεστα αποικιοκρατικά μας publicEnglishschools- δεν χρειαζόμασταν κι άλλη.
Χρειαζόμασταν,όμως, και απολαμβάναμε βαθιά ό,τιπροσλαμβάναμεως «ευγενικό» και στοργικό απότην πασχαλινή παράδοση, όπως τη βιώναμεστο εξωτερικό. Οι ύμνοι, για παράδειγμα,της Μεγάλης Εβδομάδας ήταν ένα βάλσαμοψυχής, κι ας ήταν ακούσματα πολύ πιοδιαφορετικά από εκείνα της δημοφιλούςποπ και ροκ μουσικής, που ζούσε τότε τιςπρώτες ανοιξιάτικες μέρες της με τουςBeatles,τους BeeGees,τη SandyShawμε το «PuppetsonaString»,τους Monkeesμε το «I'maBeliever»κ.λπ. Πιο πολύ μας άρεσε το «Ω γλυκύμου έαρ», γιατί είχε μελωδία και λόγιαεύκολα, που μπορούσαμε και εμείς νατραγουδήσουμε.
Η«αποθέωση», όμως, ήταν για μας ηστιγμή της περιφοράς του Επιταφίου, σ'ένα κεντρικό τετράγωνο της όμορφηςπόλης του Σόλσμπερι. Υπερηφάνειαανείπωτη, καθώς ξένοι πολλοί, λευκοίκαι μαύροι, άλλων θρησκειών καιεθνικοτήτων, στέκονταν και αυτοί στηνάκρη του δρόμου, και παρακολουθούσαντην τελετή.
Εκεί,το «weareGreeks»έβγαινε αυθόρμητα από μέσα μας, καιπεντακάθαρα, νιώθαμε, αποτυπωνόταν στο«έξω». Όχι ως αίσθημα υπεροχής-ευτυχώς, εκεί στα ξένα, οι γονείς μας,οι φίλοι τους και οι δάσκαλοι ήταν πολύταπεινοί και ανοιχτοί άνθρωποι ώστε ναμην καλλιεργούν ποτέ στα παιδιά τουςτέτοιες σαχλαμάρες- αλλά ως επιβεβαίωση,θαρρείς, του ότι ξέρουμε από πού ερχόμαστε.Άσχετα εάν αυτό το «πού», για τα12 πρώτα χρόνια της ζωής μου, το έβλεπαμόνο στα όνειρα και στους χάρτες...
σχόλια