Η λογική και η (τηλεοπτική μας) εμπειρία λέει ότι αν κάποιος πάρει ένα στοιχειωμένο σπίτι, ένα άσυλο ανιάτων, μία σεκάνς και τα χώσει όλα μαζί σε μία τηλεοπτική σειρά, η «μηχανή» θα βγάλει ένα κλισέ τρόμου που στην καλύτερη περίπτωση θα συγκινήσει 15χρονα που ανακαλύπτουν τις εκρήξεις αδρεναλίνης δια των θρίλερ.
Γιατί στο “American Horror Story” τα αναμενόμενα είναι όλα εκεί (διάσπαρτα στους 3 κύκλους του). Ας πούμε, τι καλά είχε η 1η σεζόν; (Η πιο μασίφ και συναισθηματική, προσωπική η άποψη): ένα ανυποψίαστο american sunshine ζευγάρι με προβλήματα στον γάμο του, μία υπηρέτρια – έγκλημα, μία γειτόνισσα πιο ένοχη κι απ’ την κόλαση και ένα βαριοϊσκιωτο βικτωριανό σπίτι να το βλέπεις και να «στρίβεις». Σκόνες, αράχνες, γυάλες με ανθρώπινα όργανα στο υπόγειο, τίποτα καινούριο, εν ολίγοις.
Μόνο που ο Ryan Murphy – που μετά το “Nip/Tuck” άιντε και το “Glee”, ίσως να μην «του το΄χαν» τέτοιο σάλτο – είχε να «μιλήσει» για πολύ περισσότερα από τα προδήλως τρομακτικά.
Οπότε, δεν «μίλησε» για φαντάσματα που στοιχειώνουν σπίτια και... «μπου» τρομάζουν τους φιλήσυχους ένοικους. Προτίμησε να τα πάρει απ’ το χεράκι μαζί με όλα τα κλισέ τρόμου και να τα αποθεώσει κάνοντας τα κάτι άλλο, αφού πρώτα τα «ξεβράκωσε» πλήρως: το κέρατο, οι κακοφορμισμένες σχέσεις, η προδοσία, όλη αυτή η ενέργεια που αφήνουν πίσω τους τα καθόλου ξεθυμασμένα συναισθήματα, τόσο «φουσκωμένα» που μπορούν να καρυδώσουν γενιές ολόκληρες και οικοδομικά τετράγωνα, όρεξη για εκδίκηση να υπάρχει και μερικά καντάρια διαστροφής παραπάνω...
Αυτά μάλλον απασχολούσαν τον ευφυή producer στον α’ κύκλο, τουλάχιστον. Μια συγνώμη που δεν ειπώθηκε ποτέ και σωστά, μία θυσία που δεν αναγνωρίστηκε, μια αδικία που δεν αποκαταστάθηκε, στην ουσία, δηλαδή, όλα εκείνα που μπορούν να σε στοιχειώσουν και ζωντανό, ε, τα ίδια ισχύουν και για όταν χαιρετάς τον μάταιο τούτο κόσμο, οπότε ποιά η διαφορά;
Ζωντανοί και νεκροί μπερδεύονται, οι δεύτεροι κυκλοφορούν κανονικότατα μέσα στα πόδια των πρώτων και άντε να ξεχωρίσεις τώρα πού οι μεν και πού οι δε. Κυρίως, όμως, φαίνεται ότι η όλη συζήτηση γίνεται για το κακό νταλαβέρι, τους ανοιχτούς λογαριασμούς, όλα εκείνα που ηλιθίως παραχώνονται κάτω από το χαλάκι που λέγεται «ο χρόνος είναι γιατρός». Αμ, δεν είναι. Το σπίτι, ο χώρος θυμάται και παίρνει – ουκ ολίγες φορές – εκδίκηση της προκοπής.
Όλο αυτό το συμπαθές μπάχαλο για τα 13 πρώτα επεισόδια. Γιατί μετά (2η σεζόν) έρχονται τα ζόμπι να συναντήσουν τα UFO που έχουν και πάρε δώσε με γιατρούς τύπου Μέγκελε και με τον Αντίχριστο αυτοπροσώπως, ε, και μερικές γενναίες δόσεις ψυχασθένειας δεν βλάπτουν (σκέφτηκε ο Murphy που είναι γνωστός για το πόσο εύκολα βαριέται) και ζήτω που καήκαμε. Στην 3η σεζόν – των μαγισσών και του βουντού – το πράγμα είναι τόσο φευγάτο, που οι 55λεπτες (ανά επεισόδιο) «απογειώσεις» ισοδυναμούν με την εισπνοή μέθης.
Ας προστεθεί ότι σε αυτή τη σειρά – νταλίκα του Fox, όσα ξεκάρφωτα και ασύνδετα και αν συμβαίνουν – από το “MurderHouse” στο “Asylum” και από εκεί στο “Coven” – έχουν έναν καταλύτη, έναν κοινό παρονομαστή και αυτός λέγεται Jessica Lange.
Η οποία, τα Emmyτα «τσέπωσε», γιατί η Constance Langtonτης 1ης σεζόν, η Αδελφή Judeτης 2ης και η Fiona Goode της 3ης είναι η ίδια και ταυτόχρονα μια διαφορετική, σαρωτικών προδιαγραφών, επιτομή της νεύρωσης.
Μ’ εκείνη τη νότια ξελιγωτική προφορά και μακράν τις καλύτερες ατάκες σε κάθε πλάνο η Lange αποδεικνύει το τι συμβαίνει όταν μια παλιά ηθοποιός δεν «πνίγεται» στα botox, γερνάει ασημένια και «κλέβει» τη μπουκιά από το στόμα της Kathy Batesκαι της Sarah Paulson.
Βέβαια, όλα αυτά είναι απολύτως προσωπική «μετάφραση» (τι να κάνω; Μου άρεσε το AHS…). Ας πούμε, o καλός φίλος και εξίσου καλός σκηνοθέτης, Κώστας Βούλγαρης, με «προσγείωσε» ανώμαλα, κυρίως με την τεχνική – σκηνοθετική «ματιά».
«Εντάξει, έχει πλάκα να βλέπεις την Arriflex 435 Xtreme να παίρνει φωτιά και το 35αρι Kodak Vision3 να ρέει άφθονο, χωρίς όμως να καταφέρνει να σου αποκαλύψει κάτι ουσιαστικό. Έχει εντυπωσιακά σκηνικά και υπερβολικά γρήγορο μοντάζ και ενώ περιμένεις να προσγειωθεί σε κάποιου είδους “αλήθεια” όλο αυτό, δεν το κάνει. Και η υπερβολή συνεχίζεται: παραγεμισμένες και ασύνδετες σεκάνς (και ερμηνείες) σε ένα αδυσώπητο κυνήγι του σοκ για το σοκ. Βασικά, θα σου έλεγα “less is more”», αλλά αφού μ’ αρέσει, μ’ ανέχονται φίλοι σκηνοθέτες, σεναριογράφοι και συνάδελφοι του τηλεοπτικού να τους πρήζω να δουν και τις 3 σεζόν. Μονοκοπανιά.
σχόλια