«Πάντα γίνονται έντονες συζητήσεις στην Ελλάδα» μου λέει ο Μπερνάρ Τσουμί, ο Γαλλο-ελβετός αρχιτέκτονας του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης. Του έχω ζητήσει να σχολιάσει τις έντονες αντιδράσεις που εκφράστηκαν από το Συμβούλιο των Μουσείων (ένα κτίριο που καταπίνει τα εκθέματα;) κατά την παρουσίαση της μουσειολογικής μελέτης και το βέβαιο είναι ότι δεν περιμένω αυτήν τη φλεγματική, αν και κάπως κλισέ και γραφική απάντηση: «lively discussions always take place in Greece». Του αρκεί ότι τελικά το συμβούλιο έδωσε το πράσινο φως, προσπερνώντας τον ποταμό υποδείξεων: «οι τεράστιες κολόνες συντρίβουν τις κόρες», «τα εκμαγεία μειώνουν τα αυθεντικά αρχαία», «το φως δεν αναδεικνύει τα γλυπτά». Δυο μέρες μετά τη συζήτησή μας, και ενώ έχει ανακοινωθεί ότι τα εγκαίνια θα γίνουν στις 20 Ιουνίου, οκτώ Έλληνες αρχιτέκτονες κατέθεσαν αναφορά στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών, ζητώντας άμεση επέμβαση για να «διορθωθούν κατασκευαστικές αστοχίες».
Αυτό το συνεχές fusion συγκινήσεων, εντάσεων, αντιρρήσεων καταδιώκει το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης από την πρώτη στιγμή. Τι πραγματικά συμβαίνει; Χτυπιέται σκόπιμα από δυσαρεστημένους που έμειναν εκτός (διοίκησης, μελέτης, κατασκευής, διαχείρισης, τελετής εγκαινίων;) ή όντως στην πορεία από την προκήρυξη του πρώτου διαγωνισμού το 1989 από τη Μελίνα Μερκούρη μέχρι σήμερα, με την ακύρωση του πολύκροτου διαγωνισμού για την τελετή εγκαινίων των 6 εκατομμυρίων ευρώ, έχουν γίνει συσσωρευμένα λάθη και παραλείψεις; Ή μήπως είναι απλά και μόνο θέμα ιδιοσυγκρασίας, όπως περίπου το έθεσε με κομψότητα ο Τσουμί;
«Όποιος αρχιτέκτονας θα ήθελε να συγκριθεί το κτίριό του με τον Παρθενώνα θα ήταν είναι παράφρων» έγραψε ο κριτικός αρχιτεκτονικής των «New York Times» Νicolai Ouroussoff ,για να συνεχίσει λέγοντας πως «ο Τσουμί τα κατάφερε δαμάζοντας το εγώ του». Με τις αντιρρήσεις περί κελύφους, αρχιτεκτονικών επιλογών και του αιτήματος κατεδάφισης των δύο περίφημων κτιρίων στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου να έχουν όχι ακριβώς κοπάσει αλλά οπωσδήποτε χωνευτεί, αυτόν το μήνα άνοιξε ένας νέος μεγάλος κύκλος συζητήσεων, αυτήν τη φορά σε σχέση με τη μουσειολογική μελέτη. Από τις μέρες που με ανατριχίλα παρακολουθούσαμε σιωπηλοί τις αιωρούμενες Καρυάτιδες να μπαίνουν στο μουσείο -ο πρόεδρος του Οργανισμού Ανέγερσης του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης Δημήτρης Παντερμαλής εξομολογείται πως ένιωσε «μια αίσθηση ανάστασης»- μέχρι σήμερα, τα συναισθήματα έχουν αναμοχλευθεί πολλές φορές.
Δάσος κιόνων/δάσος Εγώ
Ο Μπερνάρ Τσουμί εξηγεί στη LifO πώς ακριβώς σχεδίασε τις αίθουσες: «Είχαμε μια πολύ συγκεκριμένη λίστα με φωτογραφίες και διαστάσεις σχεδόν όλων των εκθεμάτων, αρχιτεκτονικών θραυσμάτων, γλυπτών και αγαλμάτων. Τοποθετήσαμε τα μεγαλύτερα κομμάτια (τα αετώματα, τη ζωφόρο) σχεδόν από τις πρώτες πρώτες μέρες που καταπιαστήκαμε με το σχεδιασμό. Για τα μικρότερα ατομικά γλυπτά ή αγάλματα δημιουργήθηκε η μεγάλη αίθουσα των Αρχαϊκών, προκειμένου οι επιμελητές να τοποθετήσουν τα γλυπτά ανάλογα με τον τύπο, την ιστορία τους κ.λπ.». Πολλά από τα μέλη του Συμβουλίου Μουσείων όμως θεωρούν πως το μεγάλο ύψος της αίθουσας αυτής αλλά και γενικά το δάσος των κιόνων μειώνουν τα εκθέματα. Επιμένουν πως ο φωτισμός είναι πλημμελής, η επιλογή της τοποθέτησης κάποιων έργων ατυχής, κυρίως η τοποθέτηση της ζωφόρου του Παρθενώνα σε σχετικά χαμηλό ύψος. Λένε ακόμη και ότι δεν υπάρχει ικανή αντισεισμική πρόβλεψη. Ο Δημήτρης Παντερμαλής δεν αισθάνεται πικραμένος: «Δεν υπάρχει θέμα προσωπικής πικρίας, δεν αισθάνθηκα καμία επίθεση. Ακούστηκαν απόψεις που αποκλίνουν από τη δική μου και αυτό είναι νόμιμο και κατανοητό» λέει, εξηγώντας πως για τον ίδιο και τον Τσουμί ήταν αυτονόητο να χρησιμοποιηθεί η τοπογραφία ως καμβάς για να στηθούν τα εκθέματα. «Θεωρούμε πως η επιλογή ενός και μόνο κριτηρίου για ένα χώρο που έχει τεράστια σημασία και είναι επίσης εξαιρετικά σύνθετος θα ήταν λάθος. Η έκθεση έχει ως στόχο να αναδείξει τα βασικά χαρακτηριστικά της Ακρόπολης, τολμά να κάνει υπερβάσεις και έχει πλήρη συνείδηση ότι το μουσείο αυτό στεγάζει τα αρχέτυπα καλλιτεχνημάτων που προσδιόρισαν σε μεγάλο βαθμό το δυτικό πολιτισμό, όπως οι Καρυάτιδες». Μια βασική υπέρβαση που θα δούμε στο Νέο Μουσείο της Ακρόπολης μετά τις 20 Ιουνίου -οπότε και θα γίνουν τα θυρανοίξια- θα είναι ότι η χρονική εξέλιξη δεν αποτέλεσε βασικό κριτήριο για την τοποθέτηση των εκθεμάτων, δεν τα καταδυναστεύει.
Αντιρρήσεις για τη μουσειολογική μελέτη και τα κριτήριά της εκφράζει ο διευθυντής του Βυζαντινού Μουσείου Δημήτρης Κωνστάντιος: «Έχω διαφορετική προσέγγιση» μου ξεκαθαρίζει εξαρχής. «Πιστεύω ότι τα αντικείμενα είναι πηγή της ιστορίας και σε ένα μουσείο θα πρέπει να παρουσιάζονται θεματικά, σε σχέση με το ιστορικό και το πολιτιστικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται. Πιστεύω περισσότερο στην ερμηνεία των υλικών κατάλοιπων του παρελθόντος, ακόμα και εάν είναι τα αριστουργήματα της Ακρόπολης, αφού δεν χάνουν ποτέ το αισθητικό τους κάλλος, αλλά ταυτόχρονα αναδεικνύονται οι ιδέες τα νοήματα, τα μηνύματα που εκπέμπουν. Τα αριστουργήματα δεν αξίζουν να τους συμπεριφερόμαστε μόνο ως αντικείμενα ενός ψυχρού αισθητισμού αλλά ως μαρτυρίες ενός μεγάλου πολιτισμού». Περιθώριο για σημαντικές αλλαγές δεν υπάρχει, αν και ο κ. Κωνστάντιος πιστεύει πως βελτιωτικές παρεμβάσεις -μουσειολογικού και μουσειογραφικού χαρακτήρα- θα μπορούσαν να γίνουν, ίσως στην αίθουσα των γλυπτών.
Το θέμα του αισθητισμού που τίθεται δεν ενοχλεί τη διευθύντρια του ΕΜΣΤ Αννα Καφέτση. Κάθε άλλο: «Σε ό,τι αφορά την ουσία της μουσειολογικής πρότασης, με κέντρισε πολύ η πρόταξη του αισθητικού βιώματος έναντι ενός -βαρετού σε κάθε περίπτωση- διδακτισμού. Το μουσείο, κάθε μουσείο, δεν είναι σχολείο. Είναι πριν απ' όλα τόπος αισθητικής εμπειρίας. Συγκεκριμένες επίσης επιλογές και πρακτικές στο στήσιμο των γλυπτών και των εκθεμάτων έχουν ένα αντι-μνημειακό χαρακτήρα και κάπου απομυθοποιητικό. Αυτή την κριτική ματιά τη βρίσκω ιδεολογικά εξαιρετικά ενδιαφέρουσα στην εποχή μας». Η προσέγγιση του αισθητικού βιώματος είναι βέβαια ένα σημείο που προκαλεί αντιδράσεις και ενστάσεις σε μέλη του συμβουλίου των μουσείων, πολλοί από τους οποίους τόνισαν πολλαπλώς το γεγονός ότι δεν χρησιμοποιήθηκε μουσειολόγος. Κρίθηκε όμως από τον Μπερνάρ Τσουμί και τον Δημήτρη Παντερμαλή πως δεν χρειάζεται, εξαιτίας της φύσης του μουσείου. Εδώ τον πρώτο λόγο τον παίρνουν μοιραία οι αρχαιολόγοι, εξαιτίας του θραυσματικού χαρακτήρα των έργων. Τα περισσότερα συντίθενται από άπειρα θραύσματα, κάτι που μόνο ένας αρχαιολόγος μπορεί να κάνει.
Ένα σημαντικό θέμα που αναδύεται είναι αυτό της συμπαρουσίασης των προτύπων και των αντιγράφων, οι εικόνες των οποίων θα προβάλλονται δίπλα ή και πολλές φορές θα «κολλάνε» πάνω στα αντίγραφα. Η επιλογή κατακρίθηκε από κάποιους, ενώ η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα φέρεται να αναρωτήθηκε αν «τα εκμαγεία θα μειώνουν τα αυθεντικά αρχαία».
«Σε κάθε διαγωνισμό μελέτης και πολύ περισσότερο στο συγκεκριμένο μουσείο, όταν βάζεις συγκεκριμένες προδιαγραφές, γνωρίζεις κατά κανόνα μόνιμα εκθέματα, τρόπους παρουσίασης, λειτουργίες» σημειώνει η Άννα Καφέτση. «Το κτίριο έχει σήμερα ολοκληρωθεί με βάση αυτές τις αρχές. Επιπλέον, μπορεί κανείς να φανταστεί τη συνεργασία και τη φοβερή δουλειά που έχει ήδη γίνει μεταξύ μελετητών και αρχαιολόγων, και μάλιστα αυτού του κύρους. Δεν είναι χθεσινή η δουλειά αυτή. Άρα, θεωρώ και κάπου αστείο να ανησυχεί κανείς αίφνης για το ύψος των βιτρινών ή τη στατική τους επάρκεια...».
2,5 λεπτά και έξι εκατομμύρια ευρώ
Όσο και αν οι αντιρρήσεις του συμβουλίου των μουσείων και ο διάλογος που άνοιξε έχει ενδιαφέρον, τίποτα δεν είναι περισσότερο ιντριγκαδόρικο από τον περίφημο διαγωνισμό για τα εγκαίνια. Ένα τοπίο ομιχλώδες και πολλαπλών ερμηνειών που κάποια στιγμή «έφερε» τον Δημήτρη Παπαϊωάννου να παίρνει έξι εκατομμύρια ευρώ για την τελετή των εγκαινίων (σε κάποιο ρεπορτάζ έγινε αναφορά ακόμη και για 12 εκατομμύρια ευρώ). Το ποσό αυτό προφανώς αφορούσε το σύνολο της οργάνωσης και εκτέλεσης της τελετής, για την οποία ο καλλιτέχνης θα προσέφερε την εθελοντική του διαθεσιμότητα. Παραμένει αδιευκρίνιστο υπό ποιες συνθήκες καθορίστηκε το budget των έξι εκατομμυρίων ευρώ, από τη στιγμή που δεν υπήρχε συγκεκριμένη πρόταση ή ομάδα εργασίας.
Για την ακρίβεια, οι πληροφορίες λένε πως ο δημιουργός είχε προτείνει δύο ιδέες -απορρίφθηκαν και οι δύο ως πολιτικά τολμηρές- διάρκειας δυόμισι λεπτών και ελάχιστου κόστους. Δυο προτάσεις σοκαριστικές, με σαφές επικοινωνιακό μήνυμα. Το σημείο όμως που οδήγησε στην οριστική αποχώρηση του Δημήτρη Παπαϊωάννου από την υπόθεση των εγκαινίων -αν και ποτέ δεν είχε γίνει επίσημη συμφωνία μεταξύ των δυο μερών- ήταν η απόφαση για την προκήρυξη του διαγωνισμού που καλούσε τις διαφημιστικές εταιρείες να καταθέσουν τις δημιουργικές τους ιδέες για την τελετή των εγκαινίων χωρίς τη συμμετοχή του ούτε στην προκήρυξη αλλά κυρίως, ούτε στην τελική επιλογή.
Μετά από μια μακρά περίοδο σύγχυσης και ταλαντεύσεων, φτάσαμε στην απόφαση του Αντώνη Σαμαρά, την πρώτη του απόφαση ως υπουργός Πολιτισμού, να ακυρώσει το διαγωνισμό και να ανακοινώσει ότι το κόστος της τελετής θα είναι το μισό (και κάτω) από αυτό που αρχικά ανακοινώθηκε. Ο κ. Σαμαράς, ο οποίος δεν δέχθηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις μας για το ρεπορτάζ και παρέπεμψε στο... μέλλον και στις απαντήσεις που έδωσε στη συνέντευξη Τύπου, αποφάσισε επίσης αρμόδιες για την τελετή των εγκαινίων να είναι υπηρεσίες του ΥΠΠΟ. Το σενάριο για πιθανή συμμετοχή του Δημήτρη Παπαϊωάννου έχει αποκλειστεί από τον ίδιο τον καλλιτέχνη, ο οποίος παραμένει «ερωτευμένος με το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης» και ανά πάσα στιγμή διαθέσιμος για συνεργασία με τον ίδιο τον Δημήτρη Παντερμαλή, χωρίς καμία υπουργική ή πολιτική εμπλοκή. Ο τελευταίος υπογραμμίζει πάντως με νόημα ότι «την ιδανική τελετή εγκαινίων θα την υπαγορεύσουν τα ίδια τα εκθέματα...».
Το ιπτάμενο μουσείο
Μια από τις αγαπημένες εκφράσεις των ξένων δημοσιογράφων που περιγράφουν το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης είναι αυτή του μουσείου που πετάει πάνω από τα αρχαία, τα οποία βρίσκονται κάτω από την κατασκευή. Περπατώντας πάνω στο γυάλινο δάπεδο που ξεγυμνώνει τα αρχαία από κάτω, την πρώτη φορά νιώθεις ίλιγγο - το δέος έρχεται αργότερα, είναι η αλήθεια. Αυτό το εύρημα όμως της συνομιλίας του μουσείου όχι μόνο με τον Παρθενώνα αλλά και με την ανασκαμμένη γη οδήγησε στη νέα μεγάλη καταγγελία που μόλις πριν λίγες μέρες ξέσπασε. Οκτώ αρχιτέκτονες (Έρικα Βασιλά, Ουρανία Γαζέπη, Μιχάλης Γρηγορίου, Αντώνιος Μαούνης, Μυρτώ Μυριαλή, Μαρία Παπασυμεών, Χρυσούλα Λαχανά και Αναστάσιος Σουγιούλ) έκαναν αναφορά στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών και ζητούν να ελεγχθεί η ασφάλεια των γυάλινων δαπέδων, καταγγέλλοντας αρχιτεκτονικές αστοχίες και ζητώντας απόδοση ευθυνών. Κάνουν λόγο για διαγώνιες ρωγμές στις γωνίες των υαλοπινάκων που αποτελούν το δάπεδο του προθαλάμου της αίθουσας του Παρθενώνα και καταγγέλλουν πως «το γεγονός ότι οι ρωγμές αυτές είναι επαναλαμβανόμενες και συστηματικές καθιστά αυτοπόδεικτο το ότι δεν πρόκειται για τυχαίο γεγονός αλλά για κατασκευαστική αστοχία». Σημειώνουν επίσης πως, όταν περπατούν πολλά άτομα μαζί, η ταλάντωση του δαπέδου είναι ιδιαίτερα έντονη.
Μετά την μεταφορά των ντελικάτων Καρυάτιδων, τα ραγισμένα πατώματα ενός μουσείου που αμφισβητήθηκε όσο λίγα παγκοσμίως κάνουν την 20ή Ιουνίου να μοιάζει ακόμη πιο μακρινή. Ακόμη και αν ο Δημήτρης Παντερμαλής περιμένει με αγωνία τις επόμενες μέρες να φτάσουν τα τελευταία εκθέματα της Ακρόπολης που ήταν διασκορπισμένα σε άλλα μουσεία της χώρας. «Προσωπικά δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να εκφράζει συναισθήματα, διότι πρέπει να αντιμετωπίσω ένα τεράστιο πλέγμα ζητημάτων και θεμάτων που έχουν σχέση με το μουσείο».
σχόλια