Σε κάθε πολιτικό αποτέλεσμα, σε κάθε στροφή της Ιστορίας, συνηθίζουμε να μιλάμε για νίκες και ήττες. Αν και «μακροπρόθεσμα όλοι θα είμαστε νεκροί», όπως έλεγε ο Κέινς, οι ξεχωριστές στιγμές στην πολιτική έχουν μεγάλη σημασία.
Η περασμένη Κυριακή ήταν, λοιπόν, μια τέτοια στιγμή, η στιγμή Τσίπρα. Σε συνθήκες μουδιασμένης δυσφορίας και κακοφορμισμένης δυσπιστίας, ο Αλέξης Τσίπρας ξαναβγαίνει πρωθυπουργός. Με νωπή μια σοβαρή διάσπαση και τη φυγή των «κινηματικών» του τομέων, ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε.
Αυτό είναι, προφανώς, το γεγονός που ενδιαφέρει κυρίως τους φωτογράφους της συγκυρίας, τους Έλληνες και ξένους παρατηρητές των πολιτικών εξελίξεων.
Από εδώ, νομίζω, πρέπει να ξεκινήσουν οι ερμηνείες μας και η κριτική. Από την υπόθεση ότι το πλέγμα ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. αποτυπώνει μια ορισμένη λαϊκότητα η οποία ψάχνεται ανάμεσα σε παράδοση και εκσυγχρονισμό.
Η νίκη είναι αδιαμφισβήτητη, διότι στην πολιτική το κύριο είναι η κατανομή της εξουσίας και όχι η δικαιοσύνη, η αλήθεια και η τύχη της ορθολογικότητας. Αυτό, τουλάχιστον, ισχυρίζεται πάντοτε η ρεαλιστική πολιτική σκέψη, μια σκέψη που θέλει να κρατάει σε απόσταση ασφαλείας τις εύλογες ηθικές ανησυχίες και την αγωνία (κάποιων) διανοούμενων για αξίες.
Ο Αλέξης Τσίπρας μοιάζει να είναι ένας καλός μαθητής του ρεαλισμού της κατίσχυσης. Για παράδειγμα, τις τελευταίες μέρες της προεκλογικής περιόδου διέρρεε επίμονα ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήθελε πια τους ΑΝ.ΕΛ. ως συμμάχους και ότι αναζητούσε, στα σοβαρά, μια συμφιλίωση με το Κέντρο και την Κεντροαριστερά. Η πληροφορία ήταν φυσικά αληθινή αλλά και ψευδής συγχρόνως: ηχούσε κυρίως ευχάριστα και κάπως ανακουφιστικά στους προοδευτικούς του Κέντρου, ενώ την ίδια στιγμή έστελνε θετικό σήμα και στις Βρυξέλλες ή στο Βερολίνο. Όταν όμως το αποτέλεσμα έδειξε την επιβίωση του Πάνου Καμμένου, ήλθαν αμέσως οι αγκαλιές και τα γέλια ευτυχίας πάνω στη σκηνή. Δίχως καμία επιφύλαξη, ο ηγέτης της «νέας Κεντροαριστεράς» (όπως γράφουν κάποιοι) θα επιβεβαιώσει την αρχική του επιλογή.
Η στιγμή Τσίπρα είναι, ωστόσο, μέρος ενός πλάνου, όχι το σύνολο. Διότι αυτή η νίκη συνοδεύεται από πολλές, ταυτόχρονες ήττες που κανένας δεν μπορεί να τις υποτιμά.
Η Ελλάδα του ύστερου μνημονίου φανέρωσε τις μεταστάσεις της Αγανάκτησης. Θα αναθέσει, ασφαλώς, στους ηθοποιούς της αντιμνημονιακής δραματουργίας να διαχειριστούν το νέο Μνημόνιο. Από την άλλη, όμως, βλέπουμε να σταθεροποιεί τα ερείσματα της νεοναζιστικής Ακροδεξιάς. H Xρυσή Αυγή αυτοσυστήνεται στα παραζαλισμένα μικροαστικά στρώματα ως ανάχωμα στο χάος και στις «προδοσίες των ελίτ».
Η άλλη ήττα της πολιτικής είναι φυσικά η εκλογική αποχή, στις καινούργιες διαστάσεις της. Παρά το ότι η αποχή δεν έχει μία και μόνο αιτιολόγηση και ερμηνεία, η αποσκίρτηση εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων απ' την κεντρική τελετουργία της δημοκρατικής ζωής είναι τραυματικό γεγονός.
Αν, δηλαδή, η νέα φάση είναι απλώς πολιτικές τεχνικές για να «αποτελειωθούν» κάποιοι και να κυριαρχήσουν πολιτικά άλλοι, η κρίση θα είναι πάντα εδώ και θα τρώει τις σάρκες μας. Και μαζί την ψυχή της δημοκρατίας.
Νικά η Αριστερά, λοιπόν; Αυτή η Αριστερά που προσαρμόζεται στην τεχνολογία της εξουσίας, που αποβάλλει τους «μεταφυσικούς» της πιστούς και ανοίγεται στην πραγματικότητα;
Αλλά η ρητορική Τσίπρα είναι ήδη μια ράμπα που κυλάει από τον αντιστασιακό εθνοκεντρισμό σε μια προστατευτική, «σοσιαλίζουσα» γλώσσα. Ενσωματώνει πολλή σημειολογία καραμανλική και ηχοχρώματα ανδρεϊκά. Αυτό πλέον κατοχυρώνει ένα πολιτικό έδαφος, μια εθνική πολιτική επικράτεια που πάει πέραν της Αριστεράς.
Από εδώ, νομίζω, πρέπει να ξεκινήσουν οι ερμηνείες μας και η κριτική. Από την υπόθεση ότι το πλέγμα ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. αποτυπώνει μια ορισμένη λαϊκότητα η οποία ψάχνεται ανάμεσα σε παράδοση και εκσυγχρονισμό. Πώς, όμως, τα επιχειρεί αυτά; Με ποια εργαλεία, με ποιες πρακτικές και με ποια βασικά πρόσωπα;
Στο σημείο αυτό εγώ διακρίνω μια άλλη ήττα: το ότι ένας ρεαλισμός κατώτερος των προσδοκιών, ένας ρεαλισμός προσαρμογής στις οικείες πατέντες του «ελληνικού μοντέλου» επωμίζεται τελικά τον ρόλο του ανορθωτικού υποκειμένου. Ανακυκλώνοντας κομμουνιστογενή θλίψη και κουβαλώντας παλαιο-σοσιαλδημοκρατικό κρατισμό ή εθνικό ρομαντισμό του «ματώσαμε», βαδίζουμε προς το μέλλον. Χωρίς ενδιαφέρον (μέχρι τώρα τουλάχιστον) για μελετημένη διέξοδο από την οικονομική και κοινωνική οπισθοδρόμηση. Με μια φρασεολογία αντι-λιτότητας σπεύδουμε σε χρονοδιαγράμματα πράξεων σκληρής, υλικά, πολιτικής.
Μήπως, όμως, μια πιο συμπονετική κοινωνικά και «διεκδικητική εθνικά» πόζα προωθεί αποτελεσματικότερα τις μεταρρυθμίσεις;
Αυτό πιστεύουν τώρα κάποιοι ρεαλιστές των αγορών που δείχνουν να προσαρμόζονται κι αυτοί στην κατάσταση. Λίγα, όμως, μπορεί να χτιστούν με φτηνά υλικά και παιχνίδια οπορτουνιστικής ισορροπίας. Αν, δηλαδή, η νέα φάση είναι απλώς πολιτικές τεχνικές για να «αποτελειωθούν» κάποιοι και να κυριαρχήσουν πολιτικά άλλοι, η κρίση θα είναι πάντα εδώ και θα τρώει τις σάρκες μας. Και μαζί την ψυχή της δημοκρατίας.
σχόλια