Οι Κάργιες είναι 2 κοπέλες γύρω στα 20, η Μαρία (@ma.kall.e) και η Εύη (@evi_sfiroera), μια ιδέα, μια φιλία και το πρότζεκτ ραπτικής που προέκυψε από αυτήν. Τις βρίσκω καθισμένες στο Σέλας να πίνουν μπίρες και να με περιμένουν, χαλαρές και ευδιάθετες, δεν αγχώνονται για το τι θα μου πουν σε αυτή την κουβέντα, «δεν έχουμε κάνει καμία προετοιμασία» μου λένε, και όντως έτσι είναι, γιατί τα κορίτσια αυτά δεν έφτιαξαν ένα #brand, δεν το είδαν ξαφνικά entrepreneurs στο πλαίσιο ενός προνομιούχου post-capitalist φεμινισμού, είναι απλώς δυο πολύ δημιουργικά παιδιά αυτής της πόλης που κάνουν αυτό που γουστάρουν.
Είναι βασικά δυο κάργιες, οι οποίες, όπως και το πτηνό, εκτελούν ακροβατικά και δημιουργικές αερολισθήσεις δίχως δίχτυ ασφαλείας, πάνω από μια πολλές φορές εξαντλητική και καλλιτεχνικά άτολμη πόλη. Και βρίσκονται εδώ για να φορέσουν κάθε σεξιστικό σχόλιο που ακούνε ως μίνι φούστα και see-through μπλουζάκι.
Μέσα σε ένα σπίτι με 2 συγκατοίκους, δουλεύοντας full time στην εστίαση, και προσπαθώντας να βγάλει μια σχολή, η Μαρία ανακαλύπτει το ενδιαφέρον της για τη ραπτική, αρχίζει μαθήματα με μια κοπέλα και τη βρίσκει τρομερά. Ξεκινά την ενασχόλησή της διστακτικά, με το μετριασμένο όνειρο να μπορέσει να μάθει να μεταποιεί τα δικά της ρούχα και να φτιάχνει ίσως και μερικά πράγματα γι' αυτήν και τους φίλους της.
Τα κορίτσια μού λένε πως θέλουν τα ρούχα τους να είναι σαν μια φωλιά που να αγκαλιάζει όλα τα παιδιά, όμως εμένα αυτό που κάνουν μου μοιάζει περισσότερο με μυστική αίρεση, κάνουν τα παιδιά που τα φοράνε να νιώθουν όμορφα, σέξι, ελκυστικά, και ελεύθερα.
Είχε ήδη από τα Χριστούγεννα του 2021 τη σκέψη να φτιάξει ένα μικρό brand όπου θα μπορούσε να δείχνει ό,τι φτιάχνει και να ικανοποιεί την ανάγκη μιας πιο προσωπικής δημιουργίας. Τις ρωτάω πώς προέκυψε η μεταξύ τους συνεργασία: «Η Μαρία είναι το βασικό μέλος της μεγάλης ομάδας - των δυο ατόμων, γιατί είναι αυτή που ράβει τα ρούχα. Κάναμε παρέα, ταιριάξαμε και, fast-forward στον Δεκέμβρη του 2021, που η Μαρία μου κάνει την επίσημη πρόταση τύπου “μου αρέσει πολύ το Ίνσταγκράμ σου και η αισθητική σου, θες να κάνουμε κάτι μαζί;”. Έτσι συνεργαστήκαμε», μου λέει η Εύη.
Εξωτερικά μιλώντας, τα κορίτσια δεν μοιάζουν καθόλου μεταξύ τους – διαφορετικά στυλ ντυσίματος, άλλος ρυθμός, άλλα γούστα, έρχονται δηλαδή από δυο διαφορετικούς κόσμους, αλλά κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά συναντήθηκαν και είναι αυτή η ευτυχής συγκυρία που κάνει το όλο εγχείρημα πετυχημένο.
Τα πρώτα ρούχα που λάνσαραν στις 8 Μαρτίου, οπότε και γεννήθηκε επίσημα ο λογαριασμός τους, είναι τα ζεβρέ φλισάκια, τα οποία συνεχίζουν να είναι το σήμα κατατεθέν τους. Παρότι η Μαρία είναι αυτή που αναλαμβάνει το πρακτικό μέρος του εγχειρήματος, η κατάσταση δεν μπατάρει, γιατί όλο το κομμάτι του πώς θα στηθούν τα ρούχα, ποια υφάσματα θα αγοραστούν, πόσα κομμάτια κ.λπ. είναι πάντα μια κοινή απόφαση. Η Εύη είναι πίσω τα «λόγια» και το πλασάρισμα όσων κάνουν, παίρνει δηλαδή, όπως μου εξηγούν, το δημιουργικό και χαώδες όραμα της Μαρίας και βγάζει από εκείνο μια ομοιόμορφη και συνεπή εικόνα.
Τα ρούχα τους δεν οργανώνονται προς το παρόν τόσο στη λογική μιας ενιαίας συλλογής όσο ενός σποραδικού drop, ανάλογα με τις δυνατότητες κάθε φορά, τις αντοχές, οικονομικές αλλά και σωματικές, των κοριτσιών. Το πρώτο βήμα είναι να κατέβουν στο κέντρο μαζί για να διαλέξουν υφάσματα. «Αγοράζουμε υφάσματα των οποίων το στυλ, η ποιότητα και η υφή μάς αρέσουν, σκεφτόμαστε λίγο και τι θα μπορούσαμε να φτιάξουμε με το καθένα, και από κάθε ύφασμα φτιάχνεται έπειτα μόνο ένα ρούχο, για λόγους οικονομικούς, γιατί βασικά δεν μπορούμε να αγοράζουμε περισσότερα μέτρα ύφασμα. Υπάρχουν φορές που φτιάξαμε κάτι με ένα τόπι το οποίο ήταν τρομερό, και όταν επιστρέψαμε στο μαγαζί να αγοράσουμε περισσότερο, είχε φύγει. Οπότε συχνά είναι “one of a kind” τα κομμάτια μας».
Τα κορίτσια μού λένε πως θέλουν τα ρούχα τους να είναι σαν μια φωλιά που να αγκαλιάζει όλα τα παιδιά, όμως εμένα μου μοιάζει αυτό που κάνουν περισσότερο σαν μια μυστική αίρεση, κάνουν τα παιδιά που τα φοράνε να νιώθουν όμορφα, σέξι, ελκυστικά και ελεύθερα.
Σαν η απλή αναφορά στο όνομα του brand τους να είναι ένας μυστικός κώδικας και να γνωρίζεις ήδη ότι με το άτομο που έχεις απέναντί σου μάλλον συμφωνείτε σε ένα-δυο βασικά πράγματα, σαν να μπορεί ένα ρούχο να φέρνει κι έναν συγκεκριμένο τρόπο να βλέπεις τα πράγματα. Προς το τέλος της συζήτησής μας, μου λένε πως συχνά τα άτομα που κάνουν παρέα και φοράνε τα ρούχα τους στην Αθήνα συναντούν παιδιά στον δρόμο που τα κοιτούν συνωμοτικά και κάπως πονηρά τους λένε «Κάργιες!» ή ανοίγουν τη ζακέτα τους για να αποκαλύψουν πως φορούν κι αυτά κάποια δημιουργία τους.
Όταν φίλοι της Μαρίας άκουσαν πρώτη φορά το «κάργιες», διαφώνησαν πολύ, το έβλεπαν λίγο πιο σοβαρά, και της έλεγαν: «Αυτό είναι το brand σου, θα το έχεις μια ζωή, δεν γίνεται να είσαι κάργια». Αλλά η Μαρία και η Εύη ήθελαν πάρα πολύ να είναι Κάργιες – και τελικά είχαν δίκιο. Η ιδέα του ονόματος έπρεπε να ακολουθεί τους βασικούς άξονες του πρότζεκτ τους, άρα να είναι ένα όνομα πολύ θηλυκό. Έπεσαν στο τραπέζι διάφορες ιδέες, όπως το να αναζητήσουν αρνητικά προσωνύμια για τις γυναίκες στο λεξικό των καλιαρντών. Ήξεραν όμως από την αρχή πως έψαχναν μια λέξη συγγενική του όρου «αδερφή», η οποία, ενώ είναι ένας όρος πολύ προβληματικός και χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα με τρόπο κακοποιητικό, η κοινότητα τον έχει σε έναν βαθμό επανοικειοποιηθεί και τα queer άτομα τον χρησιμοποιούν με έναν πολύ πιο casual τρόπο.
Τις περισσότερες φορές δουλεύουν με ελαστικά υφάσματα, γιατί, όπως εξηγούν, αγκαλιάζουν καλύτερα όλα τα σώματα σε σχέση με ένα σταθερό ύφασμα που πιθανώς θέλει φερμουάρ, και προσπαθούν, όταν δουλεύουν με άλλα υφάσματα, να κρατούν φαρδιές και baggy γραμμές ώστε να δουλεύουν πάνω σε όλους τους σωματότυπους. «Θέλουμε τα ρούχα μας να φωτογραφίζονται και να φοριούνται από άτομα κάθε ταυτότητας και κάθε σωματότυπου, δεν κάνουμε γυναικεία ρούχα, κάνουμε απλώς ρούχα», μου λέει η Εύη.
Σπεύδει, βέβαια, να απολογηθεί για το ότι ως τώρα έχουν φωτογραφίσει κυρίως πιο skinny σώματα, είναι κάτι που στο μέλλον θα προσπαθήσουν να αλλάξουν. Οι λόγοι, βέβαια, όπως μου εξηγούν, είναι πρακτικοί, καθώς η Μαρία φτιάχνει σχεδόν όλα τα ρούχα πάνω της, με τη λογική ότι αν κάτι δεν πάει καλά, να μπορεί τουλάχιστον να το φορέσει εκείνη.
Το πρότζεκτ τους αποτελεί υπενθύμιση του ότι μια see-through μπλούζα δεν προκαλεί κανέναν, ότι δεν χρειάζεται «να μαζευτείς λιγάκι», ότι ένα άτομο που η ετεροκανονικότητα μάς κάνει να διαβάσουμε ως αγόρι μπορεί να φορά crop tops ή και κολλητά μπλουζάκια. Μια διεκδίκηση που, όπως λένε τα κορίτσια, δεν αφήνει κανέναν εκτός, ούτε ξεκίνησε για να γίνει κάτι πολιτικό. Εκείνες φτιάχνουν απλώς έναν χώρο για τις ίδιες και τα άτομα που κάνουν παρέα. Και στη δική τους κανονικότητα είναι μέρος της καθημερινότητας να φοράς ένα πολύχρωμο see-through μπλουζάκι με ή χωρίς σουτιέν, αν έτσι νιώθεις εκείνη την ημέρα.
«Ουσιαστικά, εσύ φοράς κάτι με το οποίο νιώθεις καλά και διεκδικείς τον χώρο σου, και δεν είσαι τίποτα μη νορμάλ αν δεν το θες επειδή κάποιος σου λέει ότι έτσι πρέπει να ντυνόμαστε. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τη λέξη "κάργια", και αυτή κρύβει την ανάγκη για μια κάποια δυναμικότητα», μου λέει η Μαρία. Τα ρούχα που δημιουργούν δεν τα ενώνει μόνο η βία που δέχονται οι θηλυκότητες αυτής της πόλης, περπατώντας στα πεζοδρόμια ντυμένες όπως θέλουν, αλλά και η έκσταση και ικανοποίηση του να φοράς αυτό που επιθυμείς, και σε αυτό το σύγχρονο πεδίο μάχης τα δύο αυτά κορίτσια και πολλά ακόμα παιδιά της πόλης μας πάνε μαζί, χέρι-χέρι.
Πλέον οι Κάργιες φιλοξενούνται στην «Παπούρα» (@papouraproject), έναν δημιουργικό χώρο στον οποίο συμμετέχουν μαζί με δύο ακόμα κοπέλες, όπου παραδίδουν σποραδικά μαθήματα ή σεμινάρια ραπτικής.