Η σιδηροπενία είναι μια σοβαρή διαταραχή, κατά την οποία τα αποθέματα σιδήρου είναι χαμηλά για τις ανάγκες του οργανισμού. Η έλλειψη σιδήρου, βασικού συστατικού της αιμοσφαιρίνης, οδηγεί κατά κανόνα σε αναιμία, τη λεγόμενη σιδηροπενική αναιμία. Ευρωπαϊκή επιδημιολογική μελέτη σε πληθυσμό υγιών ενηλίκων διαπίστωσε σιδηροπενία στο 8,7% (10,9% γυναίκες, 6,3% άνδρες). Αντίστοιχα, το 60% των περιπτώσεων αναιμίας σε παγκόσμια κλίμακα οφείλεται σε σιδηροπενία.
Η σιδηροπενία και η σιδηροπενική αναιμία προκαλούνται από: 1) αυξημένες ανάγκες σιδήρου, π.χ. κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης (νηπιακή ηλικία, εφηβεία), της κύησης και της γαλουχίας, 2) αυξημένες απώλειες, π.χ. σε αιμορραγία (γαστρεντερική, μητρορραγία), τραύματα, χειρουργεία, αιμοδοσία ή έμμηνο ρήση και 3) ανεπαρκή απορρόφηση, π.χ. σε παθήσεις του γαστρεντερικού, δυσαπορρόφηση, βαριατρικά χειρουργεία ή σε ανεπαρκή διατροφική πρόσληψη.
Η ποσοστιαία εντερική απορρόφηση σιδήρου είναι υψηλότερη στο κρέας απ’ ό,τι στα όσπρια και τα λαχανικά. Είναι υψηλότερη στον σίδηρο της αίμης, βασικό συστατικό της μυοσφαιρίνης, δηλαδή στο κρέας. Αντίθετα, μειώνεται από τις τανίνες στα όσπρια και τη μειωμένη οξύτητα του στομάχου.
Η σιδηροπενία οφείλεται συχνά σε απώλεια αίματος και η αιτία της πρέπει πάντοτε να διευκρινίζεται και να αντιμετωπίζεται.
Κεντρικό ρόλο στη σιδηροπενία έχει η φλεγμονή από χρόνια νοσήματα, όπως στη χρόνια νεφρική νόσο, στην καρδιακή ανεπάρκεια και στις ιδιοπαθείς φλεγμονώδεις νόσους του εντέρου. Η φλεγμονή περιορίζει την εντερική απορρόφηση αλλά και την ελεύθερη διακίνηση του σιδήρου στον οργανισμό, με αποτέλεσμα να εκδηλώνονται πολύ συχνότερα σιδηροπενία και σιδηροπενική αναιμία.
Τα συμπτώματα είναι γενικά της αναιμίας: ωχρότητα, εύκολη κόπωση, αδυναμία, ζάλη, νευρικότητα, κατάθλιψη, μειωμένη λίμπιντο και στυτική δυσλειτουργία, και ειδικά της σιδηροπενίας: κοιλονυχία (εύθραυστα νύχια), απώλεια μαλλιών, γλωσσίτιδα (λεία γλώσσα), γωνιακή χειλίτιδα, δυσκαταποσία, δυσγευσία, διαιτητικές ιδιαιτερότητες (παγοφαγία, πίκα), παντζαρουρία και σύνδρομο των ανήσυχων ποδιών. Πολλοί ασθενείς, όμως, είναι ασυμπτωματικοί.
Η διάγνωση της σιδηροπενίας και της σιδηροπενικής αναιμίας είναι εργαστηριακή. Στηρίζεται στη γενική αίματος, στον έλεγχο του σιδήρου, της φερριτίνης και του κορεσμού τρανσφερρίνης στον ορό. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται συμβουλή γιατρού. Στις εξετάσεις ρουτίνας ομάδων με προδιάθεση πρέπει να περιλαμβάνεται ο έλεγχος σιδηροπενίας.
Η σιδηροπενία οφείλεται συχνά σε απώλεια αίματος και η αιτία της πρέπει πάντοτε να διευκρινίζεται και να αντιμετωπίζεται. Ανεξαρτήτως αυτού, η αναπλήρωση των αποθεμάτων σιδήρου είναι απολύτως απαραίτητη για την υποχώρηση των συμπτωμάτων, την πρόληψη της αναιμίας και άλλων αρνητικών συνεπειών. Περιλαμβάνει πάντοτε τη διατροφή, που όμως δεν οδηγεί σε επαρκή αναπλήρωση. Για τον σκοπό αυτόν απαιτείται χορήγηση σιδήρου, από του στόματος ή ενδοφλεβίως. Η από του στόματος χορήγηση απαιτεί μακρύ διάστημα, έχει παρενέργειες από το γαστρεντερικό και είναι αναποτελεσματική σε δυσαπορρόφηση και χρόνια φλεγμονή. Το πρόβλημα παρακάμπτει ο ενδοφλέβιος σίδηρος. Τα νεότερα ενδοφλέβια σκευάσματα, όπως ο καρβοξυμαλτοζικός σίδηρος, είναι υψηλής δόσης και χωρίς παρενέργειες. Χορηγούνται εφάπαξ και αποκαθιστούν τη σιδηροπενία άμεσα και με ασφάλεια.
Εν τέλει, η σιδηροπενία και η σιδηροπενική αναιμία είναι συχνά νοσήματα, συχνότερα σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, παιδιά και εφήβους, με σοβαρές συνέπειες για τον οργανισμό. Τα συμπτώματα είναι ιδιαίτερα και οι πάσχοντες συχνά δεν τα αναγνωρίζουν. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε τα συμπτώματα και τις καταστάσεις που προδιαθέτουν για σιδηροπενία, ώστε να αναζητήσουμε εγκαίρως ιατρική συμβουλή. Η σιδηροθεραπεία βελτιώνει άμεσα τα συμπτώματα και προλαμβάνει τις επιπτώσεις.