Καθώς προχωράμε προς τον χειμώνα και παρουσιάζουν έξαρση οι εποχικές ιώσεις, τρία κοινά συμπτώματα έχουν βρεθεί στο... μάτι του κυκλώνα. Το φτέρνισμα, ο βήχας και η καταρροή, μαζί με την μπουκωμένη μύτη, είναι οι συνήθεις ύποπτοι που κάνουν το μυαλό μας να πηγαίνει πάντα στο κακό, στον Covid-19.
Μοιραία, η πανδημία του κορωνοϊού και ο φόβος μην κολλήσουμε μας έχει κάνει να είμαστε σε επαγρύπνηση κάθε φορά που εμείς ή ένας δικός μας άνθρωπος παρουσιάζει αυτά τα συμπτώματα. Πριν από την εξάπλωση της πανδημίας, θα ερμηνεύαμε αυτά τα στοιχεία ως ένδειξη απλού κρυολογήματος, όμως τώρα τα πράγματα είναι διαφορετικά και η ερώτηση «είναι κορωνοϊός, ίωση ή αλλεργία;» εξελίσσεται σε δυσεπίλυτο γρίφο.
Από ιατρικής άποψης, και στις τρεις καταστάσεις υπάρχουν ομοιότητες όσον αφορά τα συμπτώματα. Ο πυρετός, το αίσθημα κόπωσης και ο ξηρός βήχας είναι τα κατεξοχήν κοινά συμπτώματα. Όμως, η σημαντικότερη διαφορά ανάμεσα στις παραπάνω παθήσεις είναι η δύσπνοια. Στους ασθενείς με λοίμωξη κορωνοϊού, η δύσπνοια εμφανίζεται συνήθως 5-7 μέρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων και είναι πολύ έντονη.
Τα πιο συχνά συμπτώματα του Covid-19 είναι η αύξηση της θερμοκρασίας πάνω από 37,8 βαθμούς Κελσίου, ο επίμονος ξηρός βήχας και η απώλεια όσφρησης και οσμής, δηλαδή η ανοσμία, που αποτελεί κύριο νευρολογικό σύμπτωμα και ένα από τα πιο πρώιμα συμπτώματα της νέας λοίμωξης. Σύμφωνα με μελέτες, η ανοσμία που αποτελεί απόρροια των άλλων λοιμώξεων, όπως το κοινό κρυολόγημα, συνοδεύεται από ρινική καταρροή. Επίσης, η απώλεια όσφρησης από κοινό κρυολόγημα προκαλείται από την άμεση απόφραξη των ρινικών διόδων.
Τώρα τα πράγματα είναι διαφορετικά και η ερώτηση «είναι κορωνοϊός, ίωση ή αλλεργία;» εξελίσσεται σε δυσεπίλυτο γρίφο.
Αντίθετα, η ανοσμία από κορωνοϊό μπορεί να συνδεθεί με το κεντρικό νευρικό σύστημα και δεν συνοδεύεται από καταρροή ή μπούκωμα. Δηλαδή, τα άτομα που χάνουν την αίσθηση της όσφρησης λόγω του Covid-19 εξακολουθούν να μπορούν να εισπνέουν ελεύθερα από τη μύτη, αλλά δεν μπορούν να ανιχνεύσουν πικρές ή γλυκές μυρωδιές.
Συνεπώς, το μήνυμα των ημερών είναι ότι όποιος βήχει, φταρνίζεται ή έχει μπούκωμα δεν είναι αυτόματα φορέας κορωνοϊού. Μπορεί να πρόκειται για απλή ίωση, γρίπη, κρυολόγημα, αλλεργική ρινίτιδα ή ιγμορίτιδα. Γι' αυτό είναι απαραίτητη η έγκαιρη διάγνωση από έμπειρο γιατρό, ώστε να διαπιστωθεί το είδος της πάθησης. Να είμαστε σε επαγρύπνηση μεν, να μην ξεχνάμε όμως την παρουσία άλλων παθήσεων, που είναι εξίσου σημαντικές και δεν πρέπει να τις παραμελούμε.
Ιγμορίτιδα, η συχνή απόρροια των κρυολογημάτων
Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι άνθρωποι ταλαιπωρούνται από ιγμορίτιδα. Οι διατροφικές συνήθειες, δηλαδή η αντικατάσταση της μεσογειακής διατροφής με το γρήγορο και πρόχειρο φαγητό, και η έλλειψη άσκησης οδήγησαν σε αύξηση των κρουσμάτων της αλλεργικής ρινίτιδας. Σε συνδυασμό κιόλας με την κακή θέρμανση των σπιτιών και την ύπαρξη υγρασίας στον χώρο, αυξήθηκε σημαντικά στην Ελλάδα ο αριθμός των ασθενών με ιγμορίτιδα. Η αλλεργική ρινίτιδα προκαλεί άφθονες εκκρίσεις και έντονο οίδημα στον βλεννογόνο της μύτης, η οποία, ως γνωστόν, επικοινωνεί με τους παραρρίνιους κόλπους, από τους οποίους ο πιο γνωστός είναι το ιγμόρειο. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει έντονος συσχετισμός μεταξύ των κρίσεων της αλλεργικής ρινίτιδας και των επεισοδίων ιγμορίτιδας.
Συμπτώματα και θεραπεία
Τα κλασικά συμπτώματα με τα οποία εμφανίζεται η ιγμορίτιδα είναι μπούκωμα, πονοκέφαλος με επέκταση προς τα δόντια, αίσθημα κόπωσης, πυώδεις βλέννες, ακόμα και επίμονα δέκατα. Στα παιδιά επίσης μπορεί να υπάρχει συμμετοχή των αυτιών με έντονο πόνο, των βρόγχων και του λάρυγγα, όπως και μείωση της ακοής.
Συχνά την ιγμορίτιδα την μπερδεύουν με το κοινό κρυολόγημα, γιατί τα συμπτώματα μοιάζουν. Η διαφορά είναι ότι η ιγμορίτιδα είναι νόσος που συνήθως παρουσιάζεται μετά από ένα κρυολόγημα και αν οι ενοχλήσεις διαρκέσουν μέχρι τέσσερις εβδομάδες, πρόκειται για την οξεία μορφή της, ενώ, όταν αυτές επιμένουν για πάνω από τρεις μήνες, χαρακτηρίζεται ως χρόνια.
Το πιο σημαντικό είναι να αξιολογηθεί ο ασθενής έγκαιρα από τον ειδικό ωτορινολαρυγγολόγο και να γίνει ένα ολοκληρωμένος ενδοσκοπικός έλεγχος που θα αποκαλύψει αν υπάρχει στραβό διάφραγμα, υπερτροφία των κογχών, πολύποδες, ξένα σώματα στα παιδιά, μεγάλα κρεατάκια, ευρήματα τα οποία επιβάλλουν χειρουργική αντιμετώπιση και αποτελούν προδιαθεσικούς παράγοντες για τη δημιουργία χρόνιας ιγμορίτιδας, ακόμη και πολυπόδων.
Η πρώτη επιλογή θεραπείας στην οξεία ιγμορίτιδα είναι η συντηρητική αγωγή με πλύσεις, ρινικά σπρέι και αντιβίωση. Συχνά, χρήσιμες εξετάσεις που καθορίζουν τη θεραπευτική επιλογή είναι η καλλιέργεια των βλεννών της μύτης καθώς και μια απεικονιστική εξέταση, αξονική ή μαγνητική τομογραφία. Στην περίπτωση των παιδιών, αν κριθεί αναγκαίο, η απεικονιστική εξέταση είναι η μαγνητική τομογραφία, ώστε να αποφευχθεί η έκθεσή τους στην ακτινοβολία.
Υπάρχουν, όμως, και οι περιπτώσεις στις οποίες τα συμπτώματα είναι επίμονα και δεν υποχωρούν, παρά τη συντηρητική αγωγή. Σε αυτή την περίπτωση, η χειρουργική αντιμετώπιση πρέπει να γίνει έγκαιρα, προς αποφυγή επιπλοκών και σε άλλα όργανα, όπως τα μάτια, ο εγκέφαλος ή τα αυτιά. Οι επεμβάσεις πλέον πραγματοποιούνται ενδοσκοπικά, χωρίς τομές και με απόλυτη ακρίβεια κινήσεων, με τη χρήση της κάμερας, της μεγέθυνσης, του φωτισμού και της νευροπλοήγησης (navigation).
Τα μεγάλα οφέλη για τους ασθενείς είναι ότι με μία επέμβαση μπορούν να διορθωθούν κι άλλα προβλήματα, όπως πολύποδες, στραβό διάφραγμα και κόγχες, χωρίς μετεγχειρητικό πόνο, πρήξιμο ή μελάνιασμα, γεγονός που επιτρέπει στους ασθενείς να επιστρέφουν στις καθημερινές τους ασχολίες σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.
* Η Ανατολή Παταρίδου είναι χειρουργός ωτορινολαρυγγολόγος κεφαλής & τραχήλου, παιδοωτορινολαρυγγολόγος, επιστημονική συνεργάτιδα του Νοσοκομείου Υγεία-Μητέρα.
e-mail: [email protected]
σχόλια