Η είδηση στον κόσμο της μόδας που μονοπώλησε τα βλέμματα και τις συζητήσεις την προηγούμενη εβδομάδα στο Παρίσι και σφραγίστηκε με ένα εντυπωσιακό δείπνο μέσα στο νέο μουσείο της πόλης Bourse de la Commerce, που στεγάζει τη συλλογή των έργων τέχνης του πολυεκατομμυριούχου Φρανσουά Ανρί Πινό, δεν είναι άλλη από την επιστροφή στην υψηλή ραπτική του ιστορικού οίκου Balenciaga αλλά και τον εορτασμό της παρουσίασης της 50ής συλλογής πολυτελών ενδυμάτων του οίκου από τον προκλητικό σχεδιαστή του, από το 2016, Ντέμνα Γκβασάλια.
Ο Γκβασάλια δεν έχει κρύψει την αγάπη του για τις δημιουργίες του Κριστομπάλ Μπαλενσιάγκα, ιστορικού ιδρυτή του οίκου και μεγάλου αναμορφωτή της γαλλικής μόδας, και προσπαθώντας να διαιωνίσει την απίστευτη τεχνογνωσία και την κληρονομιά του ανατρέχει διαρκώς στα αρχεία του μεγάλου μόδιστρου και παρουσιάζει ρούχα εμπνευσμένα από τις δημιουργίες υψηλής ραπτικής του από τις δεκαετίες του '50 και του '60.
Επιστρέφοντας στο ημερολόγιο της υψηλής ραπτικής με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο, ο Γκβασάλια αποκατέστησε το διάσημο ιστορικό σαλόνι του Μπαλενσιάγκα, 52 χρόνια μετά την τελευταία επίδειξη υψηλής ραπτικής του οίκου που ιδρύθηκε το 2017 στην Ισπανία και άνοιξε από τον φιλόδοξο και εξαιρετικά ταλαντούχο σχεδιαστή το 1937 στο Παρίσι, στην αριστοκρατική λεωφόρο Georges V 10, μια διεύθυνση που αποτελούσε διαβατήριο κομψότητας για κάθε καλοντυμένη και πλούσια Παριζιάνα.
Με την ευκαιρία αυτής της επίδειξης, το σαλόνι, κλειστό για περισσότερο από μισό αιώνα, που ήταν διακοσμημένο σε εκλεπτυσμένο στιλ, ανάμεσα σε λευκούς τοίχους και επιχρυσωμένα έπιπλα, αποκαταστάθηκε πλήρως στην αρχική του μορφή. Αρχικά η επιστροφή του οίκου στην υψηλή ραπτική είχε προγραμματιστεί για το 2020, αλλά όλα ακυρώθηκαν λόγω της υγειονομικής κρίσης.
Στην κουλτούρα που δημιούργησε για τη γυναικεία σιλουέτα, ο Μπαλενσιάγκα έφερε όλα τα χαρακτηριστικά της καταγωγής του, τα ζωηρά χρώματα της θάλασσας, το κόκκινο του φλαμένκο, τα περίτεχνα κεντήματα στα κοστούμια των ταυρομάχων, το μεγαλείο των αυτοκρατορικών ενδυμασιών, την εκκλησιαστική αυστηρότητα των καθολικών.
Ο Γκβασάλια θεωρεί καθήκον του να επαναφέρει την υψηλή ραπτική στον οίκο που αντιπροσωπεύει γι αυτόν έναν νέο χώρο ελευθερίας, δημιουργίας και καινοτομίας που θα του επιτρέψει να συνδυάσει το σύγχρονο δημιουργικό του όραμα με την πρωτότυπη τεχνογνωσία του οίκου. «Η υψηλή ραπτική είναι εκτός όλων των τάσεων, μια έκφραση ομορφιάς στο υψηλότερο επίπεδο αισθητικών και ποιοτικών απαιτήσεων» λέει ο 40χρονος Γκβασάλια.
Την τελευταία φορά που πραγματοποιήθηκε μια τέτοια επίδειξη ήταν την άνοιξη του 1968. Στις αρχές του Μαΐου εκείνης της χρονιάς ο Μπαλενσιάγκα, θεωρώντας ότι η υψηλή ραπτική είχε θυσιαστεί στο βωμό του πρετ α πορτέ, εγκατέλειψε για πάντα τον οίκο που είχε ιδρύσει χάρη στη γενναιοδωρία κάποιων συμπατριωτών του.
Με την πρώτη του επίδειξη τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, το Παρίσι υποκλίθηκε με τους δημοσιογράφους από όλο τον κόσμο να διαγκωνίζονται για μια θέση στην επίδειξή του. Όλοι με μια ανάσα και ένα βλέμμα είχαν αναγνωρίσει τη μεγαλοφυή απλότητα κάθε ρούχου του Μπαλενσιάγκα, πίσω από την οποία αποκαλυπτόταν ένα αριστούργημα της υψηλής ραπτικής. Αυστηρό κόψιμο, άψογη ραφή, μια απλότητα σχεδόν μαγική που ήταν αδύνατον να αντιγραφεί.
Ο διασημότερος μόδιστρος του ισπανόφωνου κόσμου πρώτα από όλα αναγνωρίστηκε από τους ευφυείς ομοτέχνους του, την Κοκό Σανέλ και τον Κριστιάν Ντιόρ, που θαμπωμένος από το φόρεμα μιας Αμερικανίδας δημοσιογράφου, σχολίασε: «Μόνον ο Μπαλενσιάγκα θα ήταν ικανός για ένα τόσο τέλειο φουστάνι. Ο Δάσκαλος όλων μας».
Στο ατελιέ του επικρατούσε σιωπή και σοβαρότητα, ένας ναός της τέχνης, όπως θυμούνται οι μαθητευόμενοί του Αντρέ Κουρέζ και Εμανουέλ Ουνγκαρό. Τα μοντέλα του δεν χαμογελούσαν ποτέ, αυτή ήταν η σκηνοθεσία του, κοίταζαν μακριά και όχι το κοινό των επιδείξεων.
Οι αρχές του Μπαλενσιάγκα ήταν αφοσίωση, ηρεμία και πειθαρχία. Έμενε μακριά από τις πλούσιες πελάτισσές του και την κοσμικότητα που επέβαλε η εποχή να έχουν οι μετρ της μόδας. Ήταν ένας αξιοθαύμαστα αξιοπρεπής δημιουργός, ο οποίος κάποτε είπε στον ζωγράφο Ζουάν Μιρό ότι τον ζηλεύει γιατί αν θέλει να δημιουργήσει ένα αριστούργημα το κάνει μόνος του ενώ ο Μπαλενσιάγκα χρειαζόταν έναν στρατό βοηθών για να φτιάξει ένα φουστάνι.
Όταν ο Μπαλενσιάγκα μετά το Μάιο του 1968 αποσύρθηκε, ο τύπος σύσσωμος έγραψε ότι μετά από αυτόν η μόδα δεν θα είναι ποτέ η ίδια. Έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στο Σαν Σεμπαστιάν, στην πατρίδα του την Ισπανία, την οποία δεν άφησε κατ’ ουσίαν ποτέ. Πέθανε το 1972. Ο Σεσίλ Μπίτον στον επικήδειο είπε πως ο φίλος του «δημιούργησε τη μόδα του μέλλοντος». Την ημέρα του θανάτου του το Women’s Wear Daily είχε τίτλο: «The king is dead».
Ο θρύλος λέει ότι οι μοδίστρες του στο εργαστήριο έμαθαν για το κλείσιμο του οίκου εκείνο το πρωί μέσω του ραδιοφώνου. Αν και ο οίκος αρχίζει να ξαναλειτουργεί το 1986 και από το 1997 έως το 2012, υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Nicolas Ghesquière, βιώνει πραγματικά μια δεύτερη χρυσή εποχή. Από τον διορισμό του, το 2015, ο Ντέμνα Γκβασάλια μεταμόρφωσε έναν οίκο καλού γούστου σε κοινωνιολογικό και στιλιστικό εργαστήριο της εποχής μας, που δεν αφήνει κανέναν αδιάφορο.
Πριν από την επίδειξη ο Γκβασάλια είπε σε μια συνέντευξή του ότι είδε την αναβίωση της υψηλής ραπτικής στον οίκο ως κίνηση κατά της κατανάλωσης. «Ίσως κάποιος σταματήσει να αγοράζει πάνινα παπούτσια και μπλουζάκια για ένα ή δύο χρόνια και μετά μπορεί να έχει αυτό το καταπληκτικό παλτό υψηλής ραπτικής. Θα μου άρεσε αυτό» είπε.
Στα έξι χρόνια που είναι στον οίκο ο Γκβασάλια έχει φέρει τα πάνω κάτω ανεβάζοντας στις πασαρέλες που στήνει πλαστικά σανδάλια Crocs και εμπορικά προϊόντα με τον Bernie Sanders, με τσάντες του Ikea και σακάκια από κίτρινο νάϊλον. Φιλοδοξεί τα ρούχα του να μην έχουν ταυτότητα φύλου και η επίδειξη ξεκίνησε με μια σειρά κοστουμιών, κάποια φορεμένα από άνδρες, κάποια από γυναίκες. Τα μοντέλα φορούσαν αδιαφανή γυαλιά ηλίου και φαίνονταν σχεδόν φυσιολογικά σε ένα δωμάτιο όπου το μεγαλύτερο μέρος του κοινού είχε το πρόσωπό του καλυμμένο από μάσκες.
Μέσα στον σοφά αποκατεστημένο χώρο, το βασίλειο σιωπηλής κομψότητας του Κριστομπάλ Μπαλενσιάγκα της δεκαετίας του 1960, γεμάτο με απαλά αστικά χαλιά και απαλές κουρτίνες στα παράθυρα, με το κοινό να κάθεται σε λεπτές επιχρυσωμένες καρέκλες, ο Γκβασάλια παρουσίασε τζιν με κουμπιά από μασίφ ασήμι και μεταξωτά φούτερ κεντημένα με λουλούδια με τη θετή κόρη της Καμάλα Χάρις, Έλα Έμχοφ, να κάνει τα βήματά της στα παχιά χαλιά, με δημιουργίες που φέρνουν έναν ιδιότυπο ακτιβισμό στην υψηλή ραπτική δημιουργώντας και το νέο της αφήγημα, που έχει τις ρίζες του στα παλιά, αλλά πάντα νέα και αξεπέραστα εμβληματικά ρούχα του Μπαλενσιάγκα.
Το ίδιο έκανε και ο Μπαλενσιάγκα στην εποχή του. Εισήγαγε τη νέα σιλουέτα. Λαιμός και χέρια ελεύθερα για τα κολιέ και τα βραχιόλια, κοσμήματα της μόδας της εποχής, ποιότητα και λάμψη των υλικών που έκαναν τη γυναικεία σιλουέτα να μοιάζει απόμακρη, σαν γλυπτό σε μουσείο. Τίποτα φανταχτερό, μόνο με μια λεπτομερή ματιά θα μπορούσε κάποιος να διακρίνει τον πλούτο της λεπτομέρειας στο ράψιμο, στο κέντημα, στο τελείωμα.
Ο Μπαλενσιάγκα σχεδίαζε τα υφάσματά του, οι προμηθευτές τα κατασκεύαζαν μόνο γι΄ αυτόν. Λινά και κρεπ, δαντέλες και υφάσματα που αντανακλούσαν το φως, ανάγλυφα κεντήματα και λοξά κομμένα ρούχα, στα χέρια του έπαιρναν διαστάσεις γλυπτού έργου τέχνης. Λάτρευε την υφή των υφασμάτων, τη διαδικασία μέχρι να φτάσει το ρούχο στην πασαρέλα, ζούσε μόνο για τη δουλειά του και για να δημιουργεί πολυτελή και όμορφα σχέδια, μόνος του σχεδίαζε, έκοβε, έραβε, προβάριζε.
Ο Μπαλενσιάγκα γεννήθηκε σε ένα μικρό ψαροχώρι της χώρας των Βάσκων, στην Getaria της επαρχίας Gipuzkoa, το 1895. Η μητέρα του ήταν μοδίστρα και ο μικρός Κριστομπάλ την ακολουθούσε στη δουλειά. Πολύ νωρίς, στα δώδεκα, άρχισε να δουλεύει ως μαθητευόμενος σε έναν τοπικό ράφτη. Σε ηλικία μόλις 13 ετών, ζήτησε από τη Μαρκησία de Casa Torres να της σχεδιάσει ένα κοστούμι. Εκείνη τον ρώτησε «Γιατί θες να το κάνεις αυτό;» και αυτός απλώς απάντησε «Διότι νομίζω ότι μπορώ να το κάνω».
Η πλούσια Μαρκησία de Casa Torres τον πήρε υπό την προστασία της και διαβλέποντας το ταλέντο του τον έστειλε να σπουδάσει στη Μαδρίτη. Εκεί έμαθε αυτά που δεν θα εγκατέλειπε ποτέ, σε όλη του την καριέρα. Ήταν από τους λίγους μεγάλους της μόδας που ήξεραν να σχεδιάσουν, να κόψουν και να ράψουν ένα ύφασμα.
Στην Ισπανία η καριέρα του ξεκίνησε αμέσως και με μεγάλη επιτυχία. Ο νέος σχεδιαστής άνοιξε ατελιέ στο Σαν Σεμπαστιάν, με υποκαταστήματα στη Μαδρίτη και τη Βαρκελώνη. Έντυνε την αριστοκρατία και τη βασιλική οικογένεια και αν δεν είχε ξεσπάσει ο Ισπανικός Εμφύλιος, δεν θα μετακόμιζε ίσως ποτέ στο Παρίσι.
Τον Αύγουστο του 1937 παρουσιάζει την πρώτη του κολεξιόν, με μεγάλη επιτυχία. Η θρυλική διευθύντρια της Vogue, Diana Vreeland, έλεγε πολλά χρόνια αργότερα: «Κανείς ποτέ στα χρονικά δεν είχε εισβάλει στο Παρίσι και καταλάβει τη γαλλική ραπτική όπως έκανε αυτός ο Ισπανός σχεδιαστής με τις καθαρές, ακριβείς του γραμμές».
Στην κουλτούρα που δημιούργησε για τη γυναικεία σιλουέτα, ο Μπαλενσιάγκα έφερε όλα τα χαρακτηριστικά της καταγωγής του, τα ζωηρά χρώματα της θάλασσας, το κόκκινο του φλαμένκο, τα περίτεχνα κεντήματα στα κοστούμια των ταυρομάχων, το μεγαλείο των αυτοκρατορικών ενδυμασιών, την εκκλησιαστική αυστηρότητα των καθολικών. Τα συνδύασε με αξεπέραστο γούστο για να γίνουν κομψά και σοφιστικέ, γλυπτά που αποπνέουν ελευθερία και τόλμη.
Πρωτοποριακά υλικά, απρόσμενοι συνδυασμοί χρωμάτων, συναντούν τη φόρμα ενός μπέιμπι ντολ, φορέματα σάκους, αμπίρ τουαλέτες, παλτό με μεγάλα κουμπιά, φορέματα χωρίς μέση, μπαλούν και τουνίκ: η ραπτική του Μπαλενσιάγκα είναι οραματική. Η φόρμα που προτείνει είναι αφηρημένη και εξαιρετικά πρωτότυπη, δίνει άλλο σχήμα στη σιλουέτα που ήξεραν μέχρι τότε όλοι στον κόσμο της μόδας. Το ρούχο ακολουθεί την πλαστικότητα του σώματος με εκφραστικότητα και χωρίς περιορισμούς.
Ο ίδιος έλεγε ότι οι γυναίκες δεν πρέπει να είναι όμορφες ή τέλειες για να φορούν τα ρούχα του, τα ρούχα του είναι αυτά που θα τις κάνουν όμορφες.
Ο Μπαλενσιάγκα εμπλούτισε το βεστιάριο της υψηλής ραπτικής με επαναστατικές ιδέες και σχέδια και αυτό του το χρωστά για πάντα ο κόσμος της μόδας. Έλεγε πως «ένας καλός σχεδιαστής μόδας οφείλει να είναι ένας αρχιτέκτονας για τα πατρόν, ένας γλύπτης για τις γραμμές, ένας ζωγράφος για τα σχέδιά του, ένας μουσικός για την αρμονία και ένας φιλόσοφος για το ταίριασμα των ρούχων». Ο ιδιοφυής Μπαλενσιάγκα κατάφερε και τα συνδύασε όλα.
Δείτε την επίδειξη Balenciaga