Οι άνθρωποι φορούσαν μίνι πολύ πριν αυτό το συγκεκριμένο μήκος φούστας ταυτιστεί με τη Μέρι Κουάντ. Φορούσαν μίνι, άντρες και γυναίκες, παιδιά, παίκτες του χόκεϊ και του λακρός, και τα κορίτσια στα μιούζικαλ του Γουέστ Εντ και τις ταινίες με την Έσθερ Ουίλιαμς.
Μίνι φορούσαν πολύ - πολύ παλιότερα οι ζωηρές θεότητες του Ολύμπου, όπως η ατίθαση Άρτεμις και οι νεαρές νύμφες, αγόρια με κοντούς χιτώνες καθ’ οδόν προς τα γυμναστήρια και τις παλαίστρες, νεαροί της Αιγύπτου και θεοί σε νεαρή ηλικία, Ρωμαίοι πολεμιστές και αθλητές, και γενικά η ιστορία πριν ο ποδόγυρος κατέβει μέχρι το χώμα μάς δείχνει ότι όποιος είχε ένα σχετικά καλό πόδι ήθελε να το δείξει.
Οπότε το debate για τον αν το μίνι είναι εφεύρεση της Κουάντ, του Κουρέζ ή του Τζον Μπέιτς έχει μάλλον απαντηθεί, ωστόσο η νεαρή «νονά» της κοντής φούστας, που την ονόμασε έτσι προς τιμήν του Mini Cooper που έκαιγε καρδιές όταν εμφανίστηκε στους δρόμους του Λονδίνου, είναι η Μέρι Κουάντ γιατί έτσι θα τη θυμούνται όλοι. Και δεν μπορούν και να την ξεχάσουν αφού το μίνι κάθε χρόνο, εδώ και εξήντα χρόνια, έχει βρει τον τρόπο να τρυπώνει σε κολεξιόν, συλλογές και τις ντουλάπες μας, να συνδυάζεται και να ανασχεδιάζεται με τρόπο κάθε φορά αξιοσημείωτο και καθόλου κοινότοπο.
Το βέβαιο είναι ότι η Μέρι Κουάντ ταυτίστηκε με το μίνι όσο κανένας άλλος σχεδιαστής και διέδωσε την ιδέα του τόσο φανατικά και έξυπνα ώστε να μη φύγει ποτέ από τη μόδα, να αντέξει στο κύμα της πανκ και να φορεθεί από τις μεγάλες ποπ σταρ, από τη Μαντόνα τη δεκαετία του '80 μέχρι την Κάρι Μπράντσο με το mikro-mini που φορούσε στο «Sex and the City».
Η ιδέα της φούστας που κονταίνει είχε αναπτυχθεί δεκαετίες νωρίτερα και μάλιστα από έναν οικονομολόγο στη δεκαετία του ‘20, τον Τζορτζ Τέιλορ, που διατύπωσε τη λεγόμενη θεωρία του μήκους της φούστας, σύμφωνα με την οποία όσο πιο καλά πήγαινε η οικονομία, τόσο οι φούστες κόνταιναν.
Το βέβαιο είναι ότι η Μέρι Κουάντ ταυτίστηκε με το μίνι όσο κανένας άλλος σχεδιαστής και διέδωσε την ιδέα του τόσο φανατικά και έξυπνα ώστε να μη φύγει ποτέ από τη μόδα, να αντέξει στο κύμα της πανκ και να φορεθεί από τις μεγάλες ποπ σταρ, από τη Μαντόνα τη δεκαετία του '80 μέχρι την Κάρι Μπράντσο με το mikro-mini που φορούσε στο «Sex and the City».
Τι έκανε λοιπόν τόσο καλά η Μέρι Κουάντ; Λειτούργησε σαν αγωγός, παίρνοντας την τάση που υπήρχε στην καλλιτεχνική νεολαία του Τσέλσι και βάζοντάς τη στη βιτρίνα, φέρνοντάς τη σε ένα ευρύτερο κοινό.
Η ιδιοφυΐα της έγκειται στο ότι επανασύνδεσε το ρούχο της με την κατανόηση του τι θα ήθελαν να φορούν οι νέοι και αυτό την έκανε τιτάνα της μόδας, περισσότερο από τον καθένα. Το όνομά της δεν είναι συνδεδεμένο μόνο με το μίνι, αλλά και με το ανέμελο αλλά αιχμηρό στυλ του Λονδίνου της δεκαετίας του 1960 που φώναζε για εκδημοκρατισμό.
Το κατάστημά της, το Bazaar, στην King's Road, ήταν αναμφισβήτητα η πρώτη μπουτίκ στο Λονδίνο που απομάκρυνε τη μόδα από τον μέχρι τότε απρόσιτο χώρο του couturier, όπου κάθε ρούχο ήταν απρόσιτο και ακριβό, και την έκανε προσιτή σε όλους.
Τα σχέδια της Κουάντ ήταν νεανικά σε σημείο να είναι σχεδόν νηπιακά, αλλά απηχούσαν μια σοβαρή μελέτη των ρούχων προηγούμενων δεκαετιών, τα φλαμπέ φορέματα της δεκαετίας του '20, εδουαρδιανές στολές μπάνιου, πουκάμισα ράγκμπι και ανδρικά κοστούμια με ρίγες, αδιάβροχα των αγροτών, τα οποία «φύτεψε» σε έναν κεντρικό δρόμο του Λονδίνου με απαράμιλλη χάρη, δημιουργώντας το δικό της ουράνιο τόξο στον βροχερό ουρανό του Λονδίνου που έβγαινε από τη «βαριά» δεκαετία του '50.
Η ίδια ήταν το ζωντανό μοντέλο των ρούχων που σχεδίαζε, της άρεσε να σχεδιάζει τα ρούχα που φορούσε, το πρόσωπό της ήταν άμεσα αναγνωρίσιμο, με το κοντό κούρεμά της από τον Vidal Sassoon, τα μπλοκ χρώματα που μοιάζουν να έχουν βγει από πίνακες του Μπάρνετ Νιούμαν, την έντονη γεωμετρία της να θυμίζει το έργο της Μπρίτζετ Ράιλι.
Η σχεδιάστρια που χάρισε στον κόσμο της μόδας το «νέο μήκος» της φούστας γεννήθηκε στο Λονδίνο από γονείς εκπαιδευτικούς και όταν ήταν μικρή ονειρευόταν να γίνει χορεύτρια ή σχεδιάστρια.
Τελικά άρχισε σπουδές στη Σχολή Καλών Τεχνών του κολεγίου Γκόλτνσμιθς την περίοδο 1950-1953 και έπειτα έμαθε κοπτική και ραπτική σε νυχτερινό σχολείο. Η πρώτη της δουλειά μοιάζει με αυτή της Κοκό Σανέλ, δούλευε σε καπελάδικο, και σε ηλικία 21 ετών, το 1955, άνοιξε, μαζί με τον μετέπειτα σύζυγό της Αλεξάντερ Πλάνκετ Γκριν, κατάστημα με την ονομασία Bazaar στο King's Road, στο Τσέλσι του Βόρειου Λονδίνου.
Η ανήσυχη Μέρι δεν μπορούσε να «βολευτεί» και να σχεδιάζει όπως όλοι οι άλλοι, ξεκίνησε να ράβει τα ρούχα της, μεταποιώντας πατρόν και χρησιμοποιώντας ιδιαίτερα υφάσματα που αγόραζε από τα Harrod’s. Αν και αρχικά πουλούσε νεανικά ρούχα επώνυμων σχεδιαστών, λίγο καιρό αργότερα άρχισε να λανσάρει μόνο τα δικά της, εμπνευσμένα από ένα κομμάτι της μπίτνικ κουλτούρας του ’50.
Η βιτρίνα της γέμισε κούκλες με σκουρόχρωμες κάλτσες, χαμηλά παπούτσια και ζιβάγκο και τα συνδύασε με έντονα χρώματα και φυσικά κοντές φούστες. Κανένας δεν μπορούσε να περιμένει την έκρηξη που δημιούργησε στη νεολαία το στυλ που πρότεινε. Οι δρόμοι γέμισαν κορίτσια με κοντά μαλλιά και αφέλειες σαν τα δικά της, μίνι φούστες και πολύχρωμα καλσόν, καζάκες και ίσια άνετα φορέματα. Τα ρούχα της έγιναν περιζήτητα και η ίδια fashion icon της εποχής της.
Μετά το Λονδίνο, το μίνι πλημμύρισε τους δρόμους της Νέας Υόρκης, κάνοντας τη σχεδιάστριά του παγκοσμίως διάσημη. Το 1963 δημιούργησε μια εταιρεία μαζικής παραγωγής, αυτήν τη φορά με την επωνυμία Ginger Group.
Αυτό που πίστευε η Κουάντ και ήταν αληθινά επαναστατικό στον κόσμο της μόδας, το πιο επαναστατικό πράγμα στη μόδα μετά το New Look του Ντιόρ μεταπολεμικά, ήταν η αντίληψή της πως «το νόημα της μόδας είναι να μπορούν όλοι οι άνθρωποι να αγοράζουν μοντέρνα ρούχα».
Μάλιστα προχώρησε και παρακάτω, δημοσιεύοντας τα πατρόν της, τα οποία μπορούσαν να αντιγράψουν χιλιάδες κορίτσια που δεν είχαν πρόσβαση στα ρούχα της. Το πιο δημοφιλές πουλήθηκε 70.000 φορές. Η περίφημη πεντάφυλλη μαργαρίτα, που ήταν το εμπορικό της σήμα, ήταν και σύμβολο της χειραφέτησης της γυναίκας, της ελεύθερης χρήσης των αντισυλληπτικών, της οικονομικής ανάκαμψης και της διάθεσης για χαρά.
Τα μίνι της Κουαντ συμβόλιζαν τη νεότητα και τις απίστευτες δυνατότητές της, την ίδια την αισιοδοξία της ζωής. Το πρόσωπο που συνόψισε όσο κανένα άλλο αυτήν τη θεωρία ήταν η Τουίγκι. Λεπτή, αέρινη, με τεράστια μάτια, το μεγαλύτερο μοντέλο της δεκαετίας του ’60 φόρεσε ιδανικά τα ρούχα της πιο διάσημης Βρετανίδας σχεδιάστριας.
Ακόμα και σήμερα, η Μέρι Κουαντ είναι αναπόσπαστο μέρος μιας εικόνας της δεκαετίας του ’60 με ανέμελα κορίτσια και αγόρια να χορεύουν. Κάθε φορά που τα swinging sixties αναβιώνουν, χωρίς ωστόσο την ανεμελιά τους, μας φέρνουν στο μυαλό μίνι Κούπερ, τραγούδια των Μπιτλς και έναν πολύχρωμο, ανέμελο, αισιόδοξο κόσμο που στροβιλιζόταν στα πόδια των κοριτσιών με τα πολύχρωμα καλσόν και κατέληγε στα πελώρια, βαμμένα με μαύρο κολ, μάτια της Τουίγκι.