Μοναξιά και τρυφερότητα και σαρκασμός -αυτή είναι η ποίηση του Χρήστου Βαλαβανίδη. Από τους πιο ιδιαίτερους της γενιάς του '70, παιδί παιδάκι του Κωστάκη Καρυωτάκη - θλίψη, πικρότατη σάτιρα, στίχοι που σε κάνουν κομματάκια πριν καλά καλά καταλάβεις από που σου ήρθε το ξυράφι.
Το κουρέλι, ο Ρίκης του Μορμόλη, ο Χρήστος του Ντόγκβιλ και της Δωδεκάτης Νύχτας και των Αυθαίρετων και μιας ηλικίας που χάθηκε για πάντα.
Κι ένα ποίημα από το 1970 - εκείνη τη χρονιά ο Σάκης Καράγιωργας καταδικαζόταν σε ισόβια, η Ντέλλα Ρουφογάλη κάλπαζε στο τίποτε, ο Γιάννης Βογιατζής τραγουδούσε Αδέλφια μου αλήτες πουλιά, κι αυτός εξέδιδε την πρώτη του ποιητική συλλογή.
Ήταν εικοσιέξι χρονών.
(Λίγα χρόνια μετά θα μαθαίναμε ότι όταν κι εμείς χαθούμε, η δική μας ηλικία μπορεί να έχει, εκτός από Ινδίες, και το όνομα Βέρα.)
Θα φύγω με τα πόδια στις Ινδίες
κι ίσως να πάω ακόμη πιο μακριά,
σ' όσους ρωτάνε «πού πηγαίνεις;» θ' απαντάω:
«ψάχνω μια κόλαση με σάρκα και οστά».
«εδώ δεν έχει πια που να πατήσεις»
παντού μερμήγκια, σαύρες και σκορπιοί,
στη θάλασσα παραμονεύουνε κονσέρβες
κ' οι τροχονόμοι γίναν δύτες κ'ηθοποιοί.
Μετά το ματς γυρνούν όλοι στο σπίτι τους και
τρώνε,
κοιτάζουν στην τηλεόραση τον πόλεμο μακρυά,
οι γλάστρες τους μαραίνονται καθώς αυτοί
κοιμώνται,
μες στο ψυγείο κάθεται ο διάολος και γελά.
Φυτρώσανε στους τάφους ναύλoν άνθη
κι οι αστυνόμοι δέρνουν τον κρατούμενο λυτό,
όλα επιτρέπονται—ακόμη και τα άγχη
μπροστά στο μνήμα του Λευτέρη δάκρυα από μπετόν.
Απ' ώρα σε ώρα θα συλλάβουνε κι εμένα,
ίσως γιατί θα ξέχασα να βάλω το μπριλκρήμ,
μπροστά στη λάμπα αν με ρωτήσουνε «ποιος είσαι;»
θα πω πως είμαι το πανίσχυρο το Βιμ.
Κι έτσι θα φύγω με τα πόδια στις Ινδίες
κι ίσως να πάω ακόμη πιο μακρυά,
σ' όσους ρωτάνε «πού πηγαίνεις;» θ' απαντάω:
«ψάχνω μια κόλαση με σάρκα και οστά».
Χρήστος Βαλαβανίδης ,''Θα πάω εκεί..'', 1970
---------------------------------------------------------------
(Ίσως κάποτε μάθουμε γιατί ήρθαμε σ' αυτό το πάρτυ,κύριε Χρήστο..)
σχόλια