Η πρεμιέρα της παράστασης των Rimini Protokoll «Adolf Hitler: Mein Kampf, Vol. 1&2» έγινε την Πέμπτη στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης Γραμμάτων & Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση σε μια κατάμεστη αίθουσα. Το εγχείρημα παρουσίαζε ενδιαφέρον τόσο καλλιτεχνικά, εφόσον πολλοί γνωρίζουν τη δουλειά της περίφημης ομάδας του «θεάτρου της πραγματικότητας» («Radio Muezzin», «Προμηθέας στην Αθήνα», «Situation Rooms»), όσο και κοινωνικο-πολιτικά, καθώς το πόνημα του Χίτλερ που γαλούχησε τη γενιά του πολέμου ήταν απαγορευμένο στη Γερμανία μέχρι το τέλος του 2015 και για πρώτη φορά εκδίδεται νόμιμα φέτος. Με το τέλος της παράστασης ακολούθησε συζήτηση με τους συντελεστές. Καθώς το θέμα του ναζισμού και του εγχειριδίου του Χίτλερ είναι επίκαιρο τα τελευταία χρόνια, με την άνοδο νεοναζιστικών ομάδων ανά την Ευρώπη γενικά αλλά και στη χώρα μας, θέλησα ν’ ακούσω τη γνώμη μερικών επιφανών Αθηναίων που βρέθηκαν ανάμεσα στο κοινό.
Ράινερ Ες
Ο εγγονός του Ρούντολφ Ες, διοικητή του Άουσβιτς, έχει θέσει σκοπό της ζωής του τον ακτιβισμό εναντίον του νεοναζισμού.
«Νομίζω ότι πρόβλημα με αυτό το βιβλίο έχουν περισσότερο οι Ευρωπαίοι παρά οι Γερμανοί. Δείχνει ακριβώς τι συμβαίνει τη σύγχρονη εποχή. Επειδή υπάρχουν άνθρωποι που ακολουθούν τυφλά κάποιους ηγέτες, όπως στη δική σας περίπτωση με τη Χρυσή Αυγή, είναι σημαντικό να ανεβαίνουν τέτοιες παραστάσεις. Υπάρχει μια κριτική έκδοση του "Ο Αγών μου" που δείχνει ότι δεν πρόκειται για ένα βιβλίο που απαραίτητα εκπροσωπεί το κακό, καθώς έτσι κι αλλιώς οι περισσότεροι δεν το είχαν διαβάσει ούτε τότε. Όπως λέει και η παράσταση, μόλις ένα 20% των Γερμανών το είχε διαβάσει. Είναι γραμμένο σε παλιά γλώσσα και κανένας δεν έχει το κουράγιο να το διαβάσει μέχρι τέλους. Απλώς, ο Φίρερ απαιτούσε από κάθε "καλό" Γερμανό να το αγοράσει. Και ποιος δεν ήθελε να είναι "καλός Γερμανός"; Το αγόραζαν με αφορμή γάμους και άλλες περιστάσεις. Ο λόγος του ήταν πιο επικίνδυνος από το βιβλίο του. Η κριτική έκδοση που έχω στο σπίτι μου ζυγίζει 6 κιλά! Υπάρχουν επεξηγηματικά σχόλια για κάθε πρόταση του βιβλίου. Πώς μπορεί ένα τέτοιο βιβλίο να εκπροσωπεί το "κακό" και να αποτελεί εγχειρίδιο για τους φασίστες;
Αλλά παραστάσεις σαν αυτή των Rimini Protokoll, αν και κάπως αλλόκοτη, δείχνει ακριβώς τι συνέβη στο παρελθόν, τι συμβαίνει στο παρόν και τι θα συμβεί στο μέλλον αν ακολουθήσουμε αυτούς τους ηγέτες χωρίς γνώση. Έχει τεθεί το θέμα αν θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία. Προσωπικά, θα ήθελα να διδάσκεται στα σχολεία. Αλλά δεν είναι υλικό για μαθητές».
Άλον Κράους
Δικηγόρος από το Τελ Αβίβ. Ίσως ο μόνος Εβραίος παγκοσμίως που έχει εμμονή με το «Mein Kampf». Το έχει διαβάσει στα εβραϊκά και έμαθε γερμανικά για να μπορέσει να το διαβάσει και στο πρωτότυπο. Συμμετέχει στην παράσταση, όπου καταθέτει τη δική του σχέση με αυτό. Ο παππούς του ζούσε στη Βιέννη και μόλις που πρόλαβε να αποδράσει στην Κίνα με τη γυναίκα του, μέχρι να εγκατασταθούν στο Ισραήλ το 1948.
«Μεγάλωσα στο σπίτι της γιαγιάς μου, που ήταν γεμάτο γερμανικά βιβλία. Τον παππού μου δεν τον πρόλαβα, αλλά είχε κι εκείνος εμμονή με τους ναζί κι ας ήταν Εβραίος και εξαιτίας τους έπρεπε να εγκαταλείψει την Αυστρία. Τα αδέλφια μου δεν συμμερίζονται την εμμονή μου αυτή, αλλά ανέκαθεν με είλκυε η ιστορία του ναζισμού. Άλλοι άνθρωποι έχουν εμμονή με τα γραμματόσημα ή τα σπορ, εγώ συλλέγω και διαβάζω οτιδήποτε έχει να κάνει με τον ναζισμό. Μπορεί να ξοδέψω μιάμιση ημέρα στο Μουσείο Ιστορίας στο Βερολίνο. Στο Ισραήλ με θεωρούν ψυχάκια, δεν υπάρχει κανείς άλλος να συζητήσει μαζί μου γι' αυτά τα θέματα. Η παράστασή μας δείχνει ότι το βιβλίο του Χίτλερ δεν είναι ένα εγχειρίδιο που δεν πρέπει να αγγίζουμε αλλά ότι πρέπει να συζητείται, να αναλύεται. Η αλήθεια είναι ότι εμπεριέχει πολλά ανθρώπινα στοιχεία στα οποία δεν έχουν την αποκλειστικότητα οι Γερμανοί. Αυτό που κάνουμε στην παράσταση είναι η αποδόμηση του μίσους και τη βίας».
Αλέξανδρος Ίσαρης
Συγγραφέας, εικαστικός και μεταφραστής σημαντικών γερμανικών βιβλίων
«Στην παράσταση όλα ήταν άψογα. Το σκηνικό, η μουσική, οι φωτισμοί, οι προβολές, το κολάζ από βιώματα, πληροφορίες, ντοκουμέντα, στατιστικές και ρεπορτάζ... Η συνομιλία ανάμεσα στα πρόσωπα διεξήχθη απρόσκοπτα. Οι επτά άνθρωποι που βρίσκονταν στη σκηνή ήταν συμπαθέστατοι. Δεν θα έλεγα ότι ήταν μια χαμένη βραδιά. Όμως σκεφτόμουν διαρκώς πως για μια ιστορική μορφή σαν αυτήν του Άντολφ Χίτλερ, ενός τέρατος που ήταν υπεύθυνο για τις μεγαλύτερες διαστρεβλώσεις και φρικαλεότητες στην ιστορία της ανθρωπότητας, θα χρειαζόταν ίσως μια διαφορετική αντιμετώπιση. Συνέλαβα πολλές φορές τον εαυτό μου να δυσανασχετεί, να πλήττει ή να νυστάζει. Όλες αυτές οι λεπτομέρειες για ένα τόσο ασήμαντο και στην ουσία γελοίο βιβλίο ενός ημιπαράφρονα, κομπλεξικού και μεγαλομανούς Αυστριακού με κούρασε πολύ. Κι ύστερα, αυτή η ιδεολογική ασάφεια που επικράτησε από την αρχή ως το τέλος της παράστασης μου δημιούργησε κενά και απορίες που με ταλαιπωρούν ακόμη».
Νίκος Περάκης
Σκηνοθέτης. Ξεκίνησε την καριέρα του ως σκηνογράφος στη Γερμανία και έχει υπογράψει τα ντεκόρ της βραβευμένης με Όσκαρ και στις Κάννες ταινία του Σλέντορφ «Το τενεκεδένιο ταμπούρλο», που πραγματεύεται την εποχή του ναζισμού μέσα από τα μάτια ενός παιδιού.
«Έχοντας δει τις προηγούμενες παραγωγές των Rimini Protokoll, ήμουν πολύ περίεργος να δω τον τρόπο με τον οποίο θα χειρίζονταν τα στερεότυπα και λιγότερο τους προβληματισμούς που μπορεί προκαλέσει η ανάγνωση το πονήματος. Έτυχε να δουλέψω στη Γερμανία τη δεκαετία του ’70 σε πολλές κινηματογραφικές παραγωγές με κύρια θεματική τη συλλογική ευθύνη των πατεράδων και τη βαριά κληρονομιά των συνομηλίκων μου Γερμανών κι έβλεπα, στη συνέχεια, λίγες καλές ταινίες και πολλές προβληματικές, για εσωτερική και μόνο κατανάλωση. Αργότερα συνεργάστηκα στον σχεδιασμό μιας τοξικής σάτιρας των εθνικοσοσιαλιστικών φετίχ της γερμανικής κοινωνίας και το σκάνδαλο που ξέσπασε στα ΜΜΕ μετά τη δημοσίευση των πλαστών ημερολογίων του Χίτλερ από το περιοδικό «Stern». Οι Rimini ανέβασαν στη σκηνή μια ενδιαφέρουσα πολυπολιτισμική ομάδα για να διερευνήσει τις ανεξάντλητες απόψεις για το θέμα, χωρίς να επιβάλει τη δική της, αλλά δεν κατάφερε να αποβάλει τον γερμανικό διδακτισμό που παρεισφρέει σε τέτοια θεωρητικά εγχειρήματα, ενώ η χαλαρή δραματουργία άφηνε στον θεατή άπλετο χρόνο να διαμορφώσει τη δική του άποψη. Kι εγώ άλλαζα σταυροπόδι και σκεφτόμουν ότι η παράσταση θα ήταν η ιδανική ποινή για χρυσαυγίτες που συλλαμβάνονται για ελαφρά αδικήματα. Όσοι καταδικάζονται θα έπρεπε να αποστηθίζουν το “Ο Αγών μου” σε μετάφραση για να αποφυλακιστούν. Για πολύ βαριά αδικήματα, μάλιστα, από το πρωτότυπο».
Γιώργος Βέλτσος
Ακαδημαϊκός και συγγραφέας
«Το ερώτημα για τη σημασία του βιβλίου, όπως το θέτεις, δεν είναι σωστό. Το έργο αυτό θέλει να σε κάνει να αποφύγεις το ερώτημα αυτό. Ο σκοπός είναι να μη θέσει ο δημοσιογράφος Παρίδης στον Βέλτσο αυτό το ερώτημα. Κι εγώ, ενώ δεν πρέπει να απαντήσω, σου απαντώ, ενώ δεν πρέπει να μιλήσω, μιλώ. Τα ερωτήματα για το βιβλίο απαντήθηκαν στην παράσταση. Αλλά είμαστε κολλημένοι και προχωράμε με στερεότυπα και δεν έχουμε γίνει καθόλου αυτό που λέμε “μοντέρνοι” σήμερα. Όμως αυτό “πουλάει”. Εγώ θα έθετα την ερώτηση αν αυτό που είδαμε είναι ντοκιμαντέρ ή μυθοπλασία. Αν όλα αυτά μπορούν να επηρεάσουν τη σύγχρονη φασιστική νοοτροπία της συντήρησης. Γιατί φασισμός δεν είναι ούτε ο Ες ούτε ο Χίτλερ. Είναι ο γραφειοκράτης, είναι ο μπάτσος.
Δεν έχουν το Άουσβιτς γιατί είναι περιττό, έχουν την τηλεόραση και τη δική μας αποβλάκωση. Αδικούμε τους Rimini Protokoll αν θέλουμε να βγάλουμε παιδαγωγικά συμπεράσματα από την παράστασή τους, όπως, φέρ’ ειπείν, τι μένει, τι είναι το βιβλίο “Ο Αγών μου” στην εποχή μας κ.λπ., κ.λπ.. Αυτό που πρέπει να κρατηθεί, και αυτό που κράτησα εγώ, είναι ότι με αφορμή το “Mein Kampf” οι Rimini Protokoll κάνουν αυτό που λέει ο Φουκώ, μια γενεαλογία του ναζισμού, επικεντρώνουν στο βιβλίο, δίνουν, μέσα από την εκδοτική και την τυπογραφική Ιστορία του, και την αναγνωστική υποδοχή του από την Ανταρκτική μέχρι τη βιβλιοθήκη του τυφλού ως πρόσχημα για τη βαθύτερη νοοτροπία την οποία ακολούθησε, φυσικά, και ο ναζισμός ενός συντηρητισμού. Η συντηρητική σκέψη, όπως την ξέρουμε και στην εποχή μας, ασχέτως του αν εμείς δεν έχουμε κρεματόρια και Άουσβιτς, έχει να κάνει με το πώς αποδεχόμαστε την ομοφυλοφιλία και φτάνει μέχρι το πώς σκεφτόμαστε. Η παράσταση αυτή είναι ένα νυστέρι στη σκέψη μας γενικότερα με πρόσχημα τον ναζισμό και το “Mein Kampf” κι αυτό φαίνεται από την υποδοχή του βιβλίου από τον Τούρκο ράπερ έως τη Γερμανίδα αναρχική γριά.
Φασισμός δεν είναι οι κραυγές του Χίτλερ, είναι και η σιωπή του γραφειοκράτη που σε έχει απέναντί σου. Αυτή είναι η συνεισφορά του συγκεκριμένου έργου, γιατί πηγαίνει όχι μόνο στον τρόπο σκέψης, ανοιχτής ή κλειστής –γιατί περί αυτού πρόκειται– αλλά και στον τρόπο του θεάτρου. Δηλαδή, εδώ καταργείται η έννοια του παιδαγωγικού ή πολιτικού θεάτρου, όπως το ξέρουμε από τον Μπρεχτ, ή καταργείται η έννοια ενός ρεαλιστικού θεάτρου, στο οποίο λειτουργεί ο ορισμός του Αριστοτέλη, το έλεος και η κάθαρση.
Αυτό, λοιπόν, δεν έχει να κάνει με το αν αυτό το βιβλίο μας επηρεάζει και αν είναι ιστορικό – άλλωστε, τα ερωτήματα αυτά ετέθησαν από τους ίδιους τους συμμετέχοντες, μαζί με την «τσόντα» περί Χρυσής Αυγής. Αυτό που για μένα ήταν τελείως περιττό είναι η συζήτηση, γιατί συμπεριλαμβάνεται ήδη στο έργο, όποια τροπή και αν πάρει, εκτός κι αν έχει έναν φιλολογικό χαρακτήρα σε σχέση με τη δουλειά των Rimini Protokoll. Καταλήγω: σε τι βοήθησε αυτή η παράσταση εμένα που έχω γράψει και τη “Μάγκντα Γκαίμπελς”, για τον φασισμό με έναν ρεαλιστικό τρόπο, ότι μπορεί, δηλαδή, να μιλήσει κανείς για τον ναζισμό και τον φασισμό μη μιλώντας τω όντι γι’ αυτόν; Γιατί, ακριβώς, μη μιλώντας γι’ αυτόν, υπάρχει ο φασισμός. Φασισμός δεν είναι οι κραυγές του Χίτλερ, είναι και η σιωπή του γραφειοκράτη που σε έχει απέναντί σου. Αυτή είναι η συνεισφορά του συγκεκριμένου έργου, γιατί πηγαίνει όχι μόνο στον τρόπο σκέψης, ανοιχτής ή κλειστής –γιατί περί αυτού πρόκειται– αλλά και στον τρόπο του θεάτρου. Δηλαδή, εδώ καταργείται η έννοια του παιδαγωγικού ή πολιτικού θεάτρου, όπως το ξέρουμε από τον Μπρεχτ, ή καταργείται η έννοια ενός ρεαλιστικού θεάτρου, στο οποίο λειτουργεί ο ορισμός του Αριστοτέλη, το έλεος και η κάθαρση. Όλα αυτά καταργούνται και στη θέση τους μπαίνει ο πυρήνας τους που είναι το θέμα της αληθοφάνειας, του ψέματος και της αλήθειας. Τι είναι ψέμα και τι είναι αληθινό; Τι είναι μυθοπλασία και τι ντοκιμαντέρ;
Οι Rimini Protokoll κατορθώνουν να κάνουν μια σύζευξη, μια fondu encainé του ψέματος και της αλήθειας, ως εάν η αλήθεια να είναι στην πλατεία και το ψέμα στη σκηνή και τούμπαλιν. Καταργούν τη διάκριση μεταξύ σκηνής και πλατείας, μυθοπλασίας και δραματουργίας, ντοκιμαντέρ και πραγματικότητας. Αυτή είναι η μεγάλη συνεισφορά αυτής της ομάδας και έχει ιδιαίτερης σημασία να τονιστεί αυτό, γιατί οι ίδιοι δεν το έχουν καταλάβει. Όλο το έργο είναι στηριγμένο σε αυτήν ακριβώς τη γενεαλογία και όποιος έχει ανοίξει το “Οι λέξεις και τα πράγματα” θα θυμάται την ανάλυση που κάνει ο Φουκώ στο περίφημο έργο “Λας Μενίνας” του Βελάσκες από το μουσείο του Πράντο. Όπου το μπέρδεμα, ποιος βλέπει ποιον, ποιος θεάται ποιον, αν ο θεατής ζωγραφίζει ή αν ο ζωγράφος είναι θεατής, έδωσε στον Φουκώ το έναυσμα να αναπτύξει τη θεωρία περί αληθοφάνειας ή ψεύδους, ομοίωσης, προσομοίωσης, πραγματικότητας ή μη. Αυτό μου συνέβη. Μέσα στη διασπορά στοιχείων, το έργο αυτό περισυλλέγει και ταυτόχρονα εκθέτει από παντού και επιβάλλει όχι ένα νόημα αλλά ένα κενό. Αυτό έχει σημασία. Όπου πλέον το κενό επέχει τη θέση αρχής οποιουδήποτε νοήματος. Με τη φόρμα ενός ντοκιμαντέρ, οι Rimini Protokoll θέτουν το μεγάλο γενεαλογικό θέμα διάκρισης και συγχρόνως συγχώνευσης της μυθοπλασίας. Το δε εύρημα που όλη η σκηνή είναι ένα βιβλίο που κλείνει και φαίνεται η ράχη του, αυτή η έννοια του βιβλίου, μας παραπέμπει στο μεγάλο Βιβλίο του Μαλαρμέ, στο οποίο πρέπει να καταλήξει ο κόσμος ως γενικό ισοδύναμο της ανθρώπινης γνώσης. Το σύστημα που αντιστρέφει, ορατού-αόρατου, αληθινού-πραγματολογικού, δεν είναι ούτε fiction ούτε ντοκιμαντέρ. Υπάρχουν στοιχεία που το γλυκαίνουν, το μελώνουν, μια μουσική, ένας φωτισμός. Δεν είναι δοκίμιο, δεν είναι διάλεξη, αλλά ούτε θέατρο όπως το ξέρουμε. Είναι η κατάλυση των συγκεκριμένων ειδών, αυτό που λέω εγώ ότι τα είδη μειγνύονται. Αρκεί να υπάρχει αυτό το μαγικό πράγμα που λέγεται σκηνή. Λέει ο Ώστιν: “Aν σου δώσω μια υπόσχεση ότι θα σε παντρευτώ, και τη δώσω στη σκηνή, δεν ισχύει. Αν σ’ τη δώσω κάτω από τη σκηνή, ισχύει!”. Πώς η σκηνή μετατρέπει την αλήθεια και το ψέμα, το μέγα ζήτημα».
σχόλια