Hταν μια επαναστατική πράξη αυτό που έκανε με τη φίρμα» δήλωσε πρόσφατα στους New York Times ο διάσημος για τις ιδιοσυγκρασιακές και εξωστρεφείς εμφανίσεις του τόσο εντός όσο και εκτός οθόνης, ηθοποιός Τζάρεντ Λέτο για τον καλλιτεχνικό διευθυντή του οίκου Gucci, Αλεσάντρο Μικέλε, τον οποίο δεν δίστασε να αποκαλέσει «Στιβ Τζομπς της μόδας».
Στα εγκώμια για τον 45χρονο σχεδιαστή σιγοντάρει με ενθουσιασμό και ο Έλτον Τζον, ο οποίος λειτούργησε και ως κάποιου τύπου μούσας αλλά και ουσιαστικός συνεργάτης για την φετινή (2018) ανοιξιάτικη κολεξιόν, και συγκρίνει την φλογερή ζωτικότητα του Μικέλε με εκείνη του Τζιάνι Βερσάτσε: «Πίστευα ότι μετά από εκείνον δεν θα έβγαινε άλλος τόσο άξιος. Κι όμως...».
Σαφώς και δεν είχε μέχρι και πριν λίγα χρόνια τέτοιου βεληνεκούς πιστούς ακόλουθους ο ταλαντούχος Ιταλός. Όλα άλλαξαν όμως καθώς η αφήγηση της πορείας του εξελίχθηκε σε μια από τις πιο απροσδόκητες ιστορίες των τελευταίων δεκαετιών στον χώρο της μόδας.
Ο Μικέλε μοιάζει να βρίσκεται σε μια διαρκή και έντονη συνομιλία με το πνεύμα των καιρών αφομοιώνοντας συγχρόνως τα πιο απροσδόκητα εικαστικά συστατικά από την αστείρευτη δεξαμενή μιας μακραίωνης αισθητικής παράδοσης.
Το πρώτο ένστικτο του Αλεσάντρο Μικέλε όταν ως έφηβος ανακάλυπτε τις κλίσεις και τις αναφορές του, ήταν να ακολουθήσει καριέρα στον σχεδιασμό κουστουμιών κι έτσι, μετά το λύκειο γράφτηκε στην Accademia di Costume e di Moda της Ρώμης.
«Υπό μία έννοια, εξακολουθώ να δουλεύω ως σχεδιαστής κουστουμιών», λέει ο ίδιος σήμερα. «Επιχειρώ πάντα να αναδείξω την ψυχή του ρούχου – την ιδέα πίσω από τον χαρακτήρα που το φορά».
Κατά την αποφοίτησή του όμως, είχε ξεκινήσει ήδη να εργάζεται για μια ιταλική εταιρεία πλεκτών στην Μπολόνια. Ακολούθως, επέστρεψε στη Ρώμη για να πιάσει δουλειά στον οίκο Fendi, όπου γνώρισε την Φρίντα Τζιανίνι, η οποία ήταν υπεύθυνη για τον σχεδιασμό τσαντών.
Όταν το 2002, εκείνη προσελήφθη από την Gucci, τον πήρε μαζί της στο Λονδίνο όπου είχαν μεταφερθεί τα κεντρικά γραφεία σχεδιασμού της εταιρείας.
Ήταν η αρχή για «τα πέτρινα χρόνια» της φίρμας μετά την αντικατάσταση του Τομ Φορντ στη θέση του καλλιτεχνικού / δημιουργικού διευθυντή την οποία κατέλαβε η Τζιανίνι, περίοδος που κράτησε ως τα τέλη του 2014, ουδόλως όμως εμπόδισε την ανέλιξή του Μικέλε στον χώρο της υψηλής μόδας και στην ανώτατη θέση του οίκου Gucci που κατείχε μέχρι την αποπομπή της η «μέντοράς» του.
Αντίθετα από την προκάτοχο του, η οποία δεν κατάφερε να προσδώσει στη φίρμα το αισθητικό κύρος και το λούστρο και τον ηδονισμό – στοιχεία με τα οποία είχε συνδεθεί κατά την βασιλεία του Τομ Φορντ – ο Μικέλε μοιάζει να βρίσκεται σε μια διαρκή και έντονη συνομιλία με το πνεύμα των καιρών αφομοιώνοντας συγχρόνως τα πιο απροσδόκητα εικαστικά συστατικά από την αστείρευτη δεξαμενή μιας μακραίωνης αισθητικής παράδοσης.
Ακόμα και οι συνεργασίες που επιλέγει φανερώνουν μια επίμονα αντισυμβατική και περιπετειώδη νοοτροπία. Όπως η αντίδρασή του στη δράση του Τρέβορ Άντριου, ενός καλλιτέχνη με το ψευδώνυμο Gucci Ghost, ο οποίος στις αρχές του 2014 είχε γεμίσει τους τοίχους του Μανχάταν και του Μπρούκλιν με την υπογραφή της φίρμας.
Αντί να κινηθεί «νομικώς», ο Μικέλε τον προσκάλεσε να συνεργαστούν στην δημιουργία της κολεξιόν του οίκου Gucci για το φθινόπωρο του 2016. Η πρόσκληση έγινε αποδεκτή.
Όταν παρουσίασε το Gucci Bloom, το πρώτο άρωμα της θητείας του, συγκέντρωσε πλάι του «πρεσβευτές» όπως η «άστατη» νεαρή ηθοποιός Ντακότα Τζόνσον (κόρη του Ντον Τζόνσον και της Μέλανι Γκρίφιθ), την Καναδή φωτογράφο, σκηνοθέτρια και εικαστικό Πέτρα Κόλινς και την Χάρι Νεφ, τρανς ηθοποιό και μοντέλο.
Το μήνυμα που επιθυμεί να περάσει ο Μικέλε φαίνεται να είναι ότι ο οίκος Gucci είναι ένα «palazzo» με δωμάτια για όλους, ένα φιλόξενο, ευρύχωρο, πολυεπίπεδο και φορτωμένο με υπέροχα αντικείμενα καταφύγιο. Θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «μετα – μόδα» το έργο του;
Ο ίδιος διστάζει λίγο πριν απαντήσει: «Κατά κάποιον τρόπο, ναι, με την έννοια ότι δεν με νοιάζει τόσο η μόδα αυτή καθαυτή. Προσπαθώ να πω ότι η μόδα είναι μια πλατφόρμα. Ο τρόπος που ντύνεσαι είναι ο τρόπος που ζεις».
Με στοιχεία από το New York Times Style Magazine