«Έχουμε όλους τους καλούς Έλληνες μαζί μας!» κατέληξε ο Μάκης Βορίδης αγορεύοντας ως επικεφαλής της συμπολίτευσης από το βήμα της Βουλής.
Οι πολιτικοί αντίπαλοί του αυθόρμητα και ακαριαία έφριξαν. Όσοι διατηρούν ψήγματα έστω ιστορικής μνήμης, θυμήθηκαν την πιο μισαλλόδοξη Δεξιά. Τον Κωνσταντίνο που στο πρωτοχρονιάτικο από του θρόνου διάγγελμά του το 1966 χώρισε τους Έλληνες σε εθνικόφρονες και σε μιάσματα. Τη ρητορική, που κράτησε παραπάνω από τριάντα χρόνια, περί «Εαμοβουλγάρων» -η έμφαση στο «-βουλγάρων»- «εθνοπροδοτών», «συμμοριτών». Την άποψη του Παναγιώτη Κανελλόπουλου ότι η Μακρόνησος αποτελεί τον σύγχρονο Παρθενώνα, στον οποίον αναμορφώνονται οι πεπλανημένοι, οι νοσούντες από το μικρόβιο του κομμουνισμού...
Η ελληνική ιδιαιτερότητα έγκειται στο οτιδήποτε ξεφεύγει από την τραβηγμένη απ'τα μαλλιά συλλογική μας συνείδηση και την τεθλασμένη μας ρότα, όπως την αντιλαμβάνεται ο καθείς, αυτόματα βαφτίζεται ανθελληνικό, προδοτικό, εφιαλτικό.
Η οργή της αντιπολίτευσης για τη φράση του Μάκη Βορίδη θα ήταν απολύτως δικαιολογημένη -σχεδόν ιερή- εάν η αντιπολίτευση δεν είχε πρώτη κατά τα τελευταία χρόνια διαιρέσει τους Έλληνες σε καλούς και κακούς. Όπου καλοί Έλληνες ήταν εκείνοι μάχονταν τα μνημόνια, από οποιανδήποτε σχεδόν ιδεολογική αφετηρία. Ενώ όσοι δεν λαχταρούσαν να τα σκίσουν και να τα κατουρήσουν στην πλατεία Συντάγματος, όσοι προσπαθούσαν να διαχειριστούν ψύχραιμα τη μετά τη χρεοκοπία ζοφερή πραγματικότητα, ήταν συλλήβδην «Γερμανοτσολιάδες», «Τσολάκογλου», «προσκυνημένοι».
Ακόμα και ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας είχε αποφανθεί στις 20 Δεκεμβρίου του 2012 πως «κάποιοι Έλληνες δεν είναι και τόσο Έλληνες»...
Όπως οι Ινδιάνοι, όποτε σκούραιναν τα πράγματα, ξέθαβαν το τσεκούρι του πολέμου, έτσι κι εμείς ξεθάψαμε το ελληνόμετρο. Ή μάλλον όχι. Το κατεβάσαμε απλώς από το εικονοστάσι, όπου το είχαμε τοποθετήσει μαζί με τα άγια των αγίων: Την «Ρωμιοσύνη» του Γιάννη Ρίτσου, τον μακεδονικό ήλιο, το λάβαρο που σήκωσε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός –τι κι αν η γνησιότητα του αμφισβητείται;- και προσεχώς τα ευρήματα της Αμφίπολης... Το εθνικό μας υπερεγώ εν ολίγοις, το οποίο δεν έπαψε να μας ζεσταίνει ή να μας σκιάζει ακόμα και τις πιο ξένοιαστες μέρες μας, όταν κάναμε κόντρες στην παραλιακή για να φτάσουμε εγκαίρως στα μπουζούκια, να κάτσουμε πρώτο τραπέζι-πίστα και να απολαύσουμε την Καιτούλα Γαρμπή, που την έπιαναν οι ευαισθησίες της, εναλλάξ με τον Δημήτρη Μητροπάνο, που τον είχε σπείρει μοίρα αυτοκρατόρισσα και μεθούσε με κρασί αγιονορείτικο...
Το σχήμα είναι απλό και η ερμηνεία του ακόμα απλούστερη. Αγωνιώντας η Ελλάδα - από την ίδρυσή της ως κράτος- να υπάρξει, προσεταιριζόταν και ενέτασσε στην εθνική ιδεολογία και στη συλλογική ζωή της τα πιο ετερόκλητα, και αντιφατικά ενίοτε, στοιχεία. Συνδύαζε χωρίς δισταγμό τα ασυνδύαστα: Το πολυθεϊστικό και σχετικιστικό αρχαίο πνεύμα με τον Χριστιανισμό. Την προσήλωση (ή καθήλωση) στην ντόπια παράδοση με τη γοητεία που της ασκούσαν οι σειρήνες της Δύσης – φουστανελάδες χορεύουν στα ανάκτορα του Όθωνα και κλωτσάνε με τα τσαρούχια τους τον κρυστάλλινο πολυέλαιο. Το εξ'ορισμού ρέμπελο, ανένταχτο και ανυπόταχτο, ρεμπέτικο με την πουριτανική σχεδόν ηθική της Αριστεράς. Τον καπιταλιστικό κοσμοπολιτισμό με τους παπάδες – μέχρι και αγιασμός σε λήαρ-τζετ έχει γίνει...
Ανάλογα συμβαίνουν, θα μου πείτε, κι αλλού. Εδώ το Βατικανό έχει στην ιδιοκτησία του τράπεζες...
Η ελληνική ιδιαιτερότητα έγκειται στο οτιδήποτε ξεφεύγει από την τραβηγμένη απ'τα μαλλιά συλλογική μας συνείδηση και την τεθλασμένη μας ρότα, όπως την αντιλαμβάνεται ο καθείς, αυτόματα βαφτίζεται ανθελληνικό, προδοτικό, εφιαλτικό. Εφιάλτης γίνεται όποιος ανά πάσα στιγμή διαφωνεί μαζί μας πολιτικά ή και ποδοσφαιρικά. Εχθρός εντός των πυλών ο φορέας της διαφορετικής άποψης. Καταλήγουμε έτσι να ορίζουμε τους εαυτούς μας εξ'αντιδιαστολής. Να νοηματοδοτούμαστε από εκείνους που ποθούμε να εξοντώσουμε.
Οι «κακοί» Έλληνες κάνουν τη δουλειά πιο εύκολη τόσο για τον Βορίδη όσο και για τον Τσίπρα. Το διακύβευμα παύει να είναι πολιτικό και καταντάει ηθικολογικό – «τέτοιοι είναι, τέτοια λένε». Το ακροατήριο φανατίζεται, συσπειρώνεται γύρω από τους ταγούς του και επιδράμει για να καταλάβει ή να ανακαταλάβει την πόλη.
Θα σπάσουμε ποτέ αυτόν τον φαύλο κύκλο; Θα μάθουμε στην πράξη να θεωρούμε εθνικό μονάχα ό,τι είναι αληθινό; Στα εικοσιπέντε μου, ήμουν αισιόδοξος, σχεδόν σίγουρος. Στα σαρανταοχτώ μου, αμφιβάλλω. Φοβάμαι ότι οι προσωπικότητές μας εξ'ορισμού δομούνται γύρω από εμμονές, τοτέμ και φαντάσματα. Πως το «αντί» δεν συνιστά παθογένεια αλλά όρο της ύπαρξης.
«Δεν δικαιούσθε δια να ομιλείτε!» επαναλάμβανε σε κάθε ευκαιρία ο Μένιος Κουτσόγιωργας, κατακεραυνώνοντας υποτίθεται έτσι τους πολιτικούς του αντιπάλους. Η φράση αυτή ηχεί παραλλαγμένη μέρα και νύχτα στο κοινοβούλιο, στις τηλεοράσεις, στους φωταγωγούς, στα σαλόνια, ακόμα και στα κρεββάτια μας. Ίσως –εάν προσέξουμε- να την ακούσουμε να βγαίνει κι από τα ράμφη των μαύρων πουλιών, που κρώζουν στα νεκροταφεία.-
σχόλια