Στους μάλλον ζαλισμένους καιρούς της μόδας, όπου το mix 'n' match έχει επιτρέψει στους πάντες να αναμείξουν τα πάντα, συνήθως με αποτελέσματα αμφίβολης αισθητικής, σε καιρούς όπου τα ερωτήματα περί μόδας και καλού γούστου συνήθως μένουν αναπάντητα, αυτό που ετοιμάζει για την άνοιξη του 2017 το Victoria & Albert Museum στο Λονδίνο φαντάζει ως ηχηρή απάντηση μέσα από τη δημιουργική ματιά του Κριστομπάλ Μπαλενσιάγκα.
Γιατί η έκθεση που ανοίγει τις πύλες της στο κοινό το Σάββατο 27 Μαΐου του 2017 είναι ένα σπουδαίο αφιέρωμα στον μεγάλο της υψηλής ραπτικής, τον άντρα που είδε τη γυναικεία σιλουέτα, ως απεριόριστη δυνατότητα και ως όχι ως περιορισμό, χαρίζοντας της ακριβούς τρόπους και όχι φθηνά κόλπα για να αναδειχθεί. Φυσικά, πρόκειται για μία έκθεση στη σημαντικότερη στιγμή του Μουσείου, λίγο πριν αναλάβει καθήκοντα ο νέος διευθυντής της και πρώην βουλευτής των Εργατικών, Tristam Hunt, οπότε όλο αυτό το ποιητικό αφιέρωμα πατά λίγο και στα πολιτικά - ιδεολογικά στοιχήματα που θα παιχτούν κατά την αλλαγή σκυτάλης.
O Κριστομπάλ Μπαλενσιάγκα ήταν που έδωσε σημασία στα ελευθερωμένα γυναικεία χέρια και τον παραμελημένο λαιμό, κάνοντας τις δημιουργίες του να θυμίζουν γλυπτά πάνω σε ζωντανά σώματα.
Δεν είναι τυχαία λοιπόν η προσπάθεια αναβίωσης του πνεύματος του Μπαλενσιάγκα, του μάγιστρου της υψηλής ραπτικής, που μπροστά στην Τέχνη του -και στην τέχνη του γυναικείου φορέματος, ειδικώς- πραγματοποίησαν βαθιά υπόκλιση ακόμη και φυσιογνωμίες όπως η Σανέλ και ανάγκασαν ακόμη και τον μέγα Ντιόρ να τον αποκαλεί "δάσκαλο". Σκυθρωπός, πάντα σκεπτόμενος, απόμακρος και αυστηρός, ο άνθρωπος που ήθελε να τα κάνει όλα μόνος του, αλλά η μόδα, όπως έλεγε, ήταν συνεργατική υπόθεση, ήταν εκείνος στον οποίο μέχρι σήμερα "απευθύνονται" έστω και νοερά οι νέοι designers: όταν το ζητούμενο είναι ένα ολοζώντανο, αλλά αυστηρό μπούστο, μία θηλυκή, αλλά bossy γραμμή, ένα φόρεμα που θα αποπνέει θηλυκότητα και απόσταση, το πνεύμα που επικαλείται ο σχεδιαστής είναι αυτό του Μπαλενσιάγκα.
Γιατί εκείνος ήταν που έδωσε σημασία στα ελευθερωμένα γυναικεία χέρια και τον παραμελημένο λαιμό, κάνοντας τις δημιουργίες του να θυμίζουν γλυπτά πάνω σε ζωντανά σώματα, επιμένοντας στην απλότητα της εντύπωσης, αλλά στο περίπλοκο ράψιμο, στο φινίρισμα, στο κέντημα, δίνοντας μάχες για την υφή και τη λεπτότητα του υφάσματος, που έπρεπε να αγκαλιάζει, αλλά να μην κουβαριάζεται στο γυναικείο σώμα.
Ο Μπαλενσιάγκα, λακωνικός, λιγομίλητος, σχεδόν αντικοινωνικός απέφευγε τις συνεντεύξεις - έδωσε ελάχιστες κατά τη διάρκεια της ζωής του- και απεχθανόταν αυτό που λέγεται μόδα για τις μάζες: ο Οίκος Μόδας που διατηρούσε στο Παρίσι γνώρισε στιγμές κρίσης τη δεκαετία του '60, καθώς παρά την εύπορη πελατεία του τα νεανικά κοινά στράφηκαν τότε με μανία στα ρούχα του εμπορίου. Ο ίδιος δεν δίστασε το 1968 να κλείσει αυτόν τον Οίκο σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις βίαιες πολιτικές διαδηλώσεις που σημάδεψαν τη γαλλική πρωτεύουσα.
Βάσκος, γιος ταπεινής οικογένειας από την Getaria της επαρχίας Gipuzkoa, ο Μπαλενσιάγκα δεν ξέχασε ποτέ το επάγγελμα της μητέρας του. Η μοδίστρα που κάποτε τον έπαιρνε μαζί της, μην έχοντας πού να τον αφήσει, έβαλε στην τέχνη του όλα εκείνα τα διακριτικά της γενέτειρας τους. Έντονα χρώματα, βαριά κεντήματα σαν εκείνα που μέχρι σήμερα βλέπουμε στις στολές των Ματαδόρ, αυστηρές γραμμές και πιέτες που πάνω στο γυναικείο σώμα θα αποκτούσαν δεύτερη ζωή και ερμηνεία. Ραπτική σαν όραμα από το παρελθόν, που μπορεί να γίνει πυξίδα για το μέλλον της μόδας.
Μέχρι τον Ισπανικό Εμφύλιο, ο Μπαλενσιάγκα θα ντύνει την αριστοκρατία της χώρας του. Μετά, αυτό που φαινομενικά του ψαλιδίζει τα φτερά, τον οδηγεί στο Παρίσι, για να ανοίξει τις πύλες του θριάμβου. Αυτή την πορεία, από το ψαροχώρι της μητέρας του έως το κατώφλι της "Βίβλου της Μόδας" Vogue ακολουθεί και η έκθεση. Την ξεχωριστή φιλοσοφία του ότι μια γυναίκα δεν πρέπει να είναι όμορφη, δεν οφείλει να είναι τέλεια, το μόνο που χρειάζεται είναι το σωστό ρούχο για να αναδείξει αυτά που ήδη διαθέτει και που κατά περίπτωση είναι υπεραρκετά.