Η ΣΙΜΟΝ ΜΠΑΪΛΣ δεν είναι η μόνη διάσημη αθλήτρια που έχει μιλήσει ανοιχτά για την ψυχική υγεία και για τις σχετικές υπηρεσίες και θεραπείες που τη βοήθησαν να αντιμετωπίσει τους φόβους της και να επιστρέψει στη φόρμα της.
Οι συζητήσεις σχετικά με την ψυχική υγεία και το κόστος της επιτυχίας, τόσο κατά τη διάρκεια της αγωνιστικής ζωής όσο και μετά, έχουν γίνει ρουτίνα στον σύγχρονο πρωταθλητισμό, ειδικά μετά τις ενέργειες ορισμένων από τους πιο επιτυχημένους αθλητές στον κόσμο: Η πρόθεση της Ναόμι Οσάκα να θέσει όρια και να μην παραβρεθεί στις συνεντεύξεις Τύπου του Γαλλικού Όπεν, η εκστρατεία για την ψυχική υγεία που κάνει ο Μάικλ Φελπς, ο οποίος υπέφερε από κατάθλιψη και αυτοκτονικό ιδεασμό, η ανοιχτή επιστολή του παίκτη του ΝΒΑ Κέβιν Λοβ σχετικά με τον αγώνα του ενάντια στις διαταραχές άγχους και τις κρίσεις πανικού από τις οποίες υπέφερε…
Μελέτες έχουν δείξει, για παράδειγμα, ότι οι αθλητές που κατέκτησαν αργυρό μετάλλιο εστιάζουν πολύ περισσότερο από τους αθλητές που κέρδισαν το χάλκινο μετάλλιο στο τι θα μπορούσε να γίνει αν είχαν πιέσει λίγο παραπάνω τον εαυτό τους – «κολλάνε» με εμμονικό τρόπο σ’ αυτό που έχασαν, όχι σ’ αυτό που πέτυχαν.
Πολλοί από τους αθλητές και τις αθλήτριες με το υψηλότερο προφίλ στον κόσμο ιδρύουν φιλανθρωπικές οργανώσεις, ολοκληρώνουν ένα ανώτερο πτυχίο ή δημιουργούν οικογένεια κατά τη διάρκεια της αγωνιστικής τους καριέρας.
Η κατάθλιψη που σχετίζεται με την πίεση του ανταγωνισμού μπορεί να διαμορφώσει την καριέρα ενός αθλητή και τη ζωή του μετά τον αθλητισμό, κι αυτό ισχύει ακόμη και για τους χρυσούς Ολυμπιονίκες και τους μεγαλύτερους αθλητές όλων των εποχών. Και μάλιστα έχει γίνει τόσο διαδεδομένη ώστε πλέον γίνεται λόγος για μια επιδημία κατάθλιψης μεταξύ των Ολυμπιονικών.
Η ζωή ενός κορυφαίου αθλητή κυριαρχείται αναγκαστικά από την προπόνηση και από μια σχεδόν παραληρηματική εμμονή στο να κάνει περισσότερα –και να είναι περισσότερα– από οποιονδήποτε ανταγωνιστή. Κάποιοι ειδικοί όμως διαπιστώνουν ότι η χαλάρωση αυτής της ακλόνητης δέσμευσης μπορεί στην πραγματικότητα να βοηθήσει τους αθλητές και τις αθλήτριες του ελίτ επιπέδου όχι μόνο να έχουν καλύτερη ψυχική υγεία αλλά ακόμη και να γίνουν καλύτεροι αθλητές.
Ο David Lavallee, καθηγητής που μελετά την ευεξία και τον αθλητισμό στο Πανεπιστήμιο Abertay, στο Ηνωμένο Βασίλειο, είπε ότι όσο μεγαλύτερη είναι η «ταυτότητα του αθλητή» ενός ατόμου –δηλαδή, όσο περισσότερο η προσωπικότητά του είναι συνυφασμένη με την ιδιότητά του ως αθλητή– τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να επιδεινωθεί η ψυχική του υγεία σε αντίξοες περιόδους στην αθλητική του πορεία και, πολύ περισσότερο, όταν εγκαταλείψει τον πρωταθλητισμό. Όπως υποδεικνύει η προαναφερθείσα έρευνα σχετικά με τους αργυρούς Ολυμπιονίκες, για ορισμένους αθλητές η πίεση για τη νίκη είναι τόσο μεγάλη που οτιδήποτε λιγότερο μπορεί να τους οδηγήσει να εξαπολύσουν δριμύ κατηγορητήριο εναντίον του ίδιου τους του εαυτού και να χάσουν κάθε αίσθηση ταυτότητας.
Η Άλισον Σμιτ, κάτοχος δέκα ολυμπιακών μεταλλίων και μια από τις πιο επιτυχημένες κολυμβήτριες όλων των εποχών, βίωσε από πρώτο χέρι αυτό το είδος της πρόκλησης. Η ίδια περιγράφει τον εαυτό της ως έναν «ιδιόρρυθμο αλλά μάλλον χαρωπό και αισιόδοξο τύπο ανθρώπου που αγαπάει τη διασκέδαση». Σήμερα μας λέει τι σκεφτόταν μετά την κατάκτηση του ασημένιου μεταλλίου στο πρώτο της ατομικό αγώνισμα στους Αγώνες του Λονδίνου το 2012: «Θα έπρεπε να είμαι ευτυχισμένη. Είχα ένα χαμόγελο στο πρόσωπό μου –μόλις είχα κατακτήσει το ασημένιο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες!– αλλά στην πραγματικότητα το βίωνα ως αποτυχία, αφού δεν ήταν το χρυσό».
Η αθλητική επιτυχία στο ελίτ επίπεδο πάντα θα απαιτεί κάποιο βαθμό εξαιρετικής συγκέντρωσης και πειθαρχίας. Και η προσθήκη ενός ακόμη συνόλου υποχρεώσεων σε ένα ήδη απαιτητικό πρόγραμμα δεν ισοδυναμεί, ως δια μαγείας, με ψυχική υγεία.
Πολλές πρωταθλήτριες όμως, όπως η σταρ του τένις Σερένα Γουίλιαμς ή η πρωταθλήτρια του στίβου Άλισον Φίλιξ, η οποία έχει κερδίσει τα περισσότερα μετάλλια σε πρωταθλήματα και Ολυμπιακούς Αγώνες από οποιονδήποτε άλλο δρομέα στην ιστορία, έχουν μιλήσει εκτενώς για την «εξισορρόπηση» της μητρότητας με τις απαιτήσεις του πρωταθλητισμού. Και οι δύο θέλησαν να τονίσουν ότι μια αθλήτρια δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στην αγωνιστική της υπόσταση.
Πολλοί από τους αθλητές και τις αθλήτριες με το υψηλότερο προφίλ στον κόσμο ιδρύουν φιλανθρωπικές οργανώσεις, ολοκληρώνουν ένα ανώτερο πτυχίο ή δημιουργούν οικογένεια κατά τη διάρκεια της αγωνιστικής τους καριέρας. Η ίδια η Σιμόν Μπάιλς, πριν από τη θριαμβευτική της επιστροφή στους Αγώνες του Παρισιού, είχε κάνει ένα σημαντικό διάλειμμα από τις αγωνιστικές της υποχρεώσεις, κατά τη διάρκεια του οποίου παντρεύτηκε τον παίκτη του αμερικανικού ποδοσφαίρου Τζόναθαν Όοουενς και επικεντρώθηκε στη ζωή έξω από το γυμναστήριο.
Ακόμα κι οι καλύτεροι των καλύτερων δεν κερδίζουν κάθε φορά. Στα δύο τελευταία της αγωνίσματα σ’ αυτούς τους Ολυμπιακούς Αγώνες, στη δοκό ισορροπίας και στο έδαφος, η Μπάιλς κατέλαβε την πέμπτη και την τρίτη θέση αντίστοιχα. Η ίδια ξέρει πώς να διαχειριστεί τέτοιες «αποτυχίες» εν μέσω θριάμβων. Άλλοι αθλητές όμως μπορεί να χάσουν όχι μόνο τον ύπνο τους, αλλά και τον εαυτό τους. Η ψυχική τους υγεία επιδεινώνεται και η απόδοσή τους επηρεάζεται αρνητικά.
Η Céline Kosirnik, αθλητική ψυχολόγος και ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο της Λωζάνης, τονίζει την αξία της αυτοσυμπόνιας: «Μιλάμε πολύ στον κόσμο του αθλητισμού για την ψυχική αντοχή και για το πώς πρέπει να ξεπερνάς πάντα τον εαυτό σου, και δεν διαφωνώ απαραίτητα: Είναι ένας κόσμος όπου οι επιδόσεις είναι το παν. Αλλά πρέπει επίσης να μάθουμε να προσφέρουμε στον εαυτό μας καλοσύνη και υποστήριξη όταν την έχουμε ανάγκη».
Με στοιχεία από The Atlantic