Θυμάμαι πάντα το μεσημέρι του Μαΐου του 2010, όταν σε καιρό ειρήνης, στο κέντρο της Αθήνας, βρήκαν βίαιο θάνατο τρεις άνθρωποι, οι οποίοι είχαν πάνω κάτω τα χρόνια μου. Έτυχε εκείνες τις ώρες να περνάω μπροστά από τη Μαρφίν∙ άκουγα τις φωνές του πλήθους, έβλεπα αυτό που βρισκόταν σε εξέλιξη. Έχει διαφορά, σκέφτομαι, σε ποια ηλικία και σε ποια φάση ζωής βρίσκεται κανείς όταν ο κόσμος του μοιάζει να κλονίζεται. Ο τρόπος που ερμηνεύει κανείς τα γεγονότα γύρω του συνδέεται με όσα συμβαίνουν μέσα του. Οι κρίσεις είναι συλλογικές, ναι, τις βιώνουμε όλοι μαζί, αλλά και ο καθένας ξεχωριστά.
Έπειτα από εκείνο το μεσημέρι είχα την αίσθηση ότι η Αθήνα είχε μετατραπεί σε μια ανοιχτή πληγή. Και η κρίση είχε ξαφνικά πάρει σάρκα και οστά, έγινε για μένα κάτι πολύ πραγματικό και αναπόδραστο – αν και τότε είχα ακόμη την ψευδαίσθηση ότι αν απομακρυνθώ γεωγραφικά όσο περισσότερο γίνεται από τον τόπο, αν αλλάξω χώρα ‒όπως και έκανα‒, θα ήταν εφικτό να ξεφύγω και από τον ζόφο στον οποίο είχαμε όλοι μαζί, συνειδητά, βυθιστεί. Αλλά πώς θα μπορούσα να μην κουβαλάω παντού, κρυφά, την πόλη μου; Και μαζί με την πόλη, τον πόνο της, την ένταση και το σκοτάδι της κρίσης. Ώσπου κι εκεί που ήμουν άρχισαν να φτάνουν, ακόμη θολά και ακαθόριστα, αλλά δυσοίωνα, τα προμηνύματα μιας νέας, ρευστής εποχής.
Και με αυτή την κληρονομιά, των χρόνων της κρίσης, μπήκαμε και παραμένουμε στην εποχή της πανδημίας μαζί με ολόκληρο τον πλανήτη. Είναι ιδιαίτερα σκληρή η εποχή που μας έτυχε; Είναι πρώτα απ’ όλα απρόβλεπτη, νομίζω. Και, ναι, μάλλον είναι πολύ σκληρή, αλλά όχι εξίσου σκληρή για όλους μας – γιατί πάνω στην κουβέντα για τα απανωτά χτυπήματα της τύχης στη γενιά μας κάπου υποβόσκει ο κίνδυνος να αρχίσουμε να αισθανόμαστε και λιγάκι ήρωες. Σε τέτοια περίπτωση, μπορεί να μας συνεφέρει η πραγματικότητα, που είναι αμείλικτη: Ο πόλεμος στην Ουκρανία ήρθε να επισκιάσει τα πάντα. Όσοι είμαστε ακόμα σε θέση να αναστοχαζόμαστε και να συζητούμε πάνω στη σκληρότητα και στην τρέλα των καιρών ένα ήρεμο ανοιξιάτικο βράδυ, πάνω από ένα ωραίο μπουκάλι κρασί, γνωρίζουμε τώρα πόσο προνομιούχοι είμαστε. Και ταυτόχρονα πόσο εύθραυστοι, και εμείς και αυτό που ζούμε.
Ορισμένοι ανάμεσά μας, εκτός από τη σκέψη, κάνουν και πράξεις. Αυτοί είναι οι δικοί μου ήρωες, οι Έλληνες γιατροί που επί μήνες ξημεροβραδιάζονταν στις κλινικές του Covid και οι Ουκρανοί συνάδελφοί τους που παραμένουν κοντά στους ασθενείς τους, μέσα σε νοσοκομεία που βομβαρδίζονται. Αλλά έχω κι έναν μικρό ήρωα, τον Βάνια, έναν όμορφο κοκκινομάλλη πιτσιρίκο από τη Μαριούπολη, που όταν άκουσε τις βόμβες σκέπασε με το σώμα του τον γάτο του, για να τον προστατεύσει. Η φωτογραφία του Βάνια με τον γάτο του μου φτιάχνει το κέφι, μου δίνει πίσω την εμπιστοσύνη στην ικανότητά μας για αγάπη. Όλοι οι διεθνείς αναλυτές προειδοποιούν ότι τα δύσκολα είναι μπροστά μας. Δυστυχώς, τους πιστεύω. Αλλά, όπως λέει σε ένα ποίημά της η Μέρι Όλιβερ (τη συνάντησα, με καθυστέρηση, μέσα στην κρίση), «I could skip sleep for the next hundred years».