ΕΝΑ «ΔΕΙΤΕ ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ» πλανάται εδώ και καιρό στον αέρα, αφότου μια ιδιωτική εταιρεία έσβησε το μικρόφωνο ενός επικίνδυνου, πλην φοβερά δημοφιλούς πολιτικού. Άνοιξε μια συζήτηση για το πόσο σημαντική είναι η αξιόπιστη πληροφόρηση ή πόσο επικίνδυνα είναι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ειδικά όταν γίνονται η βασική πηγή ενημέρωσης για κάποιους.
Προσωπικά, πιστεύω ότι τα social θα έπρεπε να έχουν κάποιου είδους φωτογραφία, όπως τα πακέτα των τσιγάρων, που να σε προειδοποιεί ότι αυτό που κάνεις ενέχει κινδύνους, τους οποίους σταθμίζεις και διαχειρίζεσαι ως αυτόνομο πρόσωπο. Έχω σκεφτεί διάφορες πιθανές φωτογραφίες. Κάποια που να δείχνει έναν χασομέρη χρήστη να μαλώνει μέχρι αηδίας στα σχόλια ή κάποια που να απεικονίζει συνεννοήσεις για διαδηλώσεις κατά της μάσκας προστασίας. Κάποια προειδοποιητική λεζάντα του στυλ «θα χάσετε την ώρα σας/την ικανότητα να συγκεντρώνεστε» θα βοηθούσε.
Τα σκεφτόμουν αυτά διαβάζοντας ένα αριστουργηματικό αμερικανικό μυθιστόρημα, το Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά του R. Penn Warren, που κουμπώνει ανατριχιαστικά με το τώρα. Σκεφτόμουν πόσοι άνθρωποι έχουν τη μόρφωση, τα ερεθίσματα και τις ευαισθησίες ώστε ένα τέτοιο έργο να τους ενδιαφέρει ‒ πολλοί ή, τουλάχιστον, περισσότεροι σε σχέση με άλλες εποχές. Και μετά σκέφτηκα πόσοι έχουν αυτό το πολύτιμο νόμισμα, τη συμμαζεμένη προσοχή, για να ξεκλειδώσουν μια τέτοια απόλαυση.
Αλλά έκανα αυτές τις σκέψεις και για έναν άλλον λόγο. Σκεφτόμουν ότι κάποιοι πολίτες μπορεί να ωφελούνταν απ' το συγκεκριμένο ανάγνωσμα, όμως τους είναι απροσπέλαστο, όχι επειδή υστερούν σε μόρφωση αλλά επειδή δεν συγκεντρώνονται.
Σε μια εντελώς κρίσιμη συγκυρία, με τις ανισότητες να βαθαίνουν, σπουδαίες δημοκρατίες να τρίζουν και την πανδημία να θερίζει, το πράγμα πήγε απ' το κακό στο χειρότερο.
Μέχρι εδώ δεν λέω κάτι που δεν ισχύει και αλλού. Η συζήτηση για το τι κάνουν τα social στους ανθρώπους, στην πληροφόρηση και στις δημοκρατίες είναι παγκόσμια. Καλή συζήτηση αυτή.
Όμως, εδώ, στη χώρα μας, πέρα απ' την κακή επίδραση των social στην πληροφόρηση και στη δημοκρατία, έχουμε και κάτι επιπλέον να αναλογιστούμε: τι συμβαίνει με τα («παραδοσιακά») μέσα ενημέρωσης; Έχουν αποτύχει παταγωδώς να μεταδώσουν ειδήσεις αξιόπιστα, αμερόληπτα ή έστω επαρκώς σφαιρικά.
Μάλιστα, σε μια εντελώς κρίσιμη συγκυρία, με τις ανισότητες να βαθαίνουν, σπουδαίες δημοκρατίες να τρίζουν και την πανδημία να θερίζει, το πράγμα πήγε απ' το κακό στο χειρότερο. Η πληροφόρηση είναι τρομακτική (με αποτέλεσμα να βλέπουμε ΜΕΘ στον ύπνο μας), εξουθενωτικά διχαστική (είτε όλα τέλεια, είτε όλα λάθος απ' την κυβέρνηση), προσανατολισμένη προς τις εντυπώσεις και τις ειδήσεις που «τραβάνε». Μια δημοκρατία, όμως, χρειάζεται και ρεπορτάζ και δημοσιογράφους που ερευνούν ‒ προφανώς δεν εννοώ τα εκτενή «ρεπορτάζ» για την κακοκαιρία.
Η ιδέα ότι τα μέσα ελέγχουν την εξουσία φαίνεται να έχει ξεχαστεί. Τα μέσα ενημέρωσης είναι προβλέψιμα, με κουραστικά προφανή φιλοκυβερνητική ή αντικυβερνητική πλαισίωση στις ειδήσεις, εσωστρέφεια και συχνά εντελώς κουτσομπολίστικη στρατηγική. Εθίζουν τον κόσμο σε μια εντελώς αντιδημοκρατική λογική, όπου πρέπει να είσαι υπέρ ή κατά, με τον έναν πολιτικό ή με τον άλλον, με το εμβόλιο ή με τους συνωμότες, με το σύνολο των μέτρων ή αρνητής του Covid, με την ανθρωποφαγία ή με τα κακοποιητικά τέρατα, με την αστυνομία ή με το χάος.
Αυτό δεν θα εξελιχθεί καλά. Πολύς κόσμος, αναγνωρίζοντας αυτή την κατάσταση, ενημερώνεται απ' τα social. Ούτε αυτό είναι ασφαλές, γιατί εκεί η κατάσταση θυμίζει αυτό το παιχνίδι στα λούνα παρκ με τους καθρέφτες, όπου ο καθένας βλέπει τον εαυτό του πιο μεγάλο ή πιο μικρό, αντικατοπτρισμούς, παραμορφώσεις και φαντάσματα.
Η εμπιστοσύνη στη δημοσιογραφία χάνεται, οι απαιτήσεις των πολιτών λιγοστεύουν. Το σκεπτόμενο κομμάτι κάνει μια επιλογή πηγών (περιλαμβάνοντας πολλά ξένα δίκτυα), ένα μέρος των πολιτών απλώς αφήνεται και καταναλώνει παθητικά νέα, ενώ άλλοι χάνονται στα σκοτάδια του Ίντερνετ, σε ομάδες με σκληροπυρηνικές απόψεις και πηχτή ομοιογένεια, αναζητώντας «αυτό που μας κρύβουν». Ο δημόσιος διάλογος θρυμματίζεται. Οι πολίτες βάζουν καρδούλες σε γατιά στο Ίνσταγκραμ. Οι εξουσίες απολαμβάνουν μια γαλήνη που, στο πολίτευμά μας, δεν τη δικαιούνται, ενώ, όσοι τρέφονται απ' το βούλιαγμα της δημοκρατίας, παραμονεύουν.
Στην προηγούμενη κρίση είδαμε τι παθαίνει η δημοκρατία όταν ο διάλογος ναρκοθετείται, ώστε να μην εκφέρονται οι (όποιες) άλλες απόψεις, χωρίς αυτό να θεωρηθεί κάποιου είδους προδοσία προς κάτι. Σ' αυτή την κρίση ζούμε, όπως και άλλες δημοκρατικές χώρες, την απειλή των σκοτεινών σημείων του Ίντερνετ, αλλά έχουμε και ένα επιπλέον πρόβλημα, δικό μας: το ντροπιαστικά χαμηλό επίπεδο ενημέρωσης από κανάλια πληροφόρησης που ούτε στα social εδρεύουν ούτε στο βαθύ Ίντερνετ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.