Δεν συνηθίζω τα παραθέματα σε αυτά τα γραπτά στη LifO. Αυτήν τη φορά, όμως, κάνω μια εξαίρεση για μια σκέψη του Πωλ Βαλερύ που αξίζει στο πρωτότυπο και όχι στη διασκευή, την οποία, αναγκαστικά, θα αποτολμούσα. Έγραφε, λοιπόν, o ποιητής και δοκιμιογράφος:
«Η Ιστορία είναι το πιο επικίνδυνο προϊόν που παρήγαγε η χημεία του εγκεφάλου. Οι ιδιότητές της είναι πασίγνωστες. Κάνει τους ανθρώπους να ονειρεύονται, μεθάει τους λαούς, τους δημιουργεί ψευδοαναμνήσεις, καθιστά υπερβολικά τα ανακλαστικά τους, διατηρεί ανοιχτές τις παλιές πληγές τους, διαταράσσει την ησυχία τους, τους οδηγεί στη μεγαλομανία ή στη μανία καταδιώξεως και καθιστά τα έθνη πικρόχολα, αλαζονικά, ανυπόφορα και ματαιόδοξα.
Η Ιστορία δικαιώνει αυτό το οποίο θέλουμε· δεν διδάσκει τίποτε απολύτως, διότι περιλαμβάνει τα πάντα και δίδει παραδείγματα περί πάντων (...)» (Paul Valéry, «Πνεύμα και Πολιτική», μτφρ. Η.Π. Νικολούδης, Ροές 2014)
Φυσικά, τα παραπάνω λόγια δείχνουν την ηλικία τους. Φωνάζουν πως ανήκουν στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα και αποπνέουν την ατμόσφαιρα των παθών του. Γιατί φυσικά το πρώτο που μου ήλθε στο μυαλό είναι η απλή ερώτηση: ποιος μεθάει σήμερα και ποιος ονειρεύεται με την Ιστορία; Ο Βαλερύ αναφέρεται, προφανώς, στους καιρούς των ευρωπαϊκών πολέμων και στις ηγετικές και κοσμοθεωρητικές φιλοδοξίες που δονούσαν τότε τον αέρα. Μοιράζεται την αγωνία του καλλιεργημένου συντηρητικού των μεσοπολεμικών χρόνων για την άνοδο των εθνικιστικών παθών. Στα ίδια γραπτά, άλλωστε, μιλάει για τις δικτατορίες, τις μάζες και τη γοητεία της τυραννίας. Για τα θέματα του καιρού του, με άλλα λόγια.
Στήνεται από καιρό μια σκηνή, όπου από τη μία έχουμε τον ανιστόρητο, «φιλελεύθερο», καταναλωτικό άνθρωπο και από την άλλη μια Ιστορία-θρησκεία. Σαν να θέλει κάποιος να ανακαλέσει στην τάξη τον πιτσιρικά που τυχαίνει να έχει μεγάλη άγνοια ή να βρίσκεται σε σύγχυση, υπενθυμίζοντάς του διαρκώς τα μαρτύρια, τις διώξεις ή τα μεγαλεία. Και με συγκεκριμένους τρόπους.
Το δικό μου, όμως, φλασμπάκ σε αυτές τις γραμμές έχει να κάνει με μια πολύ διαφορετική εμπειρία, με το δικό μας παρόν. Με αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε –και κολλήσαμε εκεί– «Ελλάδα της κρίσης». Ε, λοιπόν, στα χρόνια αυτά και με ρυθμούς που αυξάνουν έχει επιστρέψει η Ιστορία. Φέρνοντας μαζί της και πολλά από τα σύνδρομα που απαριθμεί ο Γάλλος ποιητής: μνήμες καταδίωξης, πικρόχολες διαιρέσεις και ρητορικές υπερβολές. Όπως και να το κάνουμε, η Ιστορία έγινε μόδα, από την πεζογραφία μέχρι το τραγούδι. Δεν είναι μόνο οι συμβολικές μάχες για τον Εμφύλιο και τις κληρονομιές του. Ούτε οι πολυσυζητημένες διαμάχες των επιστημόνων. Είναι ιδίως η μαζική κατανάλωση ιστορικής και παρα-ιστορικής γνώσης. Και μια γενικότερη αναμόχλευση για τις ρίζες, για τα δεινά και τα ανδραγαθήματα της ελληνικής Ιστορίας. Είναι, τέλος, η κυκλοφορία κάθε λογής αφηγήσεων με ιστορικό (και βασικά αιματοβαμμένο) σκηνικό.
Μα, δεν ήταν δικαιολογημένη, θα αναρωτηθεί κάποιος, η κίνηση του εκκρεμούς; Μπορεί να το δει κανείς και ως μια αναγκαία στιγμή αυτογνωσίας, μετά το σοκ της κρίσης. Σου έρχεται, δηλαδή, στο κεφάλι η πραγματικότητα κι εσύ, λογικά, ανατρέχεις στο παρελθόν για να καταλάβεις. Να καταλάβεις τι μας συνέβη, ποιες δυνάμεις, αιτίες και συμπεριφορές μάς έφτασαν εδώ που φτάσαμε. Κάπως έτσι έχει περίπου η αμέριμνη διαπίστωση του φαινομένου πως σήμερα η Ιστορία «πουλάει».
Μακάρι, όμως, να ήταν αυτό. Έστω με τις επιπολαιότητες, τις ματαιοδοξίες και τις υστεροβουλίες που είναι μέσα στο παιχνίδι. Νομίζω όμως πως η ελληνική κίνηση του εκκρεμούς παρουσιάζει κάτι νοσηρό. Στήνεται από καιρό μια σκηνή, όπου από τη μία έχουμε τον ανιστόρητο, «φιλελεύθερο», καταναλωτικό άνθρωπο και από την άλλη μια Ιστορία-θρησκεία. Σαν να θέλει κάποιος να ανακαλέσει στην τάξη τον πιτσιρικά που τυχαίνει να έχει μεγάλη άγνοια ή να βρίσκεται σε σύγχυση, υπενθυμίζοντάς του διαρκώς τα μαρτύρια, τις διώξεις ή τα μεγαλεία. Και με συγκεκριμένους τρόπους.
Φαίνεται, έτσι, πως κάτι έχουμε ξεχάσει: ότι όπως ακριβώς είναι πρόβλημα το να ζει κανείς σε ένα απόλυτο και ορφανό παρόν, χωρίς καμιά αίσθηση της Ιστορίας και των περιπετειών της, έτσι συμβαίνει και με το αντίθετο. Όταν οι σύγχρονοι άνθρωποι φορτώνονται, ας πούμε, με υπερβολικά πολλή Ιστορία. Και όταν ενισχύεται, με διάφορους τρόπους, η αλαζονική ιδέα ότι αυτό το έθνος και ο λαός του υπερέχουν ιστορικά, αγωνιστικά και ηθικά σε έναν αόρατο παγκόσμιο διαγωνισμό.
Δεν πρόκειται για ξεπερασμένες ιδέες εθνικιστών δημοδιδασκάλων που απλώς έχουν μετοικήσει από συλλόγους και σωματεία στο Διαδίκτυο και στα ηλεκτρονικά φόρουμ. Η Ιστορία φαίνεται να επιστρέφει, δυστυχώς, ως πολιτική θρησκεία του έθνους. Όχι για να βρουν κάποιο νόημα τα μετέωρα εγώ των συγχρόνων, όχι για να συναισθανθούμε ότι λογοδοτούμε σε κάτι υπέρτερο του εαυτού μας αλλά για να νιώσουμε «ένοχοι» ή «αθώοι». Ανάλογα με ποια πλευρά τασσόμαστε ή με ποιες διώξεις και μαρτύρια συμπάσχουμε περισσότερο και με διάρκεια.
Αν, όμως, η Ιστορία επιστρέφει ως ηθική τιμωρία στους απολωλότες και μνησίκακη επιβολή, μετατρέπεται σε κάτι απωθητικό. Η κρίση και τα πολιτικά της πάθη την ξαναζέσταναν, αλλά αργά ή γρήγορα θα συρρικνωθεί και θα πάψει να έχει μεγάλο κοινό.
Περνώντας έτσι από την πολλή Ιστορία στο αρχιπέλαγος της άγνοιας και στην επικίνδυνη λήθη, θα έχουμε πέσει στην παγίδα. Δεν θα έχουν κλείσει οι πληγές – και οι εμφύλιοί μας−, απλώς θα μετατραπούν σε μια ζώνη γραφικότητας για εμμονικούς. Η Ιστορία από θρησκεία θα γίνει ξανά αίρεση και εμείς θα αναζητάμε πελαγωμένοι μια νέα πίστη. Ή, μάλλον, μια αφορμή για ψευδοαναμνήσεις και διαιρέσεις.