Ανάμεσα στις μεγάλες αλήθειες της ζωής είναι και τούτη: πάντα θα συναντάς δύο κατηγορίες ανθρώπων και ίσως καταλήξεις κι εσύ στη μία ή στην άλλη. Υπάρχουν αυτοί που έρχονται στην παρέα για να διηγηθούν τη ζωή τους και αυτοί που ακούνε τις ιστορίες των άλλων. Κάθε μέρα το timeline σου γεμίζει από όλους αυτούς που ψάχνουν ακροατήριο και από το σιωπηλό κοινό που για όλους τους σωστούς και λάθος λόγους τρέφεται από αυτό.
Λίγο παράλογη εισαγωγή για τον οίκο Gucci –που, μεταξύ μας, είναι κάτι σαν τον Γκαστόνε της μόδας (έχει πάντα ανεπανάληπτη κωλοφαρδία, εκεί που πάει να τα χάσει όλα)–, αλλά έχει νόημα. Ακολουθεί μια ιστορία για έναν οίκο που έπρεπε να αφηγηθεί μια καινούργια ιστορία για να μη φαλιρίσει κι έναν άνθρωπο που περίμενε 12 χρόνια για να πει τη δική του, ακούγοντας και ακολουθώντας τις ιστορίες των άλλων. Για να γίνει όλο αυτό, χρειάστηκε η βοήθεια ενός πραγματικά προικισμένου CEO.
Ο Alessandro Michele είναι ο Wes Anderson της μόδας. Οι ιστορίες του δεν είναι πρωτότυπες, βασίζονται όλες σε απλές αξίες, με πρωταγωνίστρια αυτήν της αγάπης, αλλά μαζεύουν πάνω τους ένα υπερθέαμα αισθητικής τελειότητας που κουβαλά με συλλεκτική εμμονή όλα τα στοιχεία της δυτικής Ιστορίας, όλα τα κομμάτια που οι πρόγονοί μας κρατούσαν ως ορόσημο ομορφιάς σε έναν ζαλισμένο κόσμο
Το όνομα του κυρίου αυτού είναι Marco Bizzarri και πριν από δύο χρόνια αποδέχτηκε την πιο δύσκολη θέση που υπήρχε εκείνη την περίοδο, τη διεύθυνση του οίκου Gucci, που αιφνιδίως έμεινε ολομόναχος να πουλά τσάντες, αρώματα και λίγα ρούχα – η σχεδιάστρια και ο CEO του είχαν εγκαταλείψει μαζί το καράβι. Η αύρα του Tom Ford είχε φύγει από όλα, η σεξουαλικότητα που πούλαγε ο οίκος δεν υπήρχε πια, όπως ούτε και η εποχή, που πλέον είχε αλλάξει και δεν ενδιαφερόταν να την αγοράσει, το κοινό ήταν αλλοπρόσαλλο και, ας είμαστε ειλικρινείς, βασικά Κινέζοι. Την ίδια στιγμή, ο οίκος Gucci ήταν η ναυαρχίδα του ομίλου Kering, με 11.000 υπαλλήλους παγκοσμίως, κομμάτι της πολιτιστικής κληρονομιάς της Φλωρεντίας και αυθύπαρκτος, ζουμερός πρωταγωνιστής της ποπ κουλτούρας.
Ο κύριος Bizzarri είχε να αντιμετωπίσει ένα fallimento και δύο έτοιμες συλλογές από την παραιτηθείσα Frida Giannini που υποτίθεται πως του εξασφάλιζαν, πάνω-κάτω, έναν χρόνο ζωής. Φυσικά, σε χρόνους μόδας, ένα έτος αντιστοιχεί σε ένα 48ωρο στο timeline της Chiara Ferragni, οπότε καταλαβαίνετε πως τα πράγματα ήταν ζόρικα και άκρως ανταγωνιστικά, αλλά, από την άλλη, η εύκολη λύση υπήρχε. Ο Gucci θα μπορούσε να κάνει αυτό που έκαναν όλοι: να χρυσοπληρώσει έναν star designer για να έρθει να χρυσώσει το χάπι και να κερδίσει δύο χρόνια ζωής μόνο με δημοσιότητα, φέρνοντας μαζί και τις πελάτισσές του. Ο κ. Bizzarri, ένας μοντέρνος μάνατζερ που χρησιμοποιεί τη λέξη «σεβασμός» ως οδηγό στις συνεντεύξεις του, ζήτησε από τον διευθυντή ανθρώπινου δυναμικού του οίκου τη λίστα με τους πιο πολύτιμους υπαλλήλους στην εταιρεία – ήθελε να πάρει τη γνώμη τους. Το όνομα του Alessandro Michele ήταν στην κορυφή.
Ήταν ένας από τους παλαιότερους υπαλλήλους στη σχεδιαστική ομάδα του οίκου, με 12 χρόνια προϋπηρεσίας πια, και είχε ακολουθήσει το όραμα εκείνου που τον είχε προσλάβει, του Tom Ford, και στη συνέχεια της Frida Giannini. Ήξερε τα πάντα για τον οίκο, γνώριζε σε βάθος το τεράστιο, ιστορικό του αρχείο και ο ίδιος ήταν εμμονικός συλλέκτης, κληρονομιά που του είχε αφήσει ο πατέρας του. Ο Alessandro όλα αυτά τα χρόνια άκουγε σιωπηλά τις ιστορίες των άλλων και μάζευε τα κομμάτια τους, συγκινημένος από την κρυφή ομορφιά τους.
Η πρώτη συνάντηση του κ. Bizzarri με τον Alessandro έπρεπε να κρατήσει 30 λεπτά και έμειναν μαζί 4 ώρες. Ο Alessandro ξεκίνησε να αφηγείται πρώτη φορά την ιστορία του και ο κ. Bizzarri άκουσε αυτό που θα γινόταν το μέλλον του οίκου: το παρελθόν μαγικά φορτωμένο, χωρίς καμία αφαίρεση, χωρίς κανέναν επανασχεδιασμό, ουσιαστικά χωρίς κανένα κανόνα αποσύνθεσης – για να γίνει η σύνθεση τελικά.
Καθώς την ίδια στιγμή έπρεπε σιγά-σιγά να φεύγει το μίνιμαλ χρυσό, σκούρο ξύλο, το μαύρο και η βαριά 00s πολυτέλεια από τα καταστήματα, ο κ. Bizzarri άφησε τον Alessandro στη Ρώμη και αποφάσισε να πάρει τη βαλίτσα του και να ταξιδέψει σε όλη την υφήλιο. Γνώρισε προσωπικά τους υπαλλήλους του Gucci για να τους καθησυχάσει, να τους εισαγάγει στο καινούργιο κεφάλαιο της ιστορίας του οίκου και να τους προετοιμάσει για κάτι που ακόμα κανείς δεν είχε δει.
Ο κ. Bizzarri αποφάσισε επίσης να μη χρησιμοποιήσει τις έτοιμες συλλογές της Giannini. Ζήτησε από τον Alessandro να αποβάλει το εμπορικό άγχος και να προσπαθήσει να φτιάξει για την Εβδομάδα Ανδρικής Μόδας μια καινούργια συλλογή μέσα σε πέντε μέρες, πιστή στο όραμα που έχτιζαν. H μεγάλη ικανότητα και ευγένεια του Alessandro, μαζί με τη γνώση του για τις δομές του οίκου και την αγάπη που του χρωστούσαν όλοι, το έκαναν εφικτό.
Σε εκείνη την επίδειξη παρουσιάστηκε για πρώτη φορά όχι μια συλλογή ρούχων αλλά μια tribu ιδιότυπων, μαγικών πλασμάτων, παιδιών ενός μακρινού Bowie, ταξιδευτών του κόσμου και της Ιστορίας, με αδρά όρια σεξουαλικότητας, που κρατούσαν έναν μαγικό αυλό, υπνωτίζοντάς μας κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Τα ρούχα τους ήταν όλα φορτωμένα, εντελώς παλιά, αλλά εξαιρετικά καινούργια, γεμάτα μικρές ιστορίες και σημάδια, ελαφριά μέσα στο βάρος τους. Δεν υπήρχε βία, υπήρχε ρευστότητα, ένα ταξίδι στον χρόνο κάθε φορά που ο Alessandro ανοιγόκλεινε τα μάτια του και κοιτούσε την ομορφιά. Κανείς δεν είχε δει τίποτα παρόμοιο, αλλά όλοι ήμασταν σίγουροι πως κάπου, σε ένα όνειρό μας, τα είχαμε συναντήσει.
Οι συλλογές Gucci γίνονται, η μία μετά την άλλη, ανάρπαστες. Κανείς δεν πιστεύει την υπερδύναμη που κρυβόταν με τέτοια χάρη στα σχεδιαστήρια της εταιρείας όλα αυτά τα χρόνια.
Ο Alessandro Michele είναι ο Wes Anderson της μόδας. Οι ιστορίες του δεν είναι πρωτότυπες, βασίζονται όλες σε απλές αξίες, με πρωταγωνίστρια αυτήν της αγάπης, αλλά μαζεύουν πάνω τους ένα υπερθέαμα αισθητικής τελειότητας που κουβαλά με συλλεκτική εμμονή όλα τα στοιχεία της δυτικής Ιστορίας, όλα τα κομμάτια που οι πρόγονοί μας κρατούσαν ως ορόσημο ομορφιάς σε έναν ζαλισμένο κόσμο που δεν τα ξέρει και πρέπει να τα θυμηθεί, που θέλει να έχει μια ταυτότητα, αλλά δεν ξέρει πού να την αναζητήσει. Τα πλάσματα του Alessandro Michele απάντησαν σε όλες τις αγωνίες των νεότερων, στην ανάγκη τους για ελευθερία, μαγεία και για έναν καινούργιο κόσμο που προσπαθούν να φτιάξουν, ενώ ταυτόχρονα δεν αντέχουν (και δεν θέλουν) να αποκοπούν από τον κοιμισμένο και παλιότερο.
Σιωπηλά και αχόρταγα αφήνουμε χώρο στο timeline μας για να δούμε το νέο ταξίδι της μαγικής Gucci tribu. Kανείς δεν ξέρει αν η ιστορία του Alessandro Michele θα αντέξει τo βάρος της παντοδυναμίας της. Τα ευγενικά του μάτια όμως υπόσχονται πως τα πλάσματά του θα αφήσουν το δικό τους ανεξίτηλο σημάδι στον τρόπο που κάποιοι από εμάς κοιτάζουμε πάλι την ομορφιά.