Ανακοινώθηκε σήμερα ο θάνατος του Βλάσση Κανιάρη σε ηλικία 83 ετών.
Η τελευταία του μεγάλη αναδρομική έκθεση ήταν πριν δυό χρόνια στο Μουσείο Μπενάκη. Με την αφορμή εκείνη, η Μαρίνα Φωκίδη είχε κάνει στη LifO μια σύντομη παρουσίασή του
Ένας εικαστικός γρίφος
"Τι σημαίνει όταν το έργο κάποιου καλλιτέχνη σε αυτή την ώριμη φάση της ζωής του μοιράζεται παρόμοιες ανησυχίες και αισθητική, το ίδιο ατίθασο ύφος και παρόμοια «καλώς εννοούμενη» αυθάδεια με έργα συγχρόνων του καλλιτεχνών όχι αποκλειστικά στην Ελλάδα, με τη διαφορά ότι οι δεύτεροι, μεταξύ 25 και 40, μπορεί να βρίσκονται ακόμη στην αρχή της πορείας τους; Ο λόγος που υπάρχει η αναγκαιότητα γι' αυτήν την επισήμανση βρίσκεται σε μια ξεχωριστή ποιότητα του έργου του Κανιάρη. Χωρίς κάποια ιδιαίτερη πρόφαση ή επιτήδευση, χωρίς καν να λυμαίνεται τις «δύσκολες» έννοιες της αφαίρεσης και του υψηλού στην τέχνη, ο Κανιάρης υπήρξε η εμπροσθοφυλακή στην εικαστική κουλτούρα τόσο της χώρας μας όσο και έξω από αυτήν. Πρόγονος πολλών σημερινών καλλιτεχνών, ο Βλάσσης Κανιάρης από το 1964 μέσω της περίφημης έκθεσης «3 Propositions Pour Une Nouvelle Sculpture Grecque» στο Teatro La Fenice της Βενετίας μέχρι σήμερα έχει μπολιάσει το χώρο της γλυπτικής με τις εγκαταστάσεις του από «ακέφαλες» συνήθως φιγούρες, «ανδρείκελα» (όρος ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί γι' αυτές από τον καλλιτέχνη), ντυμένα με παλιά ρούχα που βρέθηκαν είτε στα παλιατζίδικα της Βενετίας είτε σε άλλους χώρους, πάντα σε συνάρτηση με την εποχή και την περιοχή όπου δείχνονται. Ο ποιητικός τρόπος με τον οποίο ο Κανιάρης φέρνει τη ζωή μέσα στην τέχνη και ταυτόχρονα μιλά για τη σύγχρονη κοινωνία βρίσκεται στις απαρχές μιας τάσης, η οποία ακόμη χαρακτηρίζει τη σύγχρονη δημιουργία και βρίσκεται στο επίκεντρο ξανά την τελευταία δεκαετία (σε σχέση με τις λούπες, οι οποίες διαδέχονται η μία). Μακριά από μανιφέστα και υπέρτατους λυρισμούς, δυσεύρετα υλικά ή περίσσιο φορμαλισμό αλλά μέσα από απλές «εικαστικές» χειρονομίες που φέρουν το προνόμιο του καίριου συμβολισμού, τα περιβάλλοντα-έργα του Κανιάρη καταφέρνουν να καταγγείλουν χωρίς να απαρνιούνται διόλου την αισθητική. Η θέση από την οποία προσεγγίζεται η κοινωνία είναι αυτή του συμπάσχοντα (καλλιτέχνη) και η ποιητική μεταφορά της στην εικαστική σφαίρα είναι μια παραβολή που χρησιμοποιεί τη γλώσσα της τέχνης όχι για να καταγράψει αλλά προκειμένου να προτείνει μια παρόμοια συγκίνηση, μια παρόμοια αίσθηση με αυτή που «τρέχει έξω στη ζωή»: την ανθρώπινη συνθήκη τελικά την οποία δεν προλαβαίνουμε να αντιληφθούμε. Μια σειρά επανακτημένα υλικά, παλιά ρούχα, συρματόπλεγμα, παλιά ξύλα και υφάσματα ανασυντίθενται σε μια καινούργια πραγματικότητα, η οποία έχει έντονα τα σημάδια των προηγούμενων. Οι εγκαταστάσεις του Κανιάρη έχουν «ξανα-αγαπηθεί» με μια σειρά διαφορετικούς τρόπους και γι' αυτό η ταύτιση του θεατή με αυτές είναι άμεση, και σχεδόν φυσική. Επίσης η αδυναμία και το στοιχείο του τρωτού, όπως και μια εφήμερη ποιότητα που χαρακτηρίζει τις γλυπτικές του φιγούρες τις καθιστά αιώνια σύγχρονες. Πρόκειται για έννοιες που δεν θα γίνουν ποτέ παρωχημένες και εάν κάτι τέτοιο συμβεί ποτέ, τότε θα χρειαστεί απλά μια επιτόπου αναδιαμόρφωση, σαν αυτή που γίνεται κάθε φορά που ένα αληθινό σώμα περπατάει ανάμεσά τους. Τα ίδια τα στοιχεία στη δουλειά του Κανιάρη, όμοια με δουλειά άλλων συγχρόνων τεράτων της Ιστορίας της Τέχνης όπως ο Kabakov η λιγότερο ο Kienholz, μοιάζει να ψιθυρίζουν στους θεατές μια αδιαπραγμάτευτη αλήθεια (για την τέχνη): «Είμαστε κομμάτι από εσάς... We are part of you... Είμαστε κομμάτι σας...».
Στο Μουσείο Μπενάκη το έργο του καλλιτέχνη προτείνεται διαχρονικά, με συμβολική αφετηρία το 1948. Σε διαφορά όμως με άλλες αναδρομικές του καλλιτέχνη, αυτήν τη φορά τα έργα του εισβάλουν... ανάμεσα στα μόνιμα εκθέματα του Μουσείου, τα οποία υποστηρίζουν παράλληλα μια διαχρονική συνέχεια της ελληνικής τέχνης. Οι φιγούρες, εικόνες και tableaux vivants του Κανιάρη αντιπαρατίθενται με δημιουργίες από την πρώιμη χαλκοκρατία, τη γεωμετρική και την αρχαϊκή περίοδο, την κλασική εποχή, το Βυζάντιο ή τη λαϊκή τέχνη της μεταβυζαντινής Ελλάδας και μοιάζουν περισσότερο από ποτέ (σε αναδρομική έκθεση) να βρίσκονται στο φυσικό τους περιβάλλον. Άλλοτε καθισμένες πάνω σε σκαλιστές κασέλες του προηγούμενο αιώνα ή ακόμη ακουμπισμένες σε ψηφιδωτά της Αγίας Σοφίας, άλλοτε στους διαδρόμους η χαλαρά μπροστά από κάποια έργα, οι φιγούρες του Κανιάρη επαναφέρουν δυναμικά ζητήματα όπως την επιρροή της πολιτικής και της ιστορίας στη «βιωματική τέχνη» και καταφέρνουν κάτι μαγικό: να «ελαφρύνουν» τη ματιά μας, η οποία ποτισμένη με «ιστορική προκατάληψη» βλέπει τα μόνιμα εκθέματα του Μπενάκη ως καταρχήν ιστορικούς θησαυρούς η λάφυρα. Ξαφνικά μοιάζει όλα μέσα στο Μουσείο να είναι σύγχρονα, όμοια με κάποια κοινωνικά ζητήματα της επικαιρότητας που, αν και αφορούν το άμεσο παρόν, συνήθως αντανακλούν διαχρονικούς προβληματισμούς και ανησυχίες που σχετίζονται με την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης.
_______
Ο Κανιάρης, γεννήθηκε το 1928 στην Αθήνα, φοίτησε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, ενώ το 1975 εκλέχθηκε καθηγητής στην έδρα ζωγραφικής της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου.
Από το 1947 συνδέονταν φιλικά και επαγγελματικά με τον Γιάννη Τσαρούχη και το 1953 υπό την επίβλεψή του πραγματοποίησε τα σκηνικά για την ταινία "Στέλλα" του Μιχάλη Κακογιάννη.
Το 1953 παντρεύεται τη σύντροφο τη ζωής του Μαρία Λίνα.
Το 1956, όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του εγκαθίσταται στη Ρώμη όπου και έζησε έως το 1960. Εκεί παρακολούθησε μαθήματα στη Σχολή Καλών Τεχνών. Στο διάστημα αυτό σχεδιάζει αφηρημένα έργα και στη συνέχεια εκθέτει τόσο στη Ρώμη όσο και στην Αθήνα με τα έργα του να εκτίθενται μαζί με αυτά άλλων καταξιωμένων καλλιτεχνών διεθνούς φήμης.
Το 1960 εγκαθίσταται στο Παρίσι και "προσχωρεί' στο κίνημα των "Νέων Ρεαλιστών" τα έργα του εκτίθενται σε πολλές γκαλερί του Παρισιού και γίνεται αποδεκτός και από την εκεί καλλιτεχνική κοινότητα.
Το 1969 επιστρέφει για μικρό χρονικό διάστημα στην Αθήνα. Εκθέτει έργα από γύψο με θέμα την λογοκρισία και την έλλειψη ελευθεριών που χαρακτήριζε την εποχή. Μέλος της "Δημοκρατικής Άμυνας" δεν είχε άλλη επιλογή από το να εγκαταλείψει τη χώρα για άλλη μια φορά.
Έκτοτε ο Κανιάρης, ο οποίος έχει κερδίσει το σεβασμό της διεθνούς καλλιτεχνικής κοινότητας, εξέθετε τα έργα του σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις αποσπώντας επαίνους και το θαυμασμό γι΄αυτά.
--------------
σχόλια