Ο Διονύσης Σαββόπουλος δίνει συνέντευξη στον Αντέννα και στη Μαρία Χούκλη στις 20 Φεβρουαρίου και η δημοσιογράφος τον ρωτά για το τι έφταιξε για την κρίση. "Δωροδοκηθήκαμε από τους πολιτικούς για να τους ψηφίζουμε" απαντά ο Σαββόπουλος ( webtv.antenna.gr/webtv/watch?cid=njynh_ql_e%2F_z_q%3D ) και την επόμενη εμφανίζεται η "σκληρή" ανοιχτή επιστολή της ερμηνεύτριας Δανάης Παναγιωτοπούλου προς τον τραγουδοποιό.
" Ανοιχτή επιστολή της Δανάης Παναγιωτοπούλου στο Διονύση Σαββόπουλο ...ή μάλλον σε αυτούς που κατά δήλωσή του τον έχουν δωροδοκήσει, και εξακολουθούν (υποθέτω εγώ) να τον δωροδοκούν
Είναι αλήθεια ότι ο Διονύσης Σαββόπουλους βρήκε την ταυτότητά του στο ρόλο του παραμυθά. Παλιότερα κρατούσε για τον εαυτό του το ρόλο του κεντρικού ήρωα, τώρα όμως κύλησε ο τέντζερης και βρήκε αυτόν για καπάκι στο ρόλο του αφηγητή. Για να γίνει ο χρόνος καινούριος, για να γίνουμε, δηλαδή, εργατικά χρυσόψαρα.
Στο πλαίσιο προώθησης των παραστάσεών που θα κάνει στο Ακροπόλ, μετά τη μεγάλη επιτυχία στο Μέγαρο Μουσικής, εμφανίστηκε ως άλλος Πάγκαλος, σε πιο φιλική για το χρήστη συσκευασία, για να μας πει ότι δωροδοκηθήκαμε από του πολιτικούς, και το πρόβλημα είναι ότι τα χρήματα με τα οποία όλοι δωροδοκηθήκαμε ήταν δυστυχώς δανεικά και τώρα πρέπει να τα βρούμε και να τα δώσουμε πίσω.
Ωραία. Επειδή, λοιπόν, ο κύριος Σαββόπουλος γνωρίζει ότι η έννοια της συλλογικής ευθύνης ήταν ένα από τα καλύτερα εργαλεία των ναζί και δεν μπορεί να μπαίνει στο στόμα ενός καλλιτέχνη, ας ξεκινήσει το θεάρεστο και πατριωτικό του έργο βρίσκοντας και επιστρέφοντας όσα χρήματα πήρε από το Υπουργείο Αμύνης για να κάνει περιοδεία στα στρατόπεδα, και γενικά όσα χρήματα χρειάστηκε η καθεστηκυία τάξη για να τον εξαγοράσει (για να πάψει, δηλαδή, να κάνει αυτό για το οποίο ο κόσμος τον έβαλε στα σπίτια του και στην καρδιά του). Και ας τα επιστρέψει στο κράτος.
Επίσης, αν γνωρίζει συναδέλφους του ή άλλους που έλαβαν τέτοιου είδους πεσκέσια, να τους καταγγείλει δημόσια και να τους παροτρύνει να κάνουν το ίδιο. Γιατί ως γνήσιοι Έλληνες, οι πέντε νταβατζήδες που - κατά δήλωση του Κ. Καραμανλή junior - κυβερνάνε την Ελλάδα, συνηθίζουν να υιοθετούν καλλιτέχνες και δρώμενα. Είναι κάτι που ενδείκνυται ως μέθοδος ξεπλύματος χρημάτων και συνειδήσεων.
Κατά τα άλλα, όταν μιλάμε για τον ανώνυμο κόσμο, η λέξη δωροδοκία είναι ευφημισμός και εν τέλει ανακριβής για να περιγράψει τον τρόπο που διοίκησε το σύστημα του ΠαΣοΚ. Η λέξη εκβιασμός ταιριάζει καλύτερα. Κοιτάζοντας τα πράγματα από την απόσταση της επόμενης μέρας που πρέπει να παραδεχτούμε ότι ξημέρωσε, η πράσινη κάρτα του κόμματος από πολύ νωρίς κατέληξε να αποτελεί δήλωση πίστης ότι ο βασιλιάς δεν είναι γυμνός - στα καθ' ημάς, ότι ο βασιλιάς εξακολουθεί να σοσιαλίζεται - υπό την απειλή μιας πανταχού παρούσας λερναίας γραφειοκρατίας, ικανής και πρόθυμης να σου κόψει τα πόδια και να σε κρατήσει για κατοικίδιο.
Η ιστορία αυτού του τόπου είναι ακόμα νωπή και δεν υπάρχει εμπεριστατωμένη καταγραφή. Ερίζουμε ακόμα για το 1821, τι να πούμε για τα πιο πρόσφατα. Κυκλοφορεί, όμως, προφορικά, και στην Ελλάδα, ευτυχώς, όλοι μιλάνε.
Έχω συγκινηθεί και έχω διδαχτεί από τα τραγούδια του Διονύση Σαββόπουλου. Την επιστολή αυτή, όμως, θα την κλείσω με έναν στίχο του Γιάννη Νεγρεπόντη:
Δε θα περάσει ο φασισμός."
Η επιστολή αυτή προκαλεί την αντίδραση του Σαββόπουλου που απαντά οργισμένα στην Παναγιωτοπούλου μέσα από το press-gr.
“ Με υπόδειξη φίλων διάβασα xθες στην PRESS-GR/ΔΗΜΑΓΩΓΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΕΦΘΑΡΜΕΝΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ όπως αυτοαποκαλείται, επιστολή ανάλογης έπαρσης και φιλαρέσκειας, από την άγνωστη σε ‘μενα - κι ούτε θέλω να τη μάθω - Δανάη Παναγιωτοπούλου κι αναγούλιασα.
Μολονότι κοντεύω πια τα εβδομήντα, μετά κόπου συγκρατώ τα νεύρα μου απέναντι σε ελεεινές και κατάφορα άδικες επιθέσεις και δεν θα ‘πρεπε να απαντήσω καν. Όμως η συκοφαντική επιστολή τής ας πούμε κυρίας Δανάης, εμπίπτει στην αρμοδιότητα του εισαγγελέα.
Ανάγκη να βάλω ένα - δυο πραγματάκια στη θέση τους.
Όταν είπα στη Μαρία Χούκλη ότι «μας δωροδοκούσαν» χρησιμοποίησα τον πληθυντικό για να συμβάλλω, αλληλέγγυος, στην αυτογνωσία και αυτοσυνειδησία μας. Δεν έχω πάρει ποτέ ούτε δραχμή απ’ το Υπουργείο Αμύνης όπως ψευδέστατα ισχυρίστηκαν οι συκοφάντες μου . Και ενώ είχα φυσικά, δικαίωμα αμοιβής, έπαιξα δωρεάν για τους φαντάρους τότε, ακριβώς για να μη μπερδευτώ με τα σκατά, πράμα που εντέλει δεν απέφυγα, διότι ξεσήκωσαν σαχλό θόρυβο οι κιτρινιάρες εφημερίδες εκείνης της εποχής, ότι δήθεν τα πήρα.
Επενέβει ο εισαγγελέας, «έσκαψε» επί μήνες και εντέλει με αθώωσε, πανηγυρικά μπορώ να πω, αφού το ανακοίνωσαν όλα τα ραδιόφωνα. Φαίνεται ότι μερικοί υποανάπτυκτοι έκαναν πως δεν...
άκουσαν.
Γράφει επίσης αυτή η Παναγιωτοπούλου, ότι «με εξαγόρασε η καθεστηκυία τάξη».
Τον κακό της τον καιρό.
Σαράντα έξι χρόνια δε ζήτησα ποτέ καμία επιδότηση από κανένα υπουργείο. Σιχαίνομαι τους κρατικοδίαιτους καλλιτέχνες. Μελαγχολώ με την επιχορηγούμενη τέχνη.
Τραγουδούσα πάντοτε όπως αισθανόμουν και όπως σκεπτόμουν, ανεξάρτητα απ’ το όποιο προσωπικό κόστος, όχι επειδή είμαι τάχα ανώτερος, αλλά επειδή δεν μπορώ να κάνω αλλιώς τη δουλειά μου. Σαράντα έξι χρόνια τώρα, παρ’ όλα τα φριχτά μου ελαττώματα και τις αδυναμίες, ήρθα σε σύγκρουση όταν χρειάστηκε, όχι μόνο με τη Χούντα αλλά και με τις λογοκρισίες των κομματικών γραφείων και με περισπούδαστους δημοσιογράφους, κάποιες φορές μάλιστα και με το ίδιο το αξιότιμο κοινό.
Ξέρετε άραγε πολλούς που να διακινδύνευσαν τέτοια πράγματα για την ελευθερία της έκφρασής τους; Αν ήθελα να ‘μαι το «καλό παιδί» και να τραγουδώ μόνο ότι «συμφέρει», σιγά το δύσκολο, θα με αποθεώνατε ανοήτως ακόμη· και όλοι θα ‘μασταν ευχαριστημένοι και ηλίθιοι.
Στην κρίση που περνάμε, κανείς δεν έχει δικαίωμα να λέει ότι η κρίση δεν τον αφορά και ότι ως συνήθως φταίνε μόνο και πάλι οι άλλοι. Διότι αυτός που δεν έκοψε απόδειξη κι αυτός με το αυθαίρετο κι αυτός που «έσπρωξε» για να διοριστεί το παιδί του, ενθαρρυνθήκανε εντέλει να συνδιαμορφώσουν λιγουλάκι κι αυτοί, την κόλαση που ζούμε τώρα.
Αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι συμφωνώ με το «μαζί τα φάγαμε», διότι η ευθύνη ανήκει σ’ αυτόν που είχε την δυνατότητα της πρόβλεψης. Κι ενώ την είχε, την παραμέρισε, μα από αδυναμία χαρακτήρος; Μα από κυνισμό; Μα από ιδιοτέλεια; Αδιάφορο.
Όταν η τράπεζα τραβούσε τον κόσμο απ’ το μανίκι να του δώσει δάνεια που δεν εξοφλούνται, δεν έφταιγε ο ανθρωπάκος που πήρε το δανειάκι· έφταιγε η τράπεζα. Όταν βούλιαζαν οι ΔΕΚΟ δεν έφταιγε ο υπάλληλος· έφταιγαν οι κυβερνήσεις και οι εργατοπατέρες. Όταν κάποιος αγρότης αγόραζε Καγιέν ή τα ‘τρωγε με τις Ρωσίδες, δεν έφταιγε ο αγρότης· έφταιγαν οι μαφίες που μοίραζαν τις επιδοτήσεις για τη μίζα τους.
Και για τις πελατειακές σχέσεις των κομμάτων εξουσίας χρόνια τώρα, δεν έφταιγε βέβαια ο ψηφοφόρος αλλά εκείνοι οι πολιτικοί που τον κηδεμόνευαν.
Αυτά εννοούσα όταν έλεγα «μας δωροδοκούσαν». Το ρήμα μπορεί να μην είναι ακριβές για όλες τις επιμέρους περιπτώσεις, διότι μιλώ πάντα σαν καλλιτέχνης και το είπα συμβολικά. Όλοι το καταλαβαίνουν αυτό, εκτός από μερικούς πνευματικούς κάφρους. Αν και είμαι βέβαιος, ότι κι αυτοί το καταλαβαίνουν αλλά βρήκαν την ευκαιρία να εφαρμόσουν πάλι την ναζιστική συνταγή του Γκαίμπελς: «Συκοφαντείτε, συκοφαντείτε, όλο και κάτι μένει».
Μ’ αυτόν τον συγκεκριμένο φασισμό να δούμε τί μέλλει γενέσθαι.
Ο καθένας είναι ελεύθερος να διαφωνεί με το περιεχόμενο των τραγουδιών μου ή των συνεντεύξεών μου. Αυτό δεν του δίνει το δικαίωμα να διαδίδει συκοφαντικά ότι τάχα η έκφρασή μου δεν είναι πράξη ελεύθερης βούλησης αλλά εξαγορασμένης συνείδησης.
Κι όποιος το διαδίδει ενώ ξέρει ότι είναι ψέμα, είναι ή φασίστας ή επηρμένο τσογλάνι”.
σχόλια