Κορονοϊός, «υβριδικός πόλεμος», συνταξιούχοι στα 72 και ο Λεωνίδας από την ταινία 300 λαμπαδηδρόμος στη Σπάρτη για τους Ολυμπιακούς του Τόκιο: Η επικαιρότητα μοιάζει με κωμικοτραγικό διήγημα φαντασίας του Πάνου Κουτρουμπούση, που έφυγε από τη ζωή περίπου τέτοιον καιρό πριν από δύο χρόνια.
Μεταξύ απειλής κορονοϊού και «υβριδικού πολέμου» που διεξάγεται στον τόσο κοντινό - τόσο μακρινό από τις οθόνες και τα πληκτρολόγιά μας Έβρο, νιώθω ξαφνικά την ανάγκη καταφυγής σε διήγημα του Πάνου Κουτρουμπούση, που αποχώρησε διακριτικά (ψιλο)πλήρης ημερών και παραστάσεων τέτοιον μήνα πριν από δύο χρόνια.
Νιώθω σαν να ανήκω κι εγώ στη «Λέσχη των Αντικοινωνικών»:
«Μισόν αιώνα μετά που είχε συμπληρωθεί η έκδοσις του Εγκυκλοπαιδικού Λεξικού "Ηλίου", ήταν στην πρωτεύουσα της χώρας μια ομάδα σαν παρέα, όπου τους ξίνιζαν όλους τους όλα γύρω τους, και τους έπιανε μυρμηκίαση απ' τα στραβά κι ανάποδα στον κόσμο. Είχαν κάνει και λέσχη και εθεώρουν τα πάντα βλακώδη χωρίς εξαίρεση μες στην απαισιοδοξία τους και συγχρόνως ήταν φανατικοί υπέρ του πολυτονικού συστήματος γραφής. Αυτοί, λοιπόν, είχαν στέκι σ' ένα ξεπεσμένο καφενείο-μπαρ με λάμπες φθορίου και τραπέζια για να παίζουν χαρτιά οι συνταξιούχοι και καθένας τους επήγαινε εκεί κι εύρισκε τους άλλους ν' ανταλλάξουν τις θλίψεις τους πολλά βαρείς...».
Το συντάξιμο όριο ανεβαίνει, λέει, στα 72 χρόνια, αγγίζοντας σχεδόν το προσδόκιμο ζωής, ενώ συγχρόνως καταφθάνει και ο Τζέραρντ Μπάτλερ, ο Λεωνίδας από την ταινία 300, για να τρέξει στις 13 Μαρτίου από τον Μυστρά μέχρι τη Σπάρτη με την ολυμπιακή φλόγα ως λαμπαδηδρόμος των Ολυμπιακών Αγώνων του Τόκιο 2020
Ή στους «Ξεβράκωτους της Ζούγκλας»:
«Μια παρέα ακαμάτηδες εργένηδες εισοδηματίες το ένα τούς μύριζε και το άλλο τούς βρώμαγε και γκρινιάζανε συνεχώς για το κάθε τι στραβό ή που δεν τους βόλευε τους ίδιους στην πόλη που ζούσανε, όπως οι ασεβείς υπηρέτες, τα ονομαζόμενα κεκτημένα δικαιώματα τεμπελιάς των δημοσιοϋπαλλήλων, τα χυδαία θεάματα, οι βλάχοι που 'χαν μπλοκάρει με τα πρόστυχα αυτοκίνητά τους όλους τους δρόμους και είχαν γεμίσει όλα τα καθώς πρέπει προάστια παίζοντας δυνατά τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις τους ό,τι ώρα νάναι και άλλα τέτοια.
»Επείσθηκαν λοιπόν από έναν της παρέας, τον κύριο Δειχταόλα, ότι η μόνη λύση ήταν να ξεπουλήσουν τα πάντα και να πάνε στη ζούγκλα της Αφρικής κι εκεί ν' αγοράσουν μιαν ικανή έκταση παρθένου δάσους όπου να στήσουν καλύβες και να ζουν ειδυλλιακά χωρίς καθόλου ρούχα, ξεβράκωτοι, ανάμεσα στα φυτά, τα πουλιά και τις πεταλούδες...»
Ή στους «Συμβασιούχους των Επτά Θαλασσών»:
«Τον καιρόν εκείνον, τότε που διηγώντας τα να κλαις, είχαν σιγά-σιγά μαζευτεί αμέτρητα πλήθη πρώην συμβασιούχων συν γυναιξί και τέκνοις σε όλες τις άχτιστες ακτές της γηραιάς ηπείρου, άνεργοι και καταφρονεμένοι, κατατρεγμένοι από τους οργανωμένους στρατούς των μονίμων υπαλλήλων που 'χαν ορκιστεί απόλυτη υπακοή στους εργοδότες της Παγκόσμιας Εταιρείας, και πηγαινοέρχονταν ομάδες στα παράλια μέχρις που δεν ήταν και λίγοι αυτοί που σπρώχνονταν στο νερό απ' τον συνωστισμό και πνιγόντουσαν...»
Στο μεταξύ, το συντάξιμο όριο ανεβαίνει, λέει, στα 72 χρόνια, αγγίζοντας σχεδόν το προσδόκιμο ζωής, ενώ συγχρόνως καταφθάνει και ο Τζέραρντ Μπάτλερ, ο Λεωνίδας από την ταινία 300, για να τρέξει στις 13 Μαρτίου από τον Μυστρά μέχρι τη Σπάρτη με την ολυμπιακή φλόγα ως λαμπαδηδρόμος των Ολυμπιακών Αγώνων του Τόκιο 2020.
Προφανώς, οι διοργανωτές αγνοούν ότι οι «αρχαίοι Έλληνες Ήταν Αραπάδες», σύμφωνα πάντα με τα σοφά γραπτά του αείμνηστου Πητ: «Την εποχή των Ανατρεπτικών Αποκαλύψεων, μεταξύ των άλλων ανεκαλύφθη, από κάποιους καθηγητές της επαρχίας στην Αμερική, και κάτι το οποίον επροκάλεσε τόσο μεγάλη αναμπουμπούλα που αρκετοί ιστοριόδιφες τα παράτησαν και έγιναν υδραυλικοί ή τσαντάκηδες αν τύχαινε να είναι νέοι στην ηλικία, μερικοί δε Έλληνες πατριώται αυτοσκοτώθηκαν απ' την απελπισίαν τους.
»Λοιπόν, από έρευνες αμέρικαν στάιλ και ακράδαντα στοιχεία ηλεκτρονικών υπολογιστών απεδείχθη πως οι Αρχαίοι Έλληνες δεν ήταν αυτοί που νομίζαμε ως τότε και που δείχνουν τα αγάλματα και τα αγγεία και τα κείμενα, αλλά αντίθετα επρόκειτο για αραπάδες που είχαν έρθει λαθρομετανάστες, αφού πρώτα ανέπτυξαν τον πολιτισμό της Αρχαίας Αιγύπτου ως που βρέθηκαν εκεί. Μετά πέρασαν στην Κρήτη και μετά στην κυρίως Ελλάς, αλλά επειδή φοβόντουσαν τους βαρβάρους σκυλομούρηδες λευκούς του βορρά σκαρφίστηκαν κόλπο να πασπαλίζονται με αλεύρι όλοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, επί πέντε-έξι αιώνες, για να μπορέσουν με την ησυχία τους να αναπτύξουν τον "ελληνικό" πολιτισμό που θέλανε πάρα πολύ να το κάνουν από καλοσύνη...»
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια