Το μαύρο σακάκι του έχει γραμμένη αριστερά, με κατάλευκα στο χρώμα του ασβέστη γράμματα τη φράση «there is no sin except stupidity». Αψηφώ την προειδοποίηση και τον ρωτώ για τον Κάνιε Γουέστ που φόρεσε ρούχα του στην περιοδεία «Yeezus Tour» το 2014.
Με το χαρακτηριστικό του λοξό μειδίαμα, που δεν είσαι σίγουρος αν σημαίνει ότι βαριέται ή ότι έχει κυνική διάθεση, με προλαβαίνει: «Ναι, τον είδα δύο φορές από κοντά. Ήταν μαζί του η Κιμ και η μητέρα της. Θα με ρωτήσεις πώς μου φάνηκαν οι Καρντάσιαν;». Γέλια βροντερά και από τους δυο μας.
Ο Άγγελος Φρέντζος, γεννημένος στα Εξάρχεια, μεγαλωμένος στη Νέα Σμύρνη, ο σχεδιαστής που ζει στην Αγία Παρασκευή και κάνει πραγματική και σημαντική διεθνή καριέρα, συνεργαζόμενος με οίκους που βρίσκονται στην αιχμή της νέας δημιουργίας, βαριέται εύκολα τα προφανή της μόδας.
Βαριέται αυτά που ξεπερνούν την πραγματική διαδικασία της, που δεν σχετίζονται με τη μηχανή που κρύβεται από πίσω. Βαριέται κάπως τη συζήτηση για το ποια διάσημη φόρεσε ρούχο του στο Μet Gala ή πόσο «wow» είναι να φοράει ο Τζάστιν Τίμπερλεϊκ ρούχο του στο εξώφυλλο της «L'Uomo Vogue».
Δεν έχει το άγχος τού να είναι συνέχεια επιτυχημένος, δεν τον αγχώνει η κριτική. «Έχω καταλάβει ότι αν δεν έχεις υπομονή δεν μπορείς να καταφέρεις τίποτα».
Η οικονομία της μόδας, η βαθιά έρευνα, τα εργαστήρια με τους τεχνίτες σε Νάπολη, Μιλάνο, Φλωρεντία, Παρίσι και Κωνσταντινούπολη, όπου πηγαινοέρχεται, οι νέοι τρόποι να χειρίζεται υλικά και υφάσματα, η πρόκληση της Ασίας, το πώς δεν θα θυσιάσει το artistic για χάρη του director στις διεθνείς συνεργασίες που κάνει: αυτά είναι τα καύσιμά του.
Νομίζω ότι στη συνάντησή μας στο υπόγειο του Κολωνακίου όπου βρίσκεται το ατελιέ του οι λέξεις που είπε περισσότερο ήταν «βαριέμαι» και «εξέλιξη». Δεν περιτριγυρίζεται από ευφάνταστα σχέδια μόδας, μόνο από εκατοντάδες ρούχα δικά του αλλά και vintage, πάνω στα οποία δουλεύει για να φτιάξει καινούργια.
Στη μόδα υπάρχουν δύο τύποι σχεδιαστών, μου λέει. «Της θεωρίας και της πράξης. Εγώ είμαι της πράξης, καταλαβαίνω την εξέλιξη του ρούχου. Οι θεωρητικοί δεν μπορούν να το κάνουν αυτό, δεν μπορούν να δουν το καινούργιο. Εγώ ξέρω να σου φτιάξω ένα σακάκι, να το κόψω, να το διαμορφώσω. Αν δεν ήξερα να φτιάξω ένα ρούχο, θα είχα παγιδευτεί.
»Όταν μένεις στη θεωρία και κάνεις μόνο σχέδια, όταν δεν ξέρεις να κατασκευάσεις ένα ρούχο, δεν μπορείς να προχωρήσεις» λέει και αποδίδει σε αυτό το γεγονός τη μετεωρική καριέρα σχεδιαστών που εμφανίστηκαν κάνοντας πάταγο, για να χαθούν σύντομα στη λήθη.
«Δεν κάνω σχέδια, δουλεύω πάνω στην κούκλα. Αγοράζω vintage ρούχα και δουλεύω με αυτά πάνω στην κούκλα. Τα τροποποιώ, κάνω το πατρόν. Με τον ίδιο τρόπο δουλεύει ο Raf Simons – γι' αυτό είχε πρόβλημα στον Dior. Και, φυσικά, ο Yamamoto δουλεύει είτε στην κούκλα είτε στο πάτωμα».
To επόμενο πρωί της συνάντησής μας θα έφευγε για τη Νάπολη και αμέσως μετά για το Παρίσι, όπου συμμετέχει στην Εβδομάδα Μόδας με ένα νέο πρότζεκτ, στο οποίο ρούχα με πραγματικά χαρακτηριστικά couture συναντούν τις στολές και τα αξεσουάρ του βρετανικού στρατού πριν και μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, το punk, τις σουφραζέτες, το Τσέλσι και τoν Πίτερ Παν με απολύτως φυσικά υλικά.
Eίναι το πρότζεκτ που κάνει για την SW10. Ενενήντα διαφορετικά looks για άνδρες και γυναίκες, κάποια reversible, που φοριούνται και από τις δύο πλευρές. Το δέρμα κυριαρχεί – ξέρει να το δουλεύει μοναδικά.
«Αυτά είναι δέρματα βαμμένα στον ήλιο. Παίρνεις το δέρμα, του βάζεις νερό στα σημεία που επιλέγεις και το αφήνεις στον ήλιο για μία ή δύο μέρες, ανάλογα με το αποτέλεσμα που θες, κι έτσι δημιουργείται αυτό το discoloration» εξηγεί.
Ένα ύφασμα cotton silk το έραψε, το έβαψε και πριν στεγνώσει έριξε ταλκ πάνω του, κάνοντάς το να μοιάζει σαν να έχει βγει από τα χαρακώματα. Η διαδικασία της κατασκευής κράτησε κάποιους μήνες, όμως η έρευνα για τη δημιουργία της διήρκεσε αρκετά χρόνια.
Ρούχα στρατιωτικά, αλλά ραφιναρισμένα. Μια ιδέα που γεννήθηκε όταν άρχισε να συνεργάζεται με τον γνωστό DJ και καλλιτεχνικό διευθυντή της Louis Vuitton, Βίρτζιλ Άμπλο.
Ο Άμπλο είναι επίσης καλλιτεχνικός διευθυντής του Κάνιε Γουέστ και ουσιαστικά γνώρισε τη δουλειά του Φρέντζου μέσα από τον σταρ και του πρότεινε να συνεργαστούν στην Off-White που δημιουργήθηκε τότε.
«Είχαμε πάρα πολύ μεγάλο μπάτζετ με τον Βίρτζιλ κι έτσι μπορούσα να κάνω εκτενή έρευνα» λέει και τον ρωτώ τι σημαίνει μεγάλο μπάτζετ, για να αποκτήσω πραγματική αίσθηση.
«Ένα εκατομμύριο ευρώ τη σεζόν για ταξίδια, για να αγοράζουμε vintage ρούχα, να έχουμε πρόσβαση σε μουσεία, θέατρα. Ήταν ο προϋπολογισμός που είχαμε μόνο για την έρευνα που έπρεπε να κάνουμε ώστε να δημιουργήσουμε τη συλλογή».
Κατά τη διάρκεια αυτής της έρευνας έβρισκε συνεχώς ρούχα και αντικείμενα του αγγλικού στρατού από την περίοδο πριν και κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
«Πολύ cool πράγματα. Ωραίες υφές και υφάσματα, πολλά αξεσουάρ, πολλή μασονία. Τα φωτογράφιζα συνεχώς, τα σκεφτόμουν. Πέρσι τον Σεπτέμβρη, εκεί που ήμουν στο σπίτι μου, με παίρνουν τηλέφωνο και με ρωτάνε "σε ενδιαφέρει να αναλάβεις έναν οίκο μόδας;". Απάντησα "ναι, δεν έχω δουλειά αυτήν τη στιγμή".
»Πάω εκεί, λέω "πόσο πουλάτε;", μου απαντούν "την πρώτη σεζόν πουλήσαμε 10 εκατομμύρια ευρώ". Κι εγώ με τη σειρά μου τους απάντησα: "Αν τα πιάσω εγώ αυτά τα ρούχα, θα πουλήσετε 10.000 ευρώ". Δεν καταλάβαινα αυτά τα ρούχα, ήταν όλο παγέτες και στρας. Ήθελαν πολύ να συνεργαστούμε, μόλις είχα φύγει από την Off-White. Δεν προχώρησα σε αυτήν τη συνεργασία. Έτσι, όμως, είχα την ευκαιρία να αναπτύξω τη συλλογή με την SW10».
Παράλληλα, η σειρά αυτή φέρει τα χαρακτηριστικά βέλη που παραπέμπουν στις στρατιωτικές στολές, τα έβαζαν όμως και στα ρούχα τους οι σουφραζέτες όταν τις φυλάκιζαν και τα αναπαρήγαν σε ένδειξη συμπαράστασης οι γυναίκες έξω, στην κοινωνία. Στη συλλογή συναντάμε και τον Πίτερ Παν.
«Είναι το αυθεντικό σχέδιο του Πίτερ Παν. Πήραμε, μάλιστα, τα δικαιώματα και θα εκδώσουμε σε φανζίν, με κίτρινο χαρτί, τις πρώτες εικονογραφήσεις του». Tα ρούχα που δημιούργησε φέρουν κώδικες αγώνων, ιστορικών κραδασμών, κινημάτων.
«Λονδίνο, αναρχία, μασονία, Πίτερ Παν», λέει γελώντας, «δέρμα, πολύ τζιν, βελούδο. Χακί, λευκό, λάιμ, το καφέ των καναπέδων Chesterfield. Αγγλία, Αγγλία Αγγλία».
Στο Παρίσι είχε προγραμματισμένες συναντήσεις και συνεντεύξεις με τις «βίβλους» της διεθνούς μόδας, ενώ το κοινό της Εβδομάδας Μόδας βλέπει από το βράδυ της Τετάρτης τα 90 ρούχα του στην γκαλερί Pascale Gabert στο Μαρέ.
Moυ εξηγεί ότι τα ρούχα ράφτηκαν στη Φλωρεντία, στη Βενετία, στη Νάπολη (όλα τα κοστούμια) και στην Περούτζα, τα ζέρσεϊ στην Κωνσταντινούπολη και 20 γυναικεία ρούχα στο Παρίσι. Η διανομή θα γίνει σε όλο τον πλανήτη.
Βλέπω τα ρούχα και σκέφτομαι πώς έγινε viral πριν από λίγες εβδομάδες ένα κοστούμι του που φόρεσε ο Γιώργος Μαζωνάκης στο «Your Face Sounds Familiar», πώς σχολιάστηκε, πώς τρολαρίστηκε.
Δεν έχει εικόνα του τι ακριβώς συνέβη, έλειπε στο εξωτερικό. Σηκώνει τους ώμους. Του είναι αδιάφορο. «Τον Γιώργο τον εκτιμώ. Δεν υπάρχει άλλος σαν αυτόν» λέει κοφτά.
Δεν ράβει κατά παραγγελία ποτέ, όποιος και να το ζητήσει. Δεν δουλεύει τζάμπα, δεν δίνει τζάμπα ρούχα του. Έχει την προσωπική του σειρά και το πρότζεκτ Angelos Frentzos με τον έντονο εικαστικό χαρακτήρα και κάνει πολλές συνεργασίες με οίκους στο εξωτερικό προκειμένου να είναι σε θέση να δημιουργεί για την προσωπική του σειρά τα ρούχα που επιθυμεί, χωρίς εκπτώσεις.
«Αν αυτές οι συνεργασίες πάνε καλά, εξασφαλίζω χρήματα που δεν βγάζω πλέον με τη δική μου σειρά. Δεν θέλω να σταματήσω να κάνω αυτά που μου αρέσουν, να μείνω στο Κολωνάκι και να αρχίσω να ράβω νύφες» λέει.
Οι συνεργασίες που έχει με διεθνείς οίκους ως καλλιτεχνικός διευθυντής συνήθως κρατούν πέντε, το πολύ έξι σεζόν, μου εξηγεί.
«Ακόμα και με τον Βίρτζιλ σταμάτησα μετά από τρία χρόνια, διότι άρχισα να κάνω συνέχεια τα ίδια ρούχα. Είμαι καλλιτεχνικός διευθυντής. Αν δεν υπάρχει το "καλλιτεχνικός", δεν με ενδιαφέρει το "διευθυντής". Τι να λέω δηλαδή; Φέτος θα βγάλουμε αυτό το μπλουζάκι σε κόκκινο χρώμα; Αν δεν υπάρχει εξέλιξη, βαριέμαι».
Μέχρι στιγμής, μου εξηγεί, δεν έχει προκύψει ποτέ η ανατροπή, να ζητήσει δηλαδή να κάνει ριζικές αλλαγές σε συλλογές που πουλάνε πολύ και να το δεχτούν οι οίκοι. Οι νόμοι της αγοράς κυριαρχούν, φυσικά.
Σπούδασε στην Αθήνα, στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, και στη συνέχεια πήγε στο περίφημο Saint Martins στο Λονδίνο. Του επισημαίνω ότι αποφοίτησε ακριβώς πριν από 20 χρόνια. Τι ήθελε να κάνει τότε; «Ήθελα να πάω στη Miu Miu, και πήγα...» λέει. Η σχέση του με τη μόδα ήταν αδιαμεσολάβητη και ξεκίνησε από την παιδική ηλικία.
«Ταξίδευα με τους γονείς μου κι έβλεπα μόδα στο εξωτερικό. Θυμάμαι ότι πήγαινα με τη μητέρα μου στο Μόναχο, όπου έμενε ο δεύτερος σύζυγός της. Ήμουν το πολύ δέκα ετών. Απέναντι από το σπίτι του ήταν το κατάστημα του Helmut Lang. Έβλεπα τα στρατιωτικά και τα πλαστικά στη βιτρίνα και πήγαινα και τα χάιδευα. Μου αγόραζε ρούχα του η μητέρα μου».
Πήγαινε στη Λεόντειο με Helmut Lang ρούχα; «Οk, ναι, φόραγα κι εγώ Levi's και Τimberland, όπως οι συμμαθητές μου». Ήταν με τον πατέρα του σε μια έκθεση αρχιτεκτονικής στο Παρίσι, όταν πέρασε για πρώτη φορά έξω από την Comme des Garçons. Ζήτησε να μπει μέσα κι έμεινε να χαζεύει τα ρούχα εντυπωσιασμένος.
«Πάντα αντιμετώπιζα τα ρούχα σαν παιχνίδι. Σαν object». Όμως το παιχνίδι με το οποίο είχε μια σχέση πάθους και καταστροφής ήταν τα αυτοκινητάκια.
«Είχα πάρα πολλά. Κάθε Κυριακή κατέβαινα στην πιλοτή και τα έκαιγα για να πάρω καινούργια» λέει και του επισημαίνω πως υπάρχει μια αντιστοιχία με το πόσο εύκολα βαριέται τώρα να κάνει τις ίδιες συλλογές, όπως μου εξήγησε νωρίτερα. Απλώς δεν καίει τα ρούχα φεύγοντας.
Γελάει και συνεχίζει «όλα μου τα λεφτά γίνονταν αυτοκινητάκια. Και μετά, Margiela. Aλλά ήταν πανάκριβα, όσο κόστιζε ένα Μargiela κόστιζαν τριάντα Helmut Lang». Του λέω ότι όση ώρα μιλάμε νιώθω πως δεν εντυπωσιάζεται εύκολα, έχει κάτι το μπλαζέ. Να, μου μιλάει για τη συνεργασία με τη Μαντόνα, που φόρεσε ρούχα του στο βιβλίο της «X-Static Process», και δείχνει να βαριέται πάλι.
«Δηλαδή τι πρέπει να κάνω, να ουρλιάζω που έβαλε τρία ρούχα μου και βγήκε στον δρόμο;» λέει. Επιμένω. Τι τον κάνει να πετάγεται από τη θέση του; Να νιώθει τα πόδια του να κόβονται;
«Ο Μartin Margiela» μου λέει. «Αυτός, ναι. Τον είδα για πρώτη φορά στο εργοστάσιο όπου έφτιαχνε τα ρούχα του. Είχα πάει για ένα ραντεβού. Πέρασε δίπλα μου ξαφνικά κι ένιωσα να μου κόβεται η ανάσα. Τον ξαναείδα σε ένα καφέ στο Παρίσι. Περίμενα έναν δημοσιογράφο κι αυτός καθόταν δίπλα μου μαζί με τον Ζαν Πολ Γκoτιέ.
»Αυτόν, ναι, τον αγαπώ. Είναι ακριβώς αυτό που μου αρέσει στη μόδα. Είναι η αντιμόδα. Το μόνο που δεν μου άρεσε τόσο ήταν το πόσο μακάβριος είναι. Εγώ προτιμώ τη χαρά της ζωής».
Τελευταία του αρέσει πολύ η Μάιλι Σάιρους. Θέλει να την ντύσει. Και τον Έλτον Τζον (θα δει σίγουρα κάποια συναυλία του από την περιοδεία που θα κάνει κλείνοντας την καριέρα του μέσα στο 2019).
Τον πιέζω να μου πει μια Ελληνίδα. Το σκέφτεται και μου λέει «τη Σία Κοσιώνη. Μου αρέσει που μπορεί να σταθεί παντού, να κάνει συνεντεύξεις στα γερμανικά, στα γαλλικά και στα αγγλικά με την ίδια ευκολία. Επίσης, είναι ταπεινή, δεν έχει καβαλήσει το καλάμι».
Δεν έχει το άγχος τού να είναι συνέχεια επιτυχημένος, δεν τον αγχώνει η κριτική. «Όταν ξεκινήσαμε την Off-White με τον Βίρτζιλ, τρώγαμε τρομερό κράξιμο. Είχε τρελαθεί. Κι εγώ του έλεγα "περίμενε και θα δεις". Και έγινε πρώτο όνομα. Έχω καταλάβει ότι αν δεν έχεις υπομονή δεν μπορείς να καταφέρεις τίποτα».
Ήδη δουλεύει μια νέα συλλογή για το καλοκαίρι 2010 με διεθνή οίκο – θα ανακοινωθεί σύντομα. «Όλα δερμάτινα free metal, επεξεργασμένα. Θα περνάς από το αεροδρόμιο και δεν θα χτυπά τίποτα». Του αρέσει να παίζει ακόμα, σκέφτομαι.
Πριν φύγω, του ζητώ να μου δείξει την περίφημη γούνα που φορούσε ο Μαζωνάκης πριν από 20 χρόνια στο βίντεο για το Gucci φόρεμα, ρίχνοντας τελευταίες, κλεφτές ματιές στα τεράστια parka πάνω από τα στιλπνά μεταξωτά φορέματα, στο post-punk μαύρο δερμάτινο φόρεμα, στα επικά τζιν που φοριούνται και από τις δύο πλευρές.
Κοιτάζω το τατουάζ του στο δεξί χέρι, το πρώτο που έκανε, σε ηλικία 16 ετών. «Είναι η παιδική μου ηλικία. Το συγκρότημα Black Flag». Τότε που εκτιμούσε τη μόδα με ένστικτο ειδικού, αλλά σκεφτόταν, όταν μεγαλώσει, να ανοίξει ένα κλαμπ. Ή να δουλέψει στη NASA...