Στη φθινοπωρινή του επέλαση στη Νέα Υόρκη, με μια επίδειξη μόδας και ένα γκαλά, πλαισιωμένα με έναν καταιγισμό εγκαινίων και νέων projects, o Μr Armani θύμισε σε όλους ποιος είναι και τι αντιπροσωπεύει στην παγκόσμια μόδα.
Η παρουσία του 90χρονου, αιώνια μαυρισμένου Ιταλού μετρ στην αμερικανική μητρόπολη περιλάμβανε ένα γιγαντιαίο σόου στην Παρκ Άβενιου, τα εγκαίνια ενός δωδεκαώροφου συγκροτήματος 9.000 τ.μ. στη λεωφόρο Μάντισον, μια ανακαινισμένη μπουτίκ στο Bergdorf Goodman, ένα κατάστημα Armani/Casa, ένα νέο εστιατόριο και δέκα ιδιωτικές κατοικίες Giorgio Armani (που έχουν όλες ήδη πουληθεί, με τιμή πώλησης που ξεκινούσε από τα 21,5 εκατ. δολάρια), από τις οποίες κράτησε μία για τον εαυτό του, «ένα μικρό παλάτι», όπως παραδέχθηκε, παρότι δεν του αρέσει να τον αποκαλούν «βασιλιά».
«Αγαπώ την ταχύτητα της Νέας Υόρκης, τη διαρκή της επανεφεύρεση και την ικανότητά της να παραμένει ίδια και συνάμα εντελώς διαφορετική», δήλωσε για την πανηγυρική περίσταση στον Luke Leitch της «Vogue», περιγράφοντας ουσιαστικά τη δική του πορεία στη ζωή και τη μόδα. Εξακόσιοι καλεσμένοι παρακολούθησαν την –πρώτη του εκτός Μιλάνου− επίδειξη στο Armory, το ιστορικό οπλοστάσιο της αμερικανικής εθνοφρουράς, που με μια γενναία αναμόρφωση επανήλθε στη 1930s γοητεία του και αγκάλιασε ιδανικά μια συλλογή που υπήρξε η νιοστή προσέγγιση του κώδικα Armani, με το χαρακτηριστικό soft tailoring σε ουδέτερους τόνους, με μικρές πινελιές εξωτισμού, σε 93 looks (!).
Δαιμόνιος επιχειρηματίας όσο και ταλαντούχος σχεδιαστής, ο Armani βάσισε την καριέρα του σε μια απαράλλακτη −από τα ’70s μέχρι και σήμερα– αισθητική που αναπτύχθηκε γύρω από τη ρευστότητα, την ελευθερία στην κίνηση και την ποιότητα, αλλά και σε μια παλέτα που κινήθηκε, πάνω-κάτω, στους ίδιους τόνους της κρέμας, των ήπιων γκρι-μπεζ και της ώχρας.
«Ξεκίνησα ως διακοσμητής βιτρινών και μετά ως αγοραστής για το La Rinascente (στο Μιλάνο). Αυτές μου οι εμπειρίες με διαμόρφωσαν ως σχεδιαστή, λειτούργησαν σαν ένα κάλεσμα στον ρεαλισμό που το κράτησα σαν θησαυρό», έλεγε ο Armani στο περιοδικό «W» τον Οκτώβριο του 2022, σε μια συνέντευξη-συνομιλία με τον Βρετανό designer Paul Smith με θέματα την αρετή της συνέπειας, την «υπογραφή» ενός designer, τα πρότυπα και πολλά ακόμα.
Δαιμόνιος επιχειρηματίας όσο και ταλαντούχος σχεδιαστής, ο Armani βάσισε την καριέρα του σε μια απαράλλακτη −από τα ’70s μέχρι και σήμερα– αισθητική που αναπτύχθηκε γύρω από τη ρευστότητα, την ελευθερία στην κίνηση και την ποιότητα, αλλά και σε μια παλέτα που κινήθηκε, πάνω-κάτω, στους ίδιους τόνους της κρέμας, των ήπιων γκρι-μπεζ και της ώχρας. Υπήρξε ο πρώτος (ακολούθησαν ο Hedi Slimane και ο Thom Browne) που αμφισβήτησε την αντίληψη τού «να ντύνεσαι σαν άνδρας» και άλλαξε τις σιλουέτες, σχεδιάζοντας ένα νέο σχήμα κοστουμιού, πετώντας από το παράθυρο το μεταπολεμικό ανδρικό tailoring, που ήταν ταυτισμένο με μια άκαμπτη αντίληψη για τον ανδρισμό. Στις κοφτερές τσακίσεις του στυλ Brooks Brothers και το δίλημμα «Savile Row ή τζιν», ο Armani απάντησε με τσαλακωμένα chic looks σε τόνους του γκρι και του μπεζ. Στις φωτογραφίες του σταθερού συνεργάτη του Aldo Fallai, τα ρούχα του μιλούσαν για μια υψηλή ιταλική μόδα η οποία απέρριπτε απολύτως το στυλιστικό πρότυπο του «ομορφονιού» Ιταλού, που είχε προωθηθεί στην Αμερική στις αρχές των ’70s μέσω της εποποιίας του «Νονού».
Ενώ σχεδίαζε κοστούμια ήδη από τη δεκαετία του ’60, η εδραίωση του προσωπικού του ύφους ήρθε το 1980, όταν υπέγραψε τα κοστούμια του Richard Gere στην ταινία «American Gigolo» του Paul Schrader, που του είχε ζητήσει «μια γκαρνταρόμπα τόσο καλή που να δικαιολογεί και την πιο απαράδεκτη συμπεριφορά». Στη διάρκεια των ’80s, μιας δεκαετίας κατά την οποία το μέγεθος μετρούσε σε όλα, από τα μαλλιά έως την ελεύθερη οικονομία, κανείς δεν εφάρμοσε καλύτερα το αξίωμα του όγκου στο ανδρικό ντύσιμο από τον Giorgio Armani. Το στυλ του εξελίχθηκε από μια άψογη απόδοση των κλασικών γραμμών σε μια ολοένα χαλαρότερη εκδοχή ντυσίματος, με αποκορύφωμα εκείνη την ιστορική συλλογή για την άνοιξη του 1989, όπου λάνσαρε παντελόνια με διπλές πιέτες και ρεβέρ που σέρνονταν στο πάτωμα και μακριά σταυρωτά σακάκια (χωρίς υποψία βάτας) με φαρδιά πέτα και μεγάλες τσέπες. Τα λεπτά εποχιακά υφάσματα −μάλλινα κρεπ και λινά− ενίσχυαν την απουσία δομής στα κοστούμια, ενώ οι εικόνες στις διαφημιστικές καμπάνιες από τον φακό του Fallai έδειχναν άνδρες με τονισμένη μέση (ο Armani υπήρξε ο πρώτος που φάρδυνε και ανέβασε πιο ψηλά την περιφέρεια της ανδρικής μέσης), οι οποίοι κοιτούσαν ευθεία στην κάμερα. Εκείνη η συλλογή παραμένει ως σήμερα η πιο ανθεκτική έκφραση του χαρακτηριστικού στυλ Armani.
Κι αφού έκανε τους άνδρες να δείχνουν σέξι με κοστούμι, στη συνέχεια ξανάγραψε τους κανόνες του γυναικείου στυλ, με δανεισμούς από το ανδρικό ντύσιμο. Στις γυναικείες του σειρές διαφαίνεται πάντα η εκφραστική απλότητα της Άπω Ανατολής, προίκα από τα ταξίδια του στην Κίνα και την Ιαπωνία, όπου «όλα είναι τόσο ήσυχα και αγνά, αλλά γεμάτα δύναμη». Αυτή η σύνδεση του ρεαλισμού με μια εύθραυστη, σχεδόν ομιχλώδη αισθητική που παραπέμπει σε εξωτικά ταξίδια υπήρξε το σήμα κατατεθέν του Armani World. Μαζί με την αρετή της συνέπειας, φυσικά, που του επέτρεψε να μεγαλώσει και να αλλάξει μέσα σε ένα δεδομένο πλαίσιο.
Η ταυτότητά του ορίζεται, σχεδόν μισό αιώνα τώρα, από το χαλαρά ραμμένο σακάκι, που δεν λείπει ποτέ από τις ανδρικές και γυναικείες του συλλογές. «Εξελίσσεται, ενώ παραμένει συνεπές με τις σχεδιαστικές μου αξίες. Είναι ένα καθημερινό, πρακτικό κομμάτι, που όμως προσδίδει κύρος και αξιοπρέπεια, έχει υπόσταση. Με ένα μόνο στοιχείο κερδίζεις τόσο πολλά!», λέει ο ίδιος. Θεωρεί πως ο Bob Wilson έχει κατακτήσει μια ανάλογη ισορροπία εκφραστικών μέσων, με τον επαναλαμβανόμενο –αλλά ποτέ ταυτόσημο– τρόπο που δημιουργεί διαφορετικές ατμόσφαιρες πάνω στη σκηνή με ελάχιστα στοιχεία (το φως, τα κοστούμια, τα σκηνικά). Θαυμάζει βαθιά, αναγνωρίζοντας και σε εκείνου το έργο μια εκλεκτική συγγένεια με τον εαυτό του, τον Γάλλο σχεδιαστή επίπλων Jean Michel-Frank (1895-1941), που στήριξε την αισθητική του στον μινιμαλιστικό σχεδιασμό και στα πολυτελή υλικά. Ο χειρισμός της φόρμας και των υλικών, η πολυτελής κομψότητα που αποπνέουν τα interiors του Frank είναι κάτι που κι εκείνος επιδιώκει στα Armani Casa.
Σε παλιότερες αφηγήσεις του success story του, ο Armani έχει υποστηρίξει πως ξεκίνησε με ένα όραμα που απηχούσε το zeitgeist στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Η πρώτη δεκαετία (με αφετηρία το 1975, οπότε ίδρυσαν μαζί με τον Sergio Galeotti το brand Giorgio Armani και σχεδίασε την πρώτη του ανδρική συλλογή) κύλησε δημιουργικά και ξένοιαστα. Το 1985, ο Sergio έφυγε από τη ζωή. Το να τον αντικαταστήσει του ήταν αδιανόητο. Τότε ήταν που αποφάσισε ότι θα τα αναλάμβανε όλα ο ίδιος, για να προστατέψει ό,τι είχαν φτιάξει μαζί. Γεννήθηκε, έτσι, ο «Βασιλιάς», ο παροιμιωδώς συγκεντρωτικός σχεδιαστής-επιχειρηματίας, που μέσα από τα λάθη και τις επιτυχίες του δημιούργησε μια προσωπική αυτοκρατορία, η οποία το 2023 είχε έσοδα 2,6 δισ. δολάρια και της οποίας είναι μοναδικός μέτοχος, CEO και καλλιτεχνικός διευθυντής.
O Armani πέρασε οργανικά από την ένδυση στην εσωτερική διακόσμηση, από το να ντύνει το σώμα στο να επενδύει τον χώρο, και από εκεί οδηγήθηκε στα ξενοδοχεία, στα εστιατόρια και σε έναν εκθεσιακό χώρο στο Μιλάνο, τα Armani/Silos, συνθέτοντας έτσι ένα κατά Armani lifestyle, που όμοιό του στην παγκόσμια μόδα έχει πετύχει μόνο ο Ralph Lauren.
Αν δεν γινόταν σχεδιαστής, θα είχε επιλέξει τη σκηνοθεσία, γιατί του αρέσει να δημιουργεί μια ολόκληρη ατμόσφαιρα, να ντύνει τα άτομα που την κατοικούν και να αφηγείται, στη συνέχεια, μια ιστορία. Ίσως έτσι ερμηνεύεται η εκπληκτική του επιτυχία στα κοστούμια για το σινεμά (από το «American Gigolo» μέχρι το «Ο Λύκος της Γουόλ Στριτ»). «Το σινεμά είναι κάτι παραπάνω από ένα μέσον για να παρουσιάσεις ένα στυλ. Έχει τη δύναμη να δημιουργεί μια αύρα γύρω από το όνομα ενός σχεδιαστή, προσφέροντάς του ένα πολύτιμο συγκριτικό πλεονέκτημα», έχει δηλώσει παλιότερα στην αμερικανική «Vogue». Η τρέχουσα εμμονή της μόδας με την ψυχαγωγία δεν τον αφορά. «Μου είναι αφόρητο να βλέπω γύρω μου σχεδιαστές που θέλουν να προσφέρουν ένα εντυπωσιακό θέαμα και αποκλίνουν από την υλικότητα της ένδυσης», δηλώνει.
Συνηθίζει να λέει πως η ζωή –άρα και η δουλειά– είναι μια καμπύλη μάθησης. Φρόντιζε, λοιπόν, να απορροφά ό,τι του πρόσφερε η επαφή με σκηνοθέτες στο θέατρο και το σινεμά (για το πώς να υπαινίσσεται συναισθήματα), αλλά και οι συνεργασίες με τα εργοστάσια που παράγουν τα υλικά για τα ρούχα του (ώστε να αποσπά την καλύτερη ποιότητα).
Περιγράφει τον εαυτό του ως ένα εξαιρετικά προσηλωμένο άτομο μέσα στο οποίο, πίσω από ένα συγκρατημένο προσωπείο, «φλέγεται» μια παθιασμένη περσόνα. Θα μπορούσε να είχε παραμείνει ανώνυμος, καθώς από τη φύση του είναι εσωστρεφής, αλλά αισθάνεται το ίδιο ευτυχισμένος και ως διάσημος, αφού η φήμη τού επιτρέπει να «ακούγεται» και να συνδέεται με ένα κοινό εκτός μόδας. Παρ’ όλα αυτά, μόνο κοντά στη θάλασσα νιώθει πραγματικά ελεύθερος.
Επιδιώκει να περνά χρόνο στα σπίτια του στην Παντελερία ή στην Αντίγκουα, ενώ τα περισσότερα weekends βρίσκεται στη βίλα του στο Μπρόνι (μιάμιση ώρα, περίπου, έξω από το Μιλάνο), ένα μυθιστορηματικό σπίτι 26 δωματίων, περιτριγυρισμένο από πάρκο με μίνι ζωολογικό κήπο, στο οποίο είχε υποδεχτεί τους «New York Times» το 2018. «Η μεγαλύτερη πολυτέλεια για μένα είναι το ότι διατηρώ κατοικίες στις πόλεις που αγαπώ, ώστε να αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου όποτε τις επισκέπτομαι», λέει συχνά.
«Τα περισσότερα στοιχεία από τη στυλιστική επανάσταση που βοήθησα να πραγματοποιηθεί», δήλωσε στον «Guardian» την περασμένη Παρασκευή, «τα είδα στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Αυτή η πόλη, μαζί με το Μιλάνο, αντιλήφθηκε πρώτη την ιδέα μου για ένα συνοπτικό, σύγχρονο στυλ, χωρίς φρου φρου, που εκφράζει μια κομψή αστική ζωή».
Ο Armani δεν έχει παιδιά. Κανένα πλάνο για το μέλλον της αυτοκρατορίας του δεν έχει ανακοινωθεί, αλλά δεν διέφυγε από κανέναν ότι τον περασμένο μήνα, στην επίδειξη Emporio Armani στο Μιλάνο, ο αειθαλής Ιταλός υποκλίθηκε στο τέλος του σόου συνοδευόμενος για πρώτη φορά από τέσσερα μέλη της σχεδιαστικής του ομάδας, ανάμεσα στα οποία ήταν και η ανιψιά του, Silvana, κόρη της αγαπημένης του ανιψιάς και συνεργάτιδας Roberta Armani.
«Τους έχω κληροδοτήσει ένα βασικό σχεδιαστικό αξίωμα: φροντίστε ώστε το ρούχο να μην εξουδετερώνει το άτομο∙ αντίθετα, να το ενισχύει. Δίδαξα ακόμα στην ομάδα μου την τέχνη της αφαίρεσης, στην οποία διέπρεψε η Coco Chanel. Τέλος, τους εφιστώ την προσοχή στη σύνδεση με την πραγματικότητα – ποτέ μην αποτραβιέστε σε έναν λευκό πύργο, πορευτείτε με την εποχή σας», δήλωσε στην ίδια συνέντευξη στον «Guardian».
Ίσως τελικά η αυτοκρατορία του Mr Armani μπορέσει να συνεχίσει και χωρίς εκείνον.