- Μπροστά μου περπατούσε μία μητέρα με το παιδάκι της.
- Το κρατούσε από το χέρι κι εκείνο κελάηδαγε συνεχώς. Η μία ερώτηση πάνω στην άλλη - κι όταν δεν απαντούσε η μάνα, απαντούσε μόνο του, επαναλαμβάνοντας την ερώτηση χωρίς ερωτηματικό.
- Θα ήταν πέντε ή έξι χρόνων, αγοράκι. Ζωηρό και ζωντανό όσο τίποτα. Με έκανε να νιώθω παλαιολιθικός.
- Και ξαφνικά, όπως περπατούσα πίσω τους, ένιωσα μία νοσταλγία δυνατή σαν σφάχτη. Ήθελα να πάω πίσω, ήθελα να γυρίσω στα πέντε χρόνια μου, να φοβάμαι το σχολείο που ερχόταν και να χαίρομαι τα δώρα του Άι-Βασίλη. Να διαβάζω συλλαβιστά τα πρώτα μου βιβλία κι οι ζωγραφιές τους να τυπώνονται στον νου μου έτσι που να τις αναπαράγω, ολοζώντανες εβδομήντα χρόνια μετά.
- Πέντε χρόνων! Το δύο χιλιάδες πενήντα θα είναι ένας ώριμος άνδρας. Και με τις προόδους της ιατρικής, μπορεί να ζήσει και στον 22ο αιώνα!
- Αλλά δεν πάω τόσο μακριά. Να, το δύο χιλιάδες είκοσι σκέπτομαι, που θα έχουμε (λένε) καβατζάρει το χρέος και θα το έχουμε φέρει στο ύψος του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος.
- Θα υπάρχω εγώ το δύο χιλιάδες είκοσι; Και θα είμαι σε θέση να διαπιστώσω αν πραγματικά τιθασεύτηκε το χρέος; (Κάπου διάβασα πως βρήκαν φάρμακο για το αλτσχάιμερ.)
- Τόσο έντονη νοσταλγία για την παιδική ηλικία δεν είχα νιώσει ποτέ. Να χώνομαι στο κρεβάτι της μάνας μου, να σκαλίζω τα συρτάρια της, να πειραματίζομαι με τα μπουκαλάκια και τις πουντριέρες. Θυμάμαι ακόμα τη βαριά μυρωδιά από το άρωμα που έχυσα στο χέρι μου. «Chypre» έγραφε το μπουκάλι. Και η πούδρα είχε ένα παλιάτσο και έγραφε Tokalon. Πού να ξέρω τότε πως ήταν ελληνικές λέξεις;
- Να είσαι πέντε χρόνων, να έχεις μπροστά σου μια ζωή και να μην το ξέρεις. Η ματιά σου να φτάνει ως το αύριο – το μεθαύριο σου είναι αδύνατο να το φανταστείς. Ο κόσμος σου είναι τα παιχνίδια σου, η παρέα με τα συνομήλικα παιδάκια και τα καρτούν στην τηλεόραση.
- Προχωρούσε η κυρία, κελαηδούσε ο μικρός και ξαφνικά φρενάρισε σε μία βιτρίνα. Κοσμηματοπωλείο, και είχε μπροστά-μπροστά κάτι μεγάλα πολύχρωμα πλαστικά ρολόγια.
- «Θα μου πάρεις;», ρώτησε το αγοράκι.
- «Δεν είναι ακόμα ώρα για ρολόγια», είπε η μητέρα. Και σκέφτηκα: έχεις καιρό για τον χρόνο. Εμείς δεν έχουμε…
σχόλια