Είναι γεγονός. Η Κίνα, η πολυπληθέστερη χώρα του πλανήτη εδώ και αιώνες, κατέγραψε αυτό το μήνα την πρώτη μείωση του πληθυσμού της εδώ και έξι δεκαετίες, μια τάση που είναι σχεδόν σίγουρα μη αναστρέψιμη. Μέχρι το τέλος του αιώνα, η Κίνα κατά πάσα πιθανότητα θα έχει μόνο τους μισούς περίπου από τους 1,41 δισεκατομμύρια ανθρώπους που έχει τώρα, σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΟΗΕ, ενώ μπορεί να έχει ήδη ξεπεραστεί από την Ινδία.
Η είδηση έγινε δεκτή με κατήφεια και έντονο προβληματισμό, και συχνά εμφανίζεται ως απαρχή της αναπόφευκτης παρακμής της Κίνας και, ευρύτερα, ως ο προάγγελος μιας δημογραφικής και οικονομικής ωρολογιακής βόμβας που θα επιβαρύνει την ικανότητα του πλανήτη να υποστηρίξει τους γερασμένους πληθυσμούς.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η συρρίκνωση του παγκόσμιου πληθυσμού – μια τάση που αναμένεται να εδραιωθεί μέχρι το τέλος του αιώνα – θέτει πρωτοφανείς προκλήσεις για την ανθρωπότητα. Η Κίνα είναι μόνο η τελευταία και η μεγαλύτερη μεγάλη χώρα που εντάσσεται σε μια λέσχη που περιλαμβάνει ήδη την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, τη Ρωσία, την Ιταλία και άλλες. Η Γερμανία πιθανότατα θα βρισκόταν επίσης σε αντίστοιχη πτώση, αν δεν υπήρχε η μετανάστευση, ενώ πολλές άλλες χώρες θα αρχίσουν να συρρικνώνονται τα επόμενα χρόνια. Οι προβλέψεις του ΟΗΕ δείχνουν ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός θα χτυπήσει ταβάνι στα μέσα της δεκαετίας του 2080 (ξεπερνώντας τα 10 δισεκατομμύρια), αν όμως τα ποσοστά γονιμότητας συνεχίσουν να πέφτουν, η μείωση ενδεχομένως να ξεκινήσει δεκαετίες νωρίτερα.
Ο συναγερμός όμως που κάποιοι σημαίνουν είναι μάλλον απλοϊκός και πρόωρος. Το ποτήρι είναι τουλάχιστον μισογεμάτο. Η συρρίκνωση των πληθυσμών είναι συνήθως μέρος μιας φυσικής, αναπότρεπτης διαδικασίας, και αντί να εστιάζουμε υπερβολικά σε ανησυχίες όπως η έλλειψη εργατικού δυναμικού και η ραγδαία αύξηση των συντάξεων, πρέπει να κοιτάξουμε τα φωτεινά σημεία αυτής της εξέλιξης για τον κόσμο μας.
Δεν υπάρχει λόγος πανικού – το έχουμε κάνει αυτό το λάθος στο παρελθόν.
Στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα επικρατούσε ένας πανικός στον πλανήτη για την ασταμάτητη αύξηση του πληθυσμού. Ο αριθμός των ανθρώπων στον πλανήτη υπερτριπλασιάστηκε μέσα σε επτά δεκαετίες, από 2,5 δισεκατομμύρια το 1950 σε περίπου οκτώ δισεκατομμύρια το 2022. Αποδεικνύεται ότι επρόκειτο για μια μεταβατική φάση κατά την οποία τα ποσοστά θνησιμότητας μειώθηκαν ταχύτερα από τα ποσοστά γονιμότητας κυρίως λόγω της βελτίωσης της διατροφής, της δημόσιας υγείας και της σχετικής απουσίας πολεμικών συγκρούσεων μεγάλης κλίμακας.
Ο πανικός μπορεί να οδηγήσει σε βιαστικές πολιτικές αποφάσεις και σε ανθρώπινες τραγωδίες. Αυτό συνέβη στην πληρέστερη μορφή του με τις ολοκληρωτικές εκστρατείες ελέγχου των γεννήσεων στην Κίνα, οι οποίες ξεκίνησαν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και προκάλεσαν τεράστια δεινά, κυρίως στις γυναίκες, μέσω των υποχρεωτικών αμβλώσεων ή των βαριών προστίμων για την παραβίαση των κανόνων που ανάγκαζαν τα περισσότερα ζευγάρια να περιοριστούν στην απόκτηση ενός μόνο παιδιού. Μέχρι να καταργηθούν οι περιορισμοί αυτοί, αρχής γενομένης από το 2015, εκατοντάδες εκατομμύρια Κινέζες υποβλήθηκαν σε διαδικασίες στείρωσης ή τοποθέτησης ενδομήτριων συσκευών στο σώμα τους.
Η Κίνα, η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία εμφανίζουν σήμερα μείωση του πληθυσμού τους και αυτό οφείλεται εν μέρει στην ταχεία άνοδο του εισοδήματος, της απασχόλησης και της εκπαίδευσης. Ο αριθμός των γυναικών της Νότιας Κορέας που συνέχισαν στη μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση αυξήθηκε από 6 τοις εκατό το 1980 σε πάνω από 90 τοις εκατό το 2020 – η Κίνα και η Ιαπωνία έχουν επίσης σημειώσει αντίστοιχα μεγάλες αυξήσεις. Τα χαμηλότερα ποσοστά γεννήσεων οφείλονται στη μεγαλύτερη ελευθερία προσωπικών και «αναπαραγωγικών» ελευθεριών των γυναικών, όπως η επιλογή να παραμείνουν ανύπαντρες, στις υψηλότερες αμοιβές και στις περισσότερες επαγγελματικές ευκαιρίες.
Σε σύγκριση με μισό αιώνα πριν, οι άνθρωποι σε πολλές χώρες είναι πλουσιότεροι, υγιέστεροι και καλύτερα εκπαιδευμένοι, ενώ η θέση των γυναικών είναι σαφώς ενισχυμένη. Ο πληθυσμός της Κίνας, για παράδειγμα, μπορεί να συρρικνώνεται και να γερνάει, οι πολίτες της όμως είναι πιο μορφωμένοι και έχουν μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία της χώρας. Οι διευρυμένες ευκαιρίες στην εκπαίδευση εγγυώνται μια θέση σε ένα πανεπιστήμιο σχεδόν για κάθε άτομο που γεννιέται σήμερα στη χώρα.
Το μέσο παγκόσμιο προσδόκιμο ζωής στον πλανήτη αυξήθηκε από τα 51 έτη το 1960 στα 73 το 2019 και ακόμη περισσότερο στην Κίνα (από τα 51 έτη το 1962 στα 78 το 2019). Τέτοιου μεγέθους αυξήσεις αναδιαμορφώνουν τις συνθήκες διαβίωσης και δημιουργούν ευκαιρίες που ήταν αδιανόητες όταν η διάρκεια ζωής ήταν μικρότερη. Λιγότεροι άνθρωποι στον πλανήτη σημαίνει επίσης μείωση του οικολογικού αποτυπώματος της ανθρωπότητας και του ανταγωνισμού για την διαχείριση των περιορισμένων πόρων. Και καθώς τα πλούσια έθνη θα βασίζονται περισσότερο στους μετανάστες από φτωχότερες χώρες, οι μετανάστες αυτοί θα αποκτήσουν μεγαλύτερη πρόσβαση στην παγκόσμια ευημερία που σήμερα συγκεντρώνεται στον ανεπτυγμένο κόσμο.
Οι νέες δημογραφικές συνθήκες φέρνουν νέες προκλήσεις και υποχρεώσεις, όπως η αναβάθμιση της παιδικής φροντίδας, η προσβασιμότητα στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση, η ισοτιμία μεταξύ των φύλων. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να εγκαταλείψουν την ασυλλόγιστη επιδίωξη της οικονομικής ανάπτυξης και να εστιάσουν στην ευημερία των πολιτών.
Δεν υπάρχει κανένας λόγος να συνεχίσει να αυξάνεται ο παγκόσμιος πληθυσμός ή ακόμη και να παραμείνει στα ίδια επίπεδα. Και όπως ακριβώς ο πανικός με τον υπερπληθυσμό οδήγησε σε εξαιρετικά επιβλαβείς πολιτικές στην Κίνα και αλλού, οι εκκλήσεις που γίνονται τώρα για αύξηση της γονιμότητας, εκτός του ότι μπορεί να αποδειχθούν μάταιες, υπονομεύουν τις κατακτήσεις των γυναικών αντιμετωπίζοντάς τες και πάλι ως μηχανές αναπαραγωγής. Η μείωση του παγκόσμιου πληθυσμού είναι αναπόφευκτη. Αντί να προσπαθούμε να το αντιστρέψουμε αυτό, θα πρέπει να το αποδεχτούμε και να προσαρμοστούμε αναλόγως.
Με στοιχεία από The New York Times