Πριν από χρόνια ο Αμερικανός μυθιστοριογράφος είχε θέσει πολύ καλά αυτό που βιώνουμε σήμερα. «Ένα αισιόδοξος πιστεύει ότι ζούμε στον καλύτερο δυνατό κόσμο. Ένας απαισιόδοξος φοβάται ότι αυτό είναι αλήθεια», είχε γράψει και οι θιασώτες του αρνητισμού ανά τον πλανήτη τον επευφημούν. Και η κατάμαυρη αλήθεια είναι ότι μακριά από τις περιγραφές για ηλιόλουστα πρωινά και ιδανικές ζωές, το να βλέπεις τον κόσμο από μία κάπως σκοτεινή γωνιά είναι ένα είδος καλλιτεχνίας, για να μην πούμε μία Τέχνη από μόνο του.
Γιατί αν πάψουμε να θεωρούμε τους απαισιόδοξους ανθρώπους μίζερους, ενδεχομένως και «μαυρόγατες», τότε ίσως έρθουμε σε επαφή με τον εξαιρετικά αξιοσημείωτο τρόπο με τον οποίο αξιοποιούν αυτό που για όλους μας είναι το αρνητικό, το χειρότερο δυνατό, το πεσιμιστικό σενάριο.
Για παράδειγμα, ένα γεγονός ή μία συνειδητότητα που μπορεί να προκαλέσει συνολικά θλίψη στην κοινωνία, για τους υποστηρικτές του αρνητισμού, είναι ταυτόχρονα κάτι που μπορεί να δημιουργήσει ένα πανίσχυρο αίσθημα αλληλεγγύης και να συσφίξει τους δεσμούς των ανθρώπων. Μόνο τα οικουμενικά βάσανα μπορούν να δημιουργήσουν τέτοια αρραγή συσπείρωση, ισχυρίζονται οι αρνητικοί τύποι στο γραφείο, στα ΜΜΜ, στη ζωή μας, εν γένει.
Οι φιλόσοφοι, πάντοτε προσέδιδαν στον αρνητισμό περισσότερες από μία αποχρώσεις: διέκριναν ότι μέσα του κρύβεται ο σπόρος της κριτικής σκέψης, ένα ευεργετικό καθήκον που έχει ο άνθρωπος να ασχολείται σοβαρά με τον «μέσα» κόσμο του και να παρακολουθεί με προσοχή τις μεταβολές των συναισθημάτων, με την ίδια σπουδή που παρακολουθεί ο ασθενής τον πυρετό του.
Κατά τη ρήση του Κάμπελ, βέβαια, υπάρχει αρετή στην αρνητική σκέψη, ένα είδος υπεύθυνου κυνισμού που όχι απλώς πάει κόντρα στη ζαχαρούχα μόδα του «όλα θα πάνε καλά» ή «του χαμογελάτε, είναι μεταδοτικό», αλλά εξηγεί γιατί ο αρνητισμός συγκρατεί τις κοινωνίες από μία κούφια αισιοδοξία και μία εντελώς καταστροφική αναίτια χαρά, που κρύβεται πίσω από μεγάλες τραγωδίες, από ατυχήματα που κανείς δεν περίμενε, από «ναυάγια» πραγματικά της θάλασσας ή της ζωής, εκεί που το κύμα έμοιαζε απαλό και τελικά ήταν απόνερα του παγόβουνου που καραδοκούσε πίσω από την ομίχλη...
Στις σύγχρονες κοινωνίες, ο αρνητισμός στους ανθρώπους θεωρείται μία νοοτροπία καταστροφική, μία παραδοχή ήττας, μία πορεία προς το τέλος –που μπορεί να είναι και ο θάνατος- χωρίς την παραμικρή αντίσταση, χωρίς καμία προσπάθεια, μία παράδοση αμαχητί. Όμως, οι φιλόσοφοι, πάντοτε προσέδιδαν στον αρνητισμό περισσότερες από μία αποχρώσεις: διέκριναν ότι μέσα του κρύβεται ο σπόρος της κριτικής σκέψης, ένα ευεργετικό καθήκον που έχει ο άνθρωπος να ασχολείται σοβαρά με τον «μέσα» κόσμο του και να παρακολουθεί με προσοχή τις μεταβολές των συναισθημάτων, με την ίδια σπουδή που παρακολουθεί ο ασθενής τον πυρετό του.
Ο αρνητισμός, κατά την ίδια σχολή, είναι μία διαδικασία σε απόλυτη εξέλιξη, μία παραγωγική πράξη, μία υγιής τάση για αποδόμηση και λιγότερο μία βίαιη καταστροφική ενέργεια. Συνεκδοχικά, ο άνθρωπος που εκπέμπει αρνητισμό –«κακή ενέργεια» το λένε οι οπαδοί της αιώνιας χαράς και της ευεξίας- είναι ένας εργατικός σκεπτόμενος και όχι ένας γρουσούζης, που παντού βλέπει μαύρο και για όλα φέρνει την καταστροφή.
Ένα παράδειγμα: το να προσπαθήσει κάποιος να αναβάλλει τη θλίψη που του προκαλεί η ανάκληση μίας τραυματικής εμπειρίας, δεν επιτυγχάνει τίποτα, παρά μόνο αναβολή αντιμετώπισης του ίδιου του προβλήματος, το οποίο εν συνεχεία «επιτίθεται» διογκωμένο.
Και μπορεί να μοιάζει αστείο, αλλά δεν είναι: βάσει έρευνας του Κέντρου Ψυχικής Υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου, στην οποία συμμετείχαν 2.000 ενήλικες προέκυψε ότι, κατά μέσο όρο, οι ενήλικες τείνουν να λένε «είμαι καλά» 14 φορές την εβδομάδα, να λένε αλήθεια τις δύο και από το σύνολο μόνο το 19% όντως να αισθάνεται καλά. Τι κι αν ο θύμος ή η θλίψη είναι επίσης πραγματικότητες της ζωής; Η άρνηση να αποδεχτούμε ότι είμαστε λυπημένοι ή εξοργισμένοι, η προσπάθειά μας να καταστείλουμε αυτά τα συναισθήματα, η επιβεβλημένη άποψη ότι «δεν πρέπει να είμαστε αρνητικοί» φτάνει να έχει επιπτώσεις ακόμη και στο σώμα μας.
Την ίδια στιγμή, μελέτες που δημοσιεύθηκαν στο πρόσφατο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ αναφέρουν ότι οι αρνητικές σκέψεις, επί της ουσίας, είναι ζωτικής σημασίας για την ευημερία των οικονομιών: το «αρνητικό σενάριο» είναι εκείνο που κάνει τους εμπλεκόμενους με την οικονομία ευφυείς, ευέλικτους, ευρηματικούς. Θα κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να μην πεινάσουν οι οικογένειες, οι επιχειρήσεις, οι οικονομίες της χώρας τους. Αν μάλιστα δεν προκύψει το «χειρότερο σενάριο», βάσει του οποίου έδρασαν, θα προκύψει και σπουδαίο αποθεματικό.
Και φυσικά είναι η κοινωνία που αγαπά τους θετικούς ανθρώπους. Ποιος θέλει για φίλο ή συνεργάτη του έναν απαισιόδοξο, γκρινιάρη που μοιάζει να μη χαίρεται με τίποτα και να μη χαμογελά ποτέ; Ακόμη και μια ματιά στα social media και διαπιστώνει κανείς –πέρα από την ευγενή φυλή των influencers- ότι άνθρωποι που γράφουν πάντα μόνο ωραία πράγματα, μόνο καλά λόγια για όλους και όλα, μόνο θετικά μηνύματα τείνουν να εισπράττουν τα περισσότερα likes, περισσότερα ακόμη και από ένα post που απηχεί μια σοβαρή σκέψη που αξίζει να ακουστεί.
Όμως, η σχολή του αρνητισμού, ακόμη και ο Άγγλος Ρομαντικός ποιητής Τζων Κητς το είχε αναγνωρίσει, μιλώντας για «μεθοδολογία της άρνησης», είναι σπουδαία κυρίως για την ευελιξία και τις προεκτάσεις που επιτρέπει σε όλους τους τομείς της ζωής.
Η μεθοδολογία αυτή ορίζει το εξής: αν η χαρά είναι η τάξη, η ηρεμία, η ησυχία, η δυνατότητα να νιώθει κανείς μόνο ωραία συναισθήματα, το μυαλό παραμένει σε στασιμότητα. Καμία δυσκολία εδώ, κανένα εμπόδιο να ξεπεραστεί, κανένα αίνιγμα που οφείλουμε να λύσουμε. Αντίθετα, στα δυσάρεστα συναισθήματα, σε αυτά που μας ξεβολεύουν κρύβεται εκτός από μυστήριο και δυσκολία, λύσεις και ακόνισμα του νου. Ο αισιόδοξος δεν είναι πάντα έτοιμος για την επίλυση δύσκολων προβλημάτων. Αντίθετα, ο πεσιμιστής, εκτός από γενναίες δόσεις ρεαλισμού, είναι ένας αισιόδοξος σε καταστολή. Κάποιος που θα 'θελε να περιμένει μόνο το καλό, αλλά επειδή δεν είναι καθόλου σίγουρος γι' αυτό, ακονίζει το μυαλό του για εναλλακτικές στην περίπτωση που όλα πάνε στραβά.
Η σχολή του αρνητισμού, κριτικά, εκφράζει την απόρριψη του σοβινιστικού θετικισμού που δηλώνει ότι ο κόσμος μπορεί να μας φανερώνεται μόνο μέσω εμπειρικών φαινομένων και που αγωνίζεται για απόλυτη γνώση και αλήθεια. Η τέχνη της αρνητικότητας αποκαλύπτει μια αμοιβαία απαίτηση για πλαστικότητα, ανοιχτό μυαλό και ελευθερία από την ολότητα των κανόνων και των απαντήσεων. Η χαρά δεν είναι θέσφατο. Δεν είναι κάποια σιγουριά. Θέλει κόπο, χρόνο και δουλειά και πολλές φορές δεν έρχεται ούτε και μετά απ' όλα αυτά.
Στις μέρες μας, ο «αρνητικός» είναι το διαμετρικό αντίθετο της «θετικής σκέψης», αν όχι ένας μηδενιστής. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν ουσιαστικά εμπειρικά στοιχεία που δείχνουν ότι οι άνθρωποι έχουν ενσωματωμένη προκατάληψη αρνητικότητας. Σύμφωνα με μια ερευνητική ομάδα με επικεφαλής την Amrisha Vaish στο Ινστιτούτο Max Planck υπάρχει μια σαφής «ασυμμετρία στον τρόπο με τον οποίο οι ενήλικες χρησιμοποιούν θετικές και αρνητικές πληροφορίες για να κατανοήσουν τον κόσμο τους. Συγκεκριμένα, σε μια σειρά ψυχολογικών καταστάσεων και καθηκόντων, οι ενήλικες εμφανίζουν προκατάληψη αρνητικότητας ή την τάση να παρακολουθούν, να μαθαίνουν και να χρησιμοποιούν αρνητικές πληροφορίες πολύ περισσότερο από τις θετικές πληροφορίες».
Βασικά, η έρευνά τους καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτό εξυπηρετεί μια εξελικτική λειτουργία στην ανθρώπινη ανάπτυξη. Μπορούμε, όμως, να μιλάμε για «τοξική θετικότητα»; Μπορούμε να ισχυριζόμαστε ότι αυτό είναι πιο επικίνδυνο ως φαινόμενο από τον αρνητισμό που όλοι ξορκίζουν σαν τον Διάβολο από τις ομάδες εργασίας και τις παρέες;
Ας το δούμε λίγο διαφορετικά, μέσω μερικών κλισέ που επαναλαμβάνουμε συχνά, ακόμη κι όταν δεν τα πιστεύουμε. Ή ακόμη χειρότερα, όταν διαφωνούμε και μας εξοργίζει να τα ακούμε.
«Όλα συμβαίνουν για κάποιον λόγο», μας λένε, όταν μας βρίσκει μια ατυχία, μια αρρώστια ή κάτι τελοσπάντων που δεν θέλαμε να μας συμβεί. Όχι, δεν συμβαίνουν όλα για κάποιον λόγο. Κάποια δε, καλύτερο θα ήταν να μη συμβούν ποτέ.
Αλλά δεν φτάνει να παρηγορήσουμε. Θέλουμε να βγάλουμε κάτι θετικό από την τραγωδία, λες και είναι υποχρέωσή μας. Αντί να αφήσουμε τον άλλο να θρηνήσει, να σκεφτεί, να αφομοιώσει αυτό που του συμβαίνει του επαναλαμβάνουμε κάτι για το οποίο αγνοούμε καλά – καλά αν είναι αλήθεια!
Η κουλτούρα – πλύση εγκεφάλου του #goodvibesonly είναι προφανής ακόμη και στο Instagram με περισσότερες 13 εκατομμύρια αναρτήσεις. Όμορφα τοπία, συγκλονιστικοί πίνακες, πιάτα και ροφήματα που μοιάζουν ψεύτικα, ουρανοί και θάλασσες και όμορφα αγόρια και κορίτσια: ούτε μια σταλιά ασκήμιας ή πραγματικότητας έστω, ούτε μισό ίχνος από οτιδήποτε θα μπορούσε να μας ξεβολέψει.
Περίεργο, όμως, γιατί στο ξεβόλεμα και στην ασχήμια είναι που γινόμαστε εφευρετικοί, ονειροπόλοι, καλλιτέχνες, επιστήμονες.
Με στοιχεία από Przekroj.pl