Είναι από τις συνηθισμένες κουβέντες των καιρών, ειδικά σε παρέες κάποιας ηλικίας με μνήμες από την «προ-ψηφιακή» ανάγνωση... «Διάβασες κανένα καλό βιβλίο, τελευταία;» - «Κάτι ξεκίνησα, αλλά δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ εύκολα και το έχω αφήσει»...
Δύσκολα τα πράγματα για το «παραδοσιακό» διάβασμα στην εποχή μας. Τα βιβλία σχηματίζουν δύσβατη οροσειρά στο κομοδίνο και περιμένουν να σε ξυπνήσει από τον λήθαργο το κινητό ή το τάμπλετ, όταν σου πέφτει στο κεφάλι καθώς γλαρώνεις «σκανάροντας» και «σκρολάροντας», μπας και συνέλθεις και τα πιάσεις κι αυτά κάποια στιγμή. Θα πρέπει να περιμένουν κι άλλο. Προηγούνται κάτι άρθρα 5.000 λέξεων που έχω μαρκάρει στον υπολογιστή για να διαβάσω «επειγόντως» (του Αγίου Ποτέ, συνήθως).
Δεν υπήρξα ποτέ αυτό το πλάσμα που κάποιοι αποκαλούν «βιβλιοφάγος», ούτε καν «βιβλιόφιλος», προσδιορισμοί που μου φαίνονται μάλλον απωθητικοί και μου φέρνουν στο μυαλό συμπτώματα ακατάσχετης βουλιμίας και νοσηρού φετιχισμού (αυτοί που θωπεύουν και μυρίζουν τα βιβλία, τι φάση;). Για να μην πούμε για τις ανησυχητικές τάσεις λουδιτισμού αλλά και στεγνού οπαδισμού που κρύβει μια τέτοια ορολογία. Αγαπούσα (και αγαπώ) όμως κι εγώ με τον τρόπο μου τα «γράμματα» και εκτιμώ αφάνταστα τη δύναμη της έντυπης αφήγησης που σε τοποθετεί «εντός» των χαρακτήρων, αντίθετα με την οπτικοακουστική/κινηματογραφική αφήγηση που σε στήνει στον παθολογικό ρόλο του παρατηρητή - ωτακουστή - ματάκια.
Αν έχει χαθεί κάτι στην εποχή της ψηφιακής ανάγνωσης, είναι αυτή η διαδικασία σαγηνευτικής, απόκοσμης σχεδόν μεταφοράς σ' έναν άλλο κόσμο, από τον οποίο δεν μπορούσες (ούτε ήθελες) να φύγεις, αλλάζοντας με τον κέρσορα «πίστα» στην οθόνη.
Ζορίζομαι όμως κι εγώ μετά από τόση διέγερση στην οθόνη όλη μέρα να ξεφύγω από αυτό τον κόσμο αέναων συνειρμών και αντιπερισπασμών και να βρω καταφύγιο στις σελίδες ενός βιβλίου που, αν δεν με «πιάσει» με τη μία, το παρατάω στην άκρη λες και φταίει αυτό και όχι το μυαλό μου που έχει γίνει πολτός ημιτελών αφηγήσεων και σπαραγμάτων αδιάκοπης «ενημέρωσης». Αν έχει χαθεί κάτι στην εποχή της ψηφιακής ανάγνωσης, είναι αυτή η διαδικασία σαγηνευτικής, απόκοσμης σχεδόν μεταφοράς σ' έναν άλλο κόσμο, από τον οποίο δεν μπορούσες (ούτε ήθελες) να φύγεις, αλλάζοντας με τον κέρσορα «πίστα» στην οθόνη.
Ώρες-ώρες με πιάνει μια ήπια απόγνωση όταν θέλω να αφομοιωθώ από τον κόσμο ενός βιβλίου που έχω επιλέξει και αγοράσει –και συνεπώς είναι εξ ορισμού πολύτιμο–, αλλά το μυαλό μου βόσκει αλλού, περιμένοντας ανυπόμονα άλλη μια δόση έντονων, αλλά αποσπασματικών και φευγαλέων παραστάσεων λόγου και εικόνας. Τέτοιες στιγμές είναι σαν να βιώνεις κάτι σαν κρίση ταυτότητας, καθώς αναρωτιέσαι «τι απέγινε ο αναγνώστης που ήμουν κάποτε;».
Έχει διαφοροποιηθεί σαφώς ο τρόπος που διαβάζουμε, όπως καταδεικνύουν και τα πορίσματα της γνωστικής νευροεπιστήμης, και, φυσικά, επιστροφή από τις οθόνες δεν υπάρχει (εκτός του ενδεχομένου μιας Αποκάλυψης που θα μας στείλει πίσω στις σπηλιές), αλλά δεν είναι ανάγκη να τα βάψουμε και μαύρα ούτε να πάρουμε τα βουνά, όσο ελκυστικό κι αν μοιάζει το δεύτερο στην εποχή μας.
Είναι ανάγκη, όμως, πού και πού να ξαναφρεσκάρουμε τον σκληρό δίσκο του εγκεφάλου, ο οποίος, παρά την κακοποίηση που του ασκούμε καθημερινώς, διαθέτει ευτυχώς την απαιτούμενη «νευροπλαστικότητα», την ικανότητα δηλαδή να διαμορφώνει αναλόγως τα κυκλώματα του μυαλού ώστε να ανταποκρίνονται ακόμα και σε πολύ απαιτητικές αναθέσεις. Όπως η συγκέντρωση στο διάβασμα ενός βιβλίου με αρχή, μέση και τέλος.
Να αφοσιωθούμε δηλαδή, περιστασιακά έστω, σ' αυτό που λέγεται «βαθιά ανάγνωση» χωρίς αντιπερισπασμούς, είτε πρόκειται για Προυστ είτε για «Μίκυ Μάους». Να ξεφύγουμε δηλαδή από την ανάγνωση τύπου «ακρίδας», όπως αποκαλείται η διαδικασία αποσπασματικής εντρύφησης στα ψηφιακά μέσα. Θέλει όμως εξάσκηση, δουλειά, διαχείριση και πνευματική (και ψυχική) ηρεμία αυτή η μετάβαση από τον έναν τρόπο ανάγνωσης (αντίληψης, ουσιαστικά) στον άλλον. Τίποτα εύκολο στα γεράματα. Έλεος δηλαδή...
σχόλια