ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΜΟΥ ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ ΛΕΕΙ: «Αφαιρέστε απ' τον καρκίνο τον χαρακτηρισμό “κακή αρρώστια”. Με ξεφούσκωτη την πεποίθηση του ανίατου είναι λιγότερο κακοτράχαλος ο δρόμος και πέφτει ο τοίχος του φόβου».
Ναι, μπορεί να σε σκοτώσει, όπως μπορεί να σε σκοτώσει το αυτοκίνητο στο οποίο μπαίνεις καθημερινά. Ακούμε δεκάδες ιστορίες ανθρώπων που «έλιωσαν στο σεντόνι» απ' την «ανίατη» νόσο και δεν στεκόμαστε σε όλα εκείνα τα περιστατικά που αντιμετώπισαν τον καρκίνο και πέθαναν από βαθιά γεράματα, όπως η γιαγιά μου που απ' την πρώτη της διάγνωση έζησε άλλα τριάντα χρόνια.
Εντάξει, όταν σου ανακοινώνουν ότι έχεις καρκίνο δεν είναι κάτι εύκολα διαχειρίσιμο. Θυμάμαι ακόμα το βουητό στα αυτιά μου και το υπαρξιακό βραχυκύκλωμα.
Φοβόμουν ότι θα χάσω τα μαλλιά μου, ότι θα πεθάνω και θα αφήσω το παιδί μου ορφανό.
Άθελά του μου είχε δώσει τη φράση-κλειδί, «ο καρκίνος μου έπαθε Τζούλη» και όχι εγώ καρκίνο. Άρα αυτός είχε μπλέξει. Αυτόν θα εξολοθρεύαμε. Αυτός ήταν ο αδύναμος. Μια αστεία μετατόπιση, που όμως δεν ήταν άστοχη.
Ευτυχώς, ένας φίλος, προσπαθώντας να βρει τον τρόπο να με καθησυχάσει, είπε χιουμοριστικά: «Μη φοβάσαι, ενημέρωσε τον καρκίνο σου ότι έπαθε Τζούλη».
Άθελά του μου είχε δώσει τη φράση-κλειδί, «ο καρκίνος μου έπαθε Τζούλη» και όχι εγώ καρκίνο. Άρα αυτός είχε μπλέξει. Αυτόν θα εξολοθρεύαμε. Αυτός ήταν ο αδύναμος. Μια αστεία μετατόπιση, που όμως δεν ήταν άστοχη.
Μέρες μετά σκεφτόμουν αυτήν τη φράση και χαμογελούσα· είχα βρει κάτι για να προχωρήσω. Αν το έριχνα στην «τρελή», αν τελικά μπλόφαρα με το παλιόχαρτο που 'χα τραβήξει, θα βάδιζα με πιο ανάλαφρο βηματισμό στην προδιαγεγραμμένη ανηφόρα μου.
«Άλλος αφαιρεί τη χολή του, εγώ τον όγκο στο στήθος», τέτοια μου έλεγα για να το ελαφρύνω. Προσπαθούσα να αφαιρέσω απ' τον καρκίνο τον «καρκίνο», τον έλεγα «καρίνιο» για να μου 'ναι λιγότερο αποκρουστικός.
Το πραγματικά δυσάρεστο όταν διαγιγνώσκεσαι με τη συγκεκριμένη νόσο είναι ότι χάνεις αυτόματα το καθαρό ποινικό σου μητρώο στην υγεία. Και αυτό δεν χωράει πλακίτσα. Αυτό σημαίνει πως οτιδήποτε γίνεται στο σώμα σου χτυπάει αμέσως συναγερμός και σε ψάχνουν εξονυχιστικά για όλα. Παρανυχίδα βγάζεις, μπορεί να 'ναι κάτι «κακό». Υπάρχει χειρότερη λέξη απ' τον καρκίνο; Ναι, η λέξη μετάσταση. Για να αποκλείσουν, λοιπόν, τη μετάσταση έπρεπε να κάνω ένα σωρό εξετάσεις των οποίων τα αποτέλεσματα έκαναν μέρες να βγουν – διόλου ευχάριστο, όμως και γι' αυτό βρήκα λύση.
Έβαζα στα ακουστικά μου καλή μουσική, έπαιρνα ένα ενδιαφέρον βιβλίο και ήταν σαν να φορούσα παρωπίδες. Μου απαγόρευα να κοιτάω δεξιά και αριστερά. Ήταν το σύστημά μου. Έλεγα «μπαίνω, διεκπεραιώνω, φεύγω». Και, φυσικά, μετά από κάθε εξέταση, μου έταζα πάντα κάτι ωραίο. Ένα ωραίο μασάζ, ένα ωραίο φαγητό, ένα καλό κρασί. Και ένα μεγάλο ταξίδι στο τέλος, για επιβράβευση.
Η επιλογή του γιατρού ήταν το Α και το Ω. Άπαξ και βρεις τον γιατρό και τον εμπιστευτείς είναι σαν να αφήνεις το βάρος σου σε άλλον. Μετά αυτός αναλαμβάνει δράση και σε βάζει σε σειρά. Σαν ιχνηλάτης στα δύσκολα περάσματα.
Το δικό μου χειρουργείο ήταν σχετικά γρήγορο, έμεινα μόνο ένα βράδυ στο νοσοκομείο. Η αποθεραπεία δεν ήταν το ίδιο απλή. Για καιρό παρέμενε μουδιασμένο το δεξί μου χέρι. Το στήθος ήταν μελανιασμένο και με οίδημα και ένα κομμάτι στο σημείο που αφαίρεσαν τον όγκο ήταν σαν «ποντικοφαγωμένο». Αυτό δεν το λες καλό.
Με έβλεπα στον καθρέφτη και σκοτείνιαζα. Η θηλυκή μου πλευρά είχε ηττηθεί. Μετά βέβαια σκεφτόμουν ότι αυτή η ουλή σημαίνει ότι απαλλάχθηκα απ' τον όγκο και αυτό το τραύμα ήταν πια η ιστορία μου.
Δεν θα πω ψέματα, μου πήρε καιρό να συμφιλιωθώ με την ιδέα. Το ένιωθα σαν κακοποίηση. Υπήρχε κάτι λαβωμένο που έπρεπε να το αντέξω και να το παρηγορήσω μέχρι να το αποδεχτώ και να κάνω την ουλή δικό μου γαλόνι.
Εκείνο το διάστημα, μαζί με την επούλωση, περίμενα και την πιο σημαντική εξέταση. Είχαν στείλει για εξέταση τα καρκινικά κύτταρα για να δουν πόσο επιθετικός ήταν ο καρκίνος και αν θα χρειαζόταν τελικά χημειοθεραπεία. Με θυμάμαι να χτενίζω τα μαλλιά μου σαν παρθένα της Αναγέννησης και νομίζω ότι δεν έχω υπάρξει πιο πιστή στη ζωή μου. Είχα τάξει λαμπάδες σε όλες τις Παναγίες: στην Τήνο, την Υπαπαντή, την Παναγιά Κανάλα, τη Σουμελά, όποια Παναγιά ήξερα στην Ελλάδα τέλος πάντων.
Σ' αυτό το σημείο να πω ότι δεν τα πάω καλά με τη θρησκεία ούτε με την πίστη. Κι όμως, ο καρκίνος με έκανε από αγνωστικίστρια να στραφώ σε κάτι μεγαλύτερο από μένα και να ζητήσω βοήθεια – ακόμα χρωστάω τις λαμπάδες.
Το θαύμα έγινε. Τελικά τη χημειοθεραπεία τη γλίτωσα, έπρεπε να κάνω μόνο ακτινοθεραπεία και ορμονοθεραπεία.
Τι ήταν αυτά; Τι έπρεπε να περιμένω; Τι θα συνέβαινε στο σώμα μου μετά την ορμονοθεραπεία; Τι θα άλλαζε; Το να συμβουλεύεσαι για θέματα υγείας το Google είναι ό,τι χειρότερο. Οι δε γιατροί δεν σ' τα λένε όλα, γιατί ξέρουν ότι είναι γολγοθάς και σ' το δίνουν κομμάτι κομμάτι. Ίσως να 'χουν δίκιο. Οι γυναίκες που το έχουν περάσει έχουν συνήθως έναν παράξενο σαδισμό: ή σε φοβίζουν υπερβολικά ή σου λένε ότι είναι σαν να πηγαίνεις για καθαρισμό στα δόντια, πράγμα που δεν ισχύει. Αποφάσισα να μην ακούω τίποτα και κανένα και να το πάρω με τη μέρα.
Συνέχεια μου έλεγα το ίδιο: «Σκέψου το Ρίο ντε Τζανέιρο, σκέψου ότι είσαι στην Ipanema με ένα μικρό μπικίνι και πίνεις Καϊπιρίνια».
Τις περισσότερες μέρες σκεφτόμουν θετικά. Υπήρχαν όμως και μερικές μέρες που ξεστράτιζα απ' τη χαρά και άρχιζα πάλι τα βασανιστικά ερωτήματα. Με τον καιρό, μου βρήκα κάποιες προκάτ, αστείες απαντήσεις, να τελειώνω με την κλάψα.
Το «γιατί σ' εμένα;» είχε απάντηση «γιατί ο καρκίνος έχει γούστο». «Γιατί τώρα;» - «Γιατί το προτιμούσες αύριο;». «Γιατί να πίνω το χάπι;» - «Γιατί είναι το χάπι εντ». Τέτοια έλεγα που με έβγαλαν απ' τη μίρλα. Προτιμώ να σκέφτομαι ότι ήμουν τυχερή γιατί το ξεπέρασα και όχι άτυχη γιατί μου συνέβη.
Ήταν σίγουρα κάτι που μου έλαχε. Θυμάμαι ότι έπρεπε να το πω στον γιο μου, που ήταν τότε οκτώ χρονών. Του είπα «πώς να σου πω ότι έχω καρκίνο χωρίς να σου πω ότι έχω καρκίνο;». Μου λέει τελικά «μαμά ή έχεις ή δεν έχεις». «Έχω», του είπα, «αλλά είναι νωρίς και θα περάσει». Σίγουρα έγραψε παράξενα στην ψυχή του και του έχει βγάλει μια σειρά από κρυφούς και φανερούς φόβους. Αλλά αυτή είναι η ιστορία μας.
Συχνά ρωτάω τον εαυτό μου αν υπήρχε κάτι καλό σε όλη αυτή την κατάσταση, αν κέρδισα κάτι σε δύναμη ή σε γνώση. Δεν ξέρω τι να πω. Θα πω μόνο ότι έκτοτε έβγαλα από το ντουλάπι τα καλά μαχαιροπίρουνα και τις πορσελάνες που κρατούσα για τους καλεσμένους μου και τα έβαλα στην καθημερινότητά μου και πολλές φορές. Ακόμα και όταν βαριέμαι, λέω στον εαυτό μου «πάμε» και με ξεσηκώνω να ζήσω ακόμα μία εμπειρία, ακόμα μία μέρα, ακόμα κάτι.
Χρόνια μετά κατάφερα να κάνω το ταξίδι που μου 'χα τάξει. Στην παραλία Leblon στο Ρίο ήπια την πιο δροσερή Καϊπιρίνια και την ήπια στην υγειά μου. Μπορώ να πω ότι ένιωθα πιο ζωντανή παρά ποτέ.