Οι Έλληνες ηθοποιοί λατρεύουν το τραγούδι. Μερικοί θα διακινδυνεύσω να πω ότι τραγουδούν καλύτερα από πολλούς τραγουδιστές. Επίσης, στους τραγουδιστές αρέσει πολύ να παίζουν στο θέατρο, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.
Βλέπεις γύρω ανθρώπους που τους θαυμάζουν και παρέες που δεν τους έχουν δει ποτέ στο θέατρο να ακούνε σιωπηλά το «ένα βράδυ που 'βρεχε». Τσούγκρισμα ποτηριών. Και αγαπάς την Αθήνα επειδή υπάρχει και αυτό.
Η Λένα Κιτσοπούλου τραγουδάει από παλιά. Από μαθήτρια στη σχολή. Ανάμεσα σε παραστάσεις, μετά από παραστάσεις, μέσα στις παραστάσεις. Τα καλοκαίρια τραγουδάει στη Σαντορίνη, σε γάμους – εκεί είναι απλώς η τραγουδίστρια, δεν την ξέρει κανείς. Έχει υπέροχη φωνή. Έχει και κάτι άλλο. Ένα βαθύ αίσθημα που διαποτίζει την ατμόσφαιρα, γεμίζει τον κενό χώρο. Αν την ξέρεις λίγο περισσότερο, διακινδυνεύεις να πεις ότι είναι μια σύγχρονη ρεμπέτισσα. Και ο Γιάννος Περλέγκας το ίδιο. Παίζει ρεμπέτικη κιθάρα και μπουζούκι. Εδώ και χρόνια. Ξέρει τα ρεμπέτικα τόσο καλά, μαγεύεσαι όταν διαλέγει τραγούδια. Φέτος οι δυο τους και οι «Ραστ Χιτζάζ», η κομπανία που έστησε ο Γιάννος, δυο μουσικοί με σπουδαίες λαϊκές φωνές, ο Στράτος Γκρίντζαλης και ο Μπάμπης Παπαδημητρίου, τα έχουν δώσει κυριολεκτικά όλα: τραγουδάνε κάθε Τετάρτη και Κυριακή μεσημέρι στα Μπριζολάκια στην Ευελπίδων, κάθε Σάββατο μεσημέρι στη Δραπετσώνα, στην Αναδρομή (Αγ. Παντελεήμονα 2), και στη Φιάλη, στην Πανόρμου, κάθε Παρασκευή βράδυ. «Αντέχουμε γιατί γουστάρουμε πολύ», μας λέει ο Γιάννος Περλέγκας, «πέρα απ' το ότι είναι και ένας τρόπος να ζήσουμε. Είναι ωραία. Τραγουδάμε και βγαίνουμε έτσι από μια μιζέρια που εύκολα μπορεί να την έχει κάποιος σήμερα, ειδικά στη δουλειά μας, που έγινε μια δουλειά πολυτελείας, από την οποία μπορούμε να ζήσουμε δύσκολα. Εκεί, στη Δραπετσώνα, την ώρα που τραγουδάμε, βλέπω τα καράβια να περνάνε και τα ξεχνάω όλα». Η Κιτσοπούλου και ο Περλέγκας έχουν μια αγάπη αυθεντική και βαθιά για το τραγούδι. Εκεί, απέναντι στον κόσμο, είναι ηθοποιοί αλλά και δεν είναι. Τραγουδάνε με τον τρόπο τους, σαν μικρούς μονολόγους τα τραγούδια, αλλά καθόλου θεατρικά, καθόλου με στόμφο, καθόλου σαν να βρίσκονται σε σκηνή, είναι εδώ, απέναντί σου, σαν φοιτητική παρέα, χωρίς αμπέχονα. Έτσι, κάθεσαι κι ακούς έναν Τσιτσάνη, «... και μας φώναζε το κύμα, το φιλί δεν είναι κρίμα...», και κοιτάζεις τους καλλιτέχνες που δεν κάθονται ήσυχα, που δεν τους νοιάζει αν είναι χοτ, υπερταλαντούχοι. Βλέπεις γύρω ανθρώπους που τους θαυμάζουν και παρέες που δεν τους έχουν δει ποτέ στο θέατρο να ακούνε σιωπηλά το «ένα βράδυ που 'βρεχε». Τσούγκρισμα ποτηριών. Και αγαπάς την Αθήνα επειδή υπάρχει και αυτό.
σχόλια