Στην Binta Niambi Brown χρειάστηκαν αρκετά χρόνια μέχρι να αποφασίσει το 2013 να εγκαταλείψει την άνετη ζωή που είχε χτίσει εργαζόμενη ως συνεργάτης σε δικηγορική φίρμα. Ήταν έτοιμη να ξεκινήσει τη δική της επιχείρηση σε μία σκληρή αγορά, που ήδη παρέπαιε... Μέχρι το 2015 είχε ιδρύσει την Fermata Entertainment, μία εταιρεία παραγωγής και διαχείρισης υποθέσεων νέων καλλιτεχνών με έδρα το Μπρούκλιν, στη Νέα Υόρκη. Λίγο μετά, δημιούργησε την Big Mouth Records, μία μικρή, ωστόσο επιτυχημένη δισκογραφική εταιρεία.
«Θα μπορούσα να έχω αναλάβει διευθύνουσα σε κάποια άλλη δισκογραφική και είχα ευκαιρίες για κάτι τέτοιο. Αλλά υπήρχε ένα πρόβλημα σε μία τέτοια επιλογή που ήθελα να λύσω και πίστευα μάλιστα ότι είχα τη λύση. Ένιωθα καταδικασμένη να προσπαθήσω για να διαπιστώσω αν μπορούσα να δημιουργήσω κάτι και μάλιστα να πετύχω σ' αυτό», λέει η ίδια.
Πέρσι, η δισκογραφική της Brown κέρδισε το πρώτο της Grammy, βγάζοντας ένα τραγούδι που παίχτηκε, "κατεβάστηκε" και αγαπήθηκε όσο λίγα. Η ιστορία της μπορεί να αποτελέσει έμπνευση για πολλούς άλλους που ονειρεύονται ένα παρόμοιο άνοιγμα στο άγνωστο και ενώ η ζωή και η καριέρα τους βρίσκονται ήδη σε ένα ασφαλές σημείο. Και ναι, σε έναν κόσμο που μία σταθερή εργασία με εγγυημένες οικονομικές αποδόσεις μοιάζει κάτι σπάνιο πια, μία συμβατική καριέρα δεν υφίσταται πλέον στις περισσότερες οικονομίες του πλανήτη. Σημαίνει αυτό, λοιπόν, ότι πρέπει να παίρνουμε ρίσκα για να προχωρήσουμε σ' αυτή τη ζωή; Ο Bill Aulet, υποψήφιος λέκτορας στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης και στο Τμήμα Τεχνολογίας και Μάνατζμεντ, το πιστεύει. Επιμένει μάλιστα ότι το να πράττεις με τον τρόπο που έπραττες προ κρίσης, σε μια εποχή αβεβαιότητας, είναι το πιο ριψοκίνδυνο πράγμα που μπορείς να κάνεις.
Το να ρισκάρει κανείς σημαίνει ότι ξεπερνά τις φυσικές αντιδράσεις του στην αβεβαιότητα και το άγχος. Αν δεν μπορεί να το ελέγξει αυτό σε καθημερινή βάση, το να πάρει ένα ρίσκο θα είναι πάντα ένα τρομακτικό ενδεχόμενο.
Και η αλήθεια είναι, η ιστορία έτσι δείχνει τουλάχιστον ότι οι... γενναίοι, εκείνοι που αποφασίζουν να πάρουν ένα ρίσκο, είναι εκείνοι που πετυχαίνουν. Με το να λειτουργεί κανείς συμβατικά, δεν πρόκειται να γράψει ιστορία: θα είχε γίνει ο Έλον Μασκ είδωλο μεταξύ των νέων επιχειρηματιών του πλανήτη, αν κόντρα σε όλες τις πιθανότητες, δεν έμπαινε στη διαδικασία να αγνοήσει το γεγονός ότι το 2008 οι επιχειρήσεις του είχαν σχεδόν χρεωκοπήσει και να δοκιμάσει ξανά την τύχη του με κάτι νέο; Αν το δούμε έτσι, τότε ίσως πάψει να αποτελεί έκπληξη γιατί αυτού του είδους οι άνθρωποι που έχουν μια ευκολία στο να παίρνουν ρίσκο αποτελούν πλέον όχι τη νέα τάση στις επιχειρήσεις, αλλά ένα παγκόσμιο φαινόμενο σε πλήρη εξέλιξη. Ένα φαινόμενο, με εντελώς δική του κουλτούρα αναφορικά με το τι είναι τελικά σημαντικό και γιατί τελικά επιβραβεύεται. Αν θυμηθεί κανείς και το μότο του ιδρυτή του Facebook, Μαρκ Ζούκερμπεργκ, ότι δηλαδή "αυτοί που δεν ρισκάρουν, βαδίζουν στο μονοπάτι της εγγυημένης αποτυχίας", βλέπει λίγο καλύτερα τη μεγάλη εικόνα.
Όμως, τι χρειάζεται για να γίνει κανείς μία τέτοια προσωπικότητα; Ποια είναι τα υλικά που "φτιάχνουν" τέτοιους ανθρώπους;
Η ικανότητα μας να παίρνουμε ένα ρίσκο και να νιώθουμε άνετα με την άγνωστη έκβαση του επηρεάζεται από το δικό μας ψυχολογικό οπλοστάσιο, από τις βιολογικές λειτουργίες του ίδιου του σώματός μας, από την κουλτούρα με την οποία έχουμε μεγαλώσει κι από τον ευρύτερο τρόπο με τον οποίο οι κοινωνίες αποδέχονται τις ριψοκίνδυνες συμπεριφορές. Παραδείγματος χάριν, οι έρευνες έχουν δείξει ότι τα επίπεδα τεστοστερόνης στο σώμα μας σχετίζονται με την... όρεξη μας να ρισκάρουμε. Ασχέτως, αν αυτά τα επίπεδα είναι σαφώς αυξημένα στον αντρικό οργανισμό και στα δύο φύλα παρατηρούνται τέτοιες αυξημένες τάσεις για δράση.
«Όταν ετοιμάζεται κανείς για καβγά ή όταν αποφασίζει να ρισκάρει και η έκβαση του τον δικαιώνει, τα επίπεδα τεστορόνης αυξάνονται στον οργανισμό και το άμεσο αποτέλεσμα είναι ότι το άτομο νιώθει γεμάτο αυτοπεποίθηση», λέει η δρ Tara Swart, νευροεπιστήμονας και επικεφαλής επιστημονικής ομάδας στο Λονδίνο. Εννοείται, βέβαια, κατά την ίδια, ότι αυτά τα επίπεδα μειώνονται όταν τελικά το ρίσκο που πήρε κάποιος οδηγεί σε αποτυχία. «Ο εγκέφαλος σου ουσιαστικά σε εμποδίζει από το να πάρεις άλλος ρίσκο, κατακλύζοντας σε με αναμνήσεις από προηγούμενες αποτυχίες σου», λέει η Swart. Έτσι οι εμπειρίες μας και το συναισθηματικό ιστορικό μας, μπορεί να επηρεάσει το πόσο τολμηροί θα είμαστε στη ζωή μας. Οι γονείς μας, επίσης, και ο τρόπος που μας μεγάλωσαν, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο αφομοιώσαμε τις αποτυχίες μας στο παρελθόν παίζουν ρόλο στο πόσο ριψοκίνδυνοι είμαστε στη ζωή, γενικώς.
Και φυσικά, υπάρχουν και οι πολιτισμικοί παράγοντες. Αν κάποιος ζει και εργάζεται σε ένα περιβάλλον, όπως η Σίλικον Βάλεϊ, για παράδειγμα, εκεί που το να παίρνεις ρίσκο, να δοκιμάζεις νέα πράγματα, ακόμη κι αν είναι για να αποτύχεις, είναι μέρος της διαδικασίας και θεωρείται θεμέλιο για μια μελλοντική επιτυχία. Και τι γίνεται με όσους δεν είναι συνηθισμένοι να δρουν έτσι;
Η Swart προτείνει μία μέθοδο, την οποία ονομάζει "σιωπή του μυαλού". Αυτές οι τεχνικές εφαρμόζονται, όταν πρέπει να εστιάσει ο εγκέφαλος σε ένα συγκεκριμένο πράγμα, ασχέτως του τι συμβαίνει στον περιβάλλοντα χώρο. Τότε ο άνθρωπος είτε περπατά, είτε τρώει, είτε κάνει οτιδήποτε άλλο, επικεντρώνονται στις αισθήσεις του σώματος και στη στιγμή και είναι ένας τρόπος να είναι κανείς εξαιρετικά συγκεντρωμένος, ώστε να μην επαναλάβει λάθη του παρελθόντος. Αυτή η μέθοδος, αν συνδυάζεται με έναν υγιεινό τρόπο ζωής, αποδεδειγμένα ελέγχει τα επίπεδα αδρεναλίνης και κορτιζόλης στο σώμα, ορμόνες που το κατακλύζουν συνήθως σε στιγμές έντονης πίεσης ή πριν τη λήψη μιας μεγάλης απόφασης. Το να ρισκάρει σημαίνει ότι ξεπερνά τις φυσικές αντιδράσεις του στην αβεβαιότητα και το άγχος. Αν δεν μπορεί να το ελέγξει αυτό σε καθημερινή βάση, το να πάρει ένα ρίσκο θα είναι πάντα ένα τρομακτικό ενδεχόμενο.
Είναι ο εγκέφαλος μας που μας εκπαιδεύει να εστιάζουμε και να χρησιμοποιούμε μαθήματα από παρελθοντικές εμπειρίες για να παίρνουμε καλύτερες αποφάσεις. Όμως, σύμφωνα, με τον Michael S. Gazzaniga, έναν από τους πιο γνωστούς νευροεπιστήμονες, ένα 90% - 98% της πνευματικής μας δραστηριότητας εκτελείται ασυνείδητα. Σε μία προσπάθεια να γίνει κανείς πιο τολμηρός, είναι σημαντικό να αφήνει το... πηδάλιο στο υποσυνείδητο του, μερικές φορές. Με αυτόν τον τρόπο βοηθά τον εγκέφαλο του να συλλέγει χαμένες αναμνήσεις και να τις συνδέει με τον κόσμο των ιδεών - και συνεκδοχικώς της ευρηματικότητας και της καινοτομίας.
Μια άλλη μέθοδος -η οποία αποτέλεσε και μέρος πειραματικής έρευνας το 2016- είχε αποδείξει ότι οι άνθρωποι τείνουν να παίρνουν σωστές αποφάσεις και να παίρνουν σοβαρά ρίσκα, όταν μπαίνουν στη διαδικασία να υιοθετήσουν χαρακτηριστικά μίας δυναμικής περσόνας, ή σε κάθε περίπτωση στοιχεία προσωπικότητας ενός ατόμου που δεν έχει σχέση με τον δικό τους χαρακτήρα. Όπως λένε οι ειδικοί, ο εγκέφαλος είναι σχεδιασμός τόσο για το ρίσκο όσο και για τη βεβαιότητα, τόσο για την υψηλή συγκέντρωση όσο και για την έλλειψη της, και κάθε άτομο μαθαίνει πώς να ισορροπεί ανάμεσα σ' αυτά. Ουσιαστικά πρόκειται για επαναπροσδιορισμό του τρόπου με τον οποίο σκεφτόμαστε και αποφασίζουμε. Ειδικά όταν πρέπει να ξεπεράσουμε το προσωπικό μας ιστορικό και μια σειρά από κακές εμπειρίες, η πρόκληση είναι τεράστια.
Από την πλευρά της, η Deena Goodman, είναι ψυχοθεραπεύτρια με ειδικότητα στις συνεδρίες με στελέχη επιχειρήσεων που πρέπει άμεσα να αλλάξουν τον "καταστροφικό τρόπο" σκέψης τους. Ένα κλασικό παράδειγμα αβεβαιότητας που γεμίζει τους ανθρώπους με άγχος είναι το να πρέπει να μιλήσουν μπροστά σε κοινό. Και πάλι ο τρόπος σκέψης είναι που μπορεί να κάνει τη διαφορά. «Αυτό το είδος αντιπαραγωγικής σκέψεις προκύπτει κάθε φορά που νιώθουμε εκτός ελέγχου. Όταν είμαστε σε αυτή την κατάσταση, η πρώτη μας σκέψη είναι να προσπαθήσουμε να προβλέψουμε τις χειρότερες δυνατές συνέπειες της αποτυχίας μας», λέει.
Αυτός ο φόβος απέναντι στο "τι μας περιμένει" τείνει να μας οδηγεί σε παράλογες σκέψεις για εμάς τους ίδιους, για το πώς θα μας αντιμετωπίσουν οι γύρω μας και για το τι θα συμβεί μετά. Σε περιπτώσεις που κάποιος από τους πελάτες της πρέπει να πάρει ένα ρίσκο, η ίδια τον συμβουλεύει να γράψει σε ένα χαρτί αυτές τις παράλογες σκέψεις και για κάθε μια από αυτές να αναρωτηθεί το εξής: Ε, και; Ε, και τι έγινε αν ξεχάσει κανείς το τι ήθελε να πει κατά τη διάρκεια μίας δημόσιας τοποθέτησής του;
«Αναγκάζοντας» κάποιον να καταγράψει όλες αυτές τις συνέπειες, τον βάζει στη διαδικασία να ελέγξει αυτό που τις περισσότερες φορές, ως συναίσθημα, φαντάζει ανεξέλεγκτο. Στη συνέχεια, εκείνο που πρέπει να γίνει, είναι να καταγραφούν επίσης τα θετικά που μπορεί να κρύβει ένα ρίσκο. Στην πορεία, οι περισσότεροι συνειδητοποιούν ότι θα επιβιώσουν από αποφάσεις που ενέχουν λίγο ρίσκο μέσα τους και ότι ήδη έχουν καταστρωμένο ένα plan B για την περίπτωση που τα πράγματα δεν λειτουργήσουν, όπως ελπίζουν.
Το μυστικό είναι σε κάθε περίπτωση να θυμάται κανείς ότι όλα, ακόμη και οι πιο απλές αποφάσεις σ' αυτή τη ζωή, κρύβουν ρίσκο κι ότι ακριβώς αυτό είναι το απαραίτητο συστατικό για να πρωτοπορήσει κανείς ακόμη και εκεί που τίποτα δεν φαίνεται να σηκώνει αλλαγές, τροποποιήσεις ή διαφορετική προσέγγιση.
Με στοιχεία από το BBC.com