«Το πρωί/ βλέπεις τον θάνατο / να κοιτάζει απ’ το παράθυρο / τον κήπο / το σκληρό πουλί και την ήσυχη γάτα / πάνω στο κλαδί / έξω στον δρόμο / περνάει / τ’ αυτοκίνητο-φάντασμα / ο υποθετικός σωφέρ / ο άνθρωπος με τη σκούπα / τα χρυσά δόντια / γελάει / και το βράδυ / στον κινηματογράφο / βλέπεις / ό,τι δεν είδες το πρωί / τον χαρούμενο κηπουρό / το αληθινό / αυτοκίνητο / τα φιλιά με το αληθινό ζευγάρι / ότι δεν αγαπάει τον θάνατο / ο κινηματογράφος»
Το «Πρωί και το Βράδυ» του Μίλτου Σαχτούρη διάλεξε να διαβάσει ο Ορέστης Ανδρεαδάκης στη φετινή συνέντευξη Τύπου για τις Νύχτες Πρεμιέρας Cosmote. «Συνήθως το διαλέγω την προηγούμενη νύχτα, όταν ετοιμάζω τον λόγο μου. Όταν τον τελειώνω, για να χαλαρώσω, διαβάζω ποιήματα». Τον συναντώ στα dungeons των εκδόσεων Μπόμπολα, κάπου στο Χαλάνδρι.
Έχει έναν πάκο με χαρτιά μπροστά του, φοράει ένα πουκάμισο με όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου και είναι περιτριγυρισμένος από cinema-freaks ή, αλλιώς, την ομάδα του φεστιβάλ. Είναι Τρίτη φορά στη σειρά που βρισκόμαστε τετ-α-τετ για να κάνουμε την ίδια συνέντευξη-παρουσίασή του φεστιβάλ. Κάθε φορά γκρινιάζει. Φέτος, λίγο περισσότερο. «Όλοι δουλέψαμε με πολύ μεγαλύτερη πίεση, από την επιλογή των ταινιών μέχρι και την επιλογή των χώρων και των χορηγών. Σε όλα συναντούσαμε κι ένα εμπόδιο, περισσότερο από κάθε άλλη χρονιά. Ξεκίνησαν όλα τον Φεβρουάριο στο Φεστιβάλ του Βερολίνου. Υπήρχε μεν η οικονομική κρίση, αλλά βλέπαμε ωραίες ταινίες και τις κλείναμε. Ξαφνικά, μας παίρνουν τηλέφωνο και μας λένε ότι καίγεται το Αττικόν. Για μας, ήταν το σπίτι μας. Το πρώτο που είχε κάνει ο μακαρίτης ο Τζιώτζιος ήταν να πάει στον Σκούρα και να ζητήσει αυτά τα δύο σινεμά, που για χρόνια ήταν το μοναδικό μας σπίτι και ο κόσμος είχε συνδεθεί μαζί τους. Ευτυχώς που βρέθηκαν το Ιντεάλ και η Όπερα, να ενωθούν μαζί με τον Δαναό».
Ξεπερνώντας τα εμπόδια, ο «καλλιτεχνικός διευθυντής» ανακαλύπτει και την πολιτική. «Το να κάνεις μια καλλιτεχνική εκδήλωση είναι μια πολιτική πράξη που έρχεται κόντρα σε αυτές τις “ταινίες καταστροφής” που μας περιβάλλουν. Μας έχουν υποχρεώσει να παίζουμε σε ταινίες καταστροφής που αφορούν από την οικονομική κρίση μέχρι την άνοδο του ναζισμού». Υπάρχουν, όμως, και οι ευκολίες. Το κινηματογραφικό φεστιβάλ της Αθήνας είναι γνωστό, πια, στο εξωτερικό, ο ελληνικός κινηματογράφος έχει αποκτήσει κάποια καλλιτεχνική αξιοπιστία και είναι εύκολο πλέον να κυκλοφορείς στα φεστιβάλ του εξωτερικού πουλώντας και αγοράζοντας ταινίες. Λεφτά να υπήρχαν, μόνο, περισσότερα, αφού τα παζάρια, εξαιτίας του οικονομικού προβλήματος της χώρας, δεν βρίσκουν πρόσφορο έδαφος.
«Μας δίνουν πολύ εύκολα ταινίες, αλλά εμείς δεν έχουμε λεφτά να τις πάρουμε. Τους κάνουμε παζάρια που δεν τους αρέσουν. Τους λέμε ότι η Ελλάδα είναι σε κρίση και μας απαντούν ότι και η Ισπανία είναι σε κρίση. Έχουν κάνει την ταινία τους και περιμένουν να κάνει τη γύρα της στα φεστιβάλ, να βγάλουν €20.000 και δυσκολεύονται όταν ακούνε τα €300, που είναι η προσφορά μας». Δεδομένη είναι, ύστερα από δεκαοκτώ χρόνια, η εκτίμηση των Αθηναίων. «Πέρυσι, ο κόσμος παρακολούθησε πάρα πολύ το φεστιβάλ. Ήταν η πρώτη φορά που δεν έλεγε συγχαρητήρια, αλλά ευχαριστώ». Τα εισιτήρια θα είναι σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές: €4 για τις πρωινές προβολές, €5 για τις απογευματινές και €6 για τις βραδινές. Ακόμα, θα δοθούν δύο χιλιάδες εισιτήρια σε κατόχους κάρτας ανεργίας του ΟΑΕΔ.
«Είναι η χρονιά των ντοκιμαντέρ. Αν είχαμε την άνεση, θα μπορούσαμε να έχουμε πάρει είκοσι πέντε ντοκιμαντέρ. Δυστυχώς, πήραμε το 1/4. Συμβουλεύω τους φανατικούς σινεφίλ να δούνε όλα τα ντοκιμαντέρ. Για την οικονομική κρίση, για την Αμπράμοβιτς, για την ενδοσχολική βία. Επίσης, το Κατέβασε τα κόκκινα φανάρια, με θέμα δυο δίδυμες 70χρονες πόρνες, που ζουν στο Άμστερνταμ και αφηγούνται όλη τους τη ζωή. Το Όνειρα μιας ζωής, με αφορμή το γεγονός ότι κάποια μέρα στο Λονδίνο η αστυνομία έσπασε την πόρτα ενός διαμερίσματος και ανακάλυψε τον σκελετό μιας κοπέλας. Τρία χρόνια δεν την είχε αναζητήσει κανείς και γίνεται μια έρευνα για το ποια είναι αυτή και πώς γίνεται να συνέβη αυτό δίπλα μας. Ενδιαφέρον είναι και το Δωμάτιο 237, στο οποίο καταγράφονται όλες οι θεωρίες γύρω από τη Λάμψη του Κιούμπρικ. Μη χάσετε ένα ακόμα για τον Γούντι Άλεν κι άλλο ένα για τον Πολάνσκι, αλλά και όλα τα μουσικά».
Από τις Πρεμιέρες, προτείνει το Σώμα με Σώμα του Ζακ Οντιάρ με τη Μαριόν Κοτιγιάρ και την Αγάπη του Μίκαελ Χάνεκε. «Πιστεύω ότι είναι ο καλύτερος Ευρωπαίος σκηνοθέτης, κάποιοι λένε ότι είναι και ο καλύτερος στον κόσμο. Κατάφερε κι έπιασε τους νέους, μιλώντας για τη βία μ’ έναν τρόπο κλινικό και ψυχρό, αναλύοντας ταυτόχρονα και όλη τη φρίκη της κοινωνίας. Αφού τους έφερε κοντά του, τους έδειξε τα δύσκολα πράγματα: τον ναζισμό, όπως γεννήθηκε, μέσα από τη Λευκή Κορδέλα. Τώρα, μας δείχνει το χειρότερο πράγμα που έχει να αντιμετωπίσει ο άνθρωπος, τον θάνατο.
Ουσιαστικά, μιλά ξανά για τη βία, αλλά για τη βία της ίδιας της ζωής αυτήν τη φορά». Σε κάτι που έχει απόλυτο δίκιο είναι στη σύστασή του να μη βλέπουμε τις ταινίες που θα βγουν σε λίγο καιρό στις αίθουσες, αλλά να αναζητήσουμε αυτές που δεν πρόκειται να βρουν διανομή, ιδιαίτερα αυτές που ανήκουν στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα, που φέτος είναι πιο μικρό αλλά και πιο εκλεκτό.
Υπάρχουν και τρία σημαντικά αφιερώματα. Πρώτον, στο ιαπωνικό στούντιο Νικάτσου. Δεύτερον, στις ταινίες camp, που «είναι ένα πολύ παράξενο είδος, αλλά δεν είναι ακριβώς και... είδος. Είναι ταινίες που εκ των υστέρων χαρακτηρίστηκαν camp. Η πρώτη που χρησιμοποίησε τον όρο ήταν η θεωρητικός και συγγραφέας Σούζαν Σόνταγκ. Αστείες, χωρίς να το επιδιώκουν, αθώες, αυθόρμητες, ένα είδος κωμικής παρωδίας. Μια camp ταινία μοιάζει σχεδόν με μια αποτυχημένη συνταγή. Είναι σαν κάποιος να προσπάθησε να τηγανίσει αυγά μάτια και τα έκανε ομελέτα. Παρ’ όλα αυτά, και η ομελέτα είναι πολύ ωραία».
Τέλος, το τρίτο αφιέρωμα αφορά τις ταινίες του Γουίτ Στίλμαν, «ενός παραγνωρισμένου σκηνοθέτη, που συνδυάζει τους ευφάνταστους διαλόγους του Γούντι Άλεν με το παράδοξο του Γουές Άντερσον». Θα έχουμε την ευκαιρία να τον γνωρίσουμε από κοντά. Νέο στο φεστιβάλ θα είναι και το διαγωνιστικό τμήμα με ελληνικές μικρού μήκους ταινίες, που θα λειτουργεί συμπληρωματικά ως προς αυτό της Δράμας.
Καλά όλα για φέτος, αλλά τι θα γίνει του χρόνου; «Εύχομαι να καταφέρουμε να τελειώσουμε αυτό το φεστιβάλ, του 2012, να είναι καλά οι φίλοι μας, να είμαστε ερωτευμένοι, να είναι καλά τα παιδιά μας, και, παλεύοντας, θα φτάσουμε και στο 2013».
σχόλια