Η «ΦΡΕΝΟΛΟΓΙΑ» (σ.σ: έτσι ονομάστηκε κατά τον 20ό αιώνα η μελέτη της δομής του κρανίου ώστε να προσδιοριστεί ο χαρακτήρας και οι νοητικές ικανότητες ενός ατόμου..!) είναι ένα απομεινάρι των πιο σκοτεινών σελίδων της ιατρικής ιστορίας. Θα θέλαμε να πιστεύουμε ότι το να κρίνουμε την αξία των ανθρώπων με βάση το μέγεθος και το σχήμα του κρανίου τους είναι μια πρακτική που έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Ωστόσο, αυτός ο απάνθρωπος όρος, στις μέρες μας, σηκώνει και πάλι το άσχημο κεφάλι του, μέσω της τεχνητής νοημοσύνης.
Τα τελευταία χρόνια, οι αλγόριθμοι τεχνητής νοημοσύνης έχουν υποσχεθεί σε κυβερνήσεις και ιδιωτικές εταιρείες τη δυνατότητα να αντλούν κάθε είδους πληροφορίες από την εμφάνιση των ανθρώπων. Αρκετές νεοφυείς επιχειρήσεις ισχυρίζονται τώρα ότι μπορούν να χρησιμοποιήσουν την τεχνητή νοημοσύνη (AI) για να βοηθήσουν τους εργοδότες να ανιχνεύσουν τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας των υποψηφίων για εργασία με βάση τις εκφράσεις του προσώπου τους. Στην Κίνα, η κυβέρνηση έχει πρωτοπορήσει στη χρήση καμερών παρακολούθησης που εντοπίζουν και παρακολουθούν τις εθνικές μειονότητες. Την ίδια στιγμή, όλο και πιο συχνά κάνουν την εμφάνιση τους αναφορές για σχολεία που εγκαθιστούν συστήματα παρακολούθησης των μαθητών με κάμερες και τα οποία επιβάλλουν αυτόματα κυρώσεις στα πιο ζωηρά παιδιά: όλα αυτά βάσει των κινήσεων, των μικροεκφράσεων του προσώπου τους, τα υψωμένα φρύδια και πάει λέγοντας.
Το πιο κραυγαλέο είχε σημειωθεί πριν από μερικά χρόνια, όταν οι ερευνητές Τεχνητής Νοημοσύνης Xiaolin Wu και Xi Zhang ισχυρίστηκαν ότι «εκπαίδευσαν» έναν αλγόριθμο για την αναγνώριση εγκληματιών με βάση το σχήμα του προσώπου τους, με ακρίβεια 89,5%.
Πριν από αυτούς, είχε υπάρξει τον 19ο αιώνα, ο «μέγας δάσκαλος της φυσιογνωμικής», ο Ιταλός εγκληματολόγος Cesare Lombroso, που μέσα από το αμφιλεγόμενο πόνημά του «Ο Εγκληματίας Άνθρωπος» ισχυριζόταν ότι οι εγκληματίες είναι υποανάπτυκτα όντα, κάτι μεταξύ ανθρώπου και κτήνους, που μπορούσε κανείς να διακρίνει με μία ματιά, κοιτώντας προσεκτικά τα πατικωμένα μέτωπά τους, τις γερακίσιες μύτες τους, και άλλες τέτοιες ανοησίες.
Ωστόσο, η φαινομενικά υψηλής τεχνολογίας προσπάθεια της πρόσφατης μελέτης να «απομονώσει» τα χαρακτηριστικά του προσώπου που συνδέονται με την εγκληματικότητα δανείζεται άμεσα στοιχεία από τη «φωτογραφική μέθοδο σύνθεσης» τόσο του Lombroso όσο και του βικτωριανού Francis Galton: εκεί επιχειρείτο φωτογραφική σύγκριση πολλών ανθρώπων που είχαν υποπέσει στο ίδιο ή παραπλήσιο αδίκημα προκειμένου να εξαχθεί ένα συμπέρασμα που να αφορά την εγκληματική δραστηριότητα, αλλά και το μοτίβο εμφάνισης ασθενειών, κ.λπ.
Οι επικριτές τέτοιων τεχνολογικών μεθόδων έχουν κατακεραυνώσει αυτές τις τεχνολογίες αναγνώρισης προσώπου ως «κυριολεκτική φρενολογία»- τις έχουν επίσης συνδέσει με την ευγονική, την ψευδοεπιστήμη της βελτίωσης της ανθρώπινης φυλής μέσω της ενθάρρυνσης των ανθρώπων που θεωρούνται οι πιο...ιδανικοί να αναπαραχθούν. (Ο ίδιος ο Γκάλτον επινόησε τον όρο «ευγονική», περιγράφοντάς την το 1883 ως «όλες τις επιδράσεις που τείνουν, έστω και σε μικρό βαθμό, να δώσουν στις πιο κατάλληλες φυλές περισσότερες πιθανότητες να επικρατήσουν γρήγορα έναντι των λιγότερο κατάλληλων»...).
Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο ρητός στόχος αυτών των τεχνολογιών είναι η άρνηση ευκαιριών σε όσους θεωρούνται ακατάλληλοι- σε άλλες, μπορεί να μην είναι ο στόχος, αλλά είναι ένα προβλέψιμο αποτέλεσμα. Ωστόσο, όταν απορρίπτουμε τους αλγορίθμους χαρακτηρίζοντάς τους ως φρενολογία, ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα που προσπαθούμε να επισημάνουμε; Λέμε ότι αυτές οι μέθοδοι είναι επιστημονικά ελαττωματικές και ότι δεν λειτουργούν πραγματικά - ή λέμε ότι είναι ηθικά λάθος να τις χρησιμοποιούμε;
Είναι μακρά και μπερδεμένη η ιστορία του τρόπου με τον οποίο η «φρενολογία» χρησιμοποιήθηκε ως ευθεία προσβολή εναντίον ατόμων ή ως μέσο εξαίρεσής τους από το κοινωνικό σύνολο. Οι φιλοσοφικές και επιστημονικές επικρίσεις εναντίον αυτής της προσπάθειας ήταν πάντα συνυφασμένες, αν και ο τρόπος που διαπλέκονταν άλλαξε με την πάροδο του χρόνου. Τον 19ο αιώνα, οι επικριτές της φρενολογίας αντιτάχθηκαν στο γεγονός ότι η ψευδοεπιστήμη, όπως χαρακτηρίστηκε αργότερα, προσπαθούσε να εντοπίσει τη θέση των διαφορετικών νοητικών λειτουργιών σε διαφορετικά μέρη του εγκεφάλου - μια κίνηση που θεωρήθηκε αιρετική, καθώς έθετε υπό αμφισβήτηση τις χριστιανικές ιδέες για την ενότητα της ψυχής. Είναι ενδιαφέρον, ωστόσο, ότι η προσπάθεια να ανακαλύψει κανείς τον χαρακτήρα και τη νοημοσύνη ενός ατόμου με βάση το μέγεθος και το σχήμα του κεφαλιού του δεν θεωρήθηκε σοβαρό ηθικό ζήτημα.
Σήμερα, αντίθετα, η ιδέα του εντοπισμού των νοητικών λειτουργιών είναι αρκετά αδιαμφισβήτητη. Μπορεί οι επιστήμονες να μην πιστεύουν πλέον ότι η ροπή προς εγκληματικές πράξεις εδράζεται πάνω από το δεξί αυτί, αλλά η ιδέα ότι οι γνωστικές λειτουργίες μπορούν να εντοπιστούν σε συγκεκριμένα εγκεφαλικά κυκλώματα αποτελεί συνήθη παραδοχή στην επικρατούσα νευροεπιστήμη.
Η φρενολογία είχε επίσης το μερίδιό της στην εμπειρική κριτική τον 19ο αιώνα. Διαφωνίες μαίνονταν σχετικά με το ποιες λειτουργίες βρίσκονταν πού, και κατά πόσον οι μετρήσεις του κρανίου ήταν αξιόπιστος τρόπος προσδιορισμού του τι συμβαίνει στον εγκέφαλο. Η πιο σημαντική εμπειρική κριτική της παλιάς φρενολογίας, ωστόσο, προήλθε από τις μελέτες του Γάλλου γιατρού Jean Pierre Flourens που βασίστηκαν στη μελέτη των εγκεφάλων κουνελιών και περιστεριών - από τις οποίες κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι νοητικές λειτουργίες κυρίως κατανέμονται και δεν εντοπίζονται. (Τα αποτελέσματα αυτά απαξιώθηκαν αργότερα.)
Το γεγονός ότι η φρενολογία απορρίφθηκε για λόγους που οι περισσότεροι σύγχρονοι παρατηρητές δεν θα αποδέχονταν πλέον, κάνει μόνο πιο δύσκολο το να καταλάβουμε ποιος είναι ο στόχος μας, όταν χρησιμοποιούμε σήμερα τη λέξη «φρενολογία» ως προσβολή. (Για να γίνει σαφές το προσβλητικό του όρου, αρκεί να ανατρέξουμε σ’ εκείνο το παλαιότερο «φρενοβλαβής», όταν οι επιστήμονες και όχι μόνο ήθελαν να αναφερθούν σε ανθρώπους είτε με ψυχιατρικά είτε, απλώς, με ψυχολογικά προβλήματα).
Τόσο η «παλιά» όσο και η «νέα» φρενολογία έχουν επικριθεί για τις πρόχειρες μεθόδους τους. Στην πρόσφατη μελέτη της Τεχνητής Νοημοσύνης για την εγκληματικότητα, τα δεδομένα ελήφθησαν από δύο πολύ διαφορετικές πηγές: φωτογραφίες κατάδικων λίγο μετά τη σύλληψή τους από τις αρχές, έναντι φωτογραφιών από ιστοσελίδες με προσωπικό επιχειρήσεων. Το γεγονός αυτό και μόνο θα μπορούσε να εξηγήσει την (αν)ικανότητα του αλγορίθμου να εντοπίσει μια διαφορά μεταξύ των ομάδων. Σε έναν νέο πρόλογο της δημοσίευσής τους, οι ερευνητές παραδέχθηκαν επίσης ότι το να θεωρούν a priori τις καταδικαστικές αποφάσεις ως συνώνυμο της εγκληματικότητας, ήταν μια «σοβαρή παράλειψη».
Ωστόσο, η εξίσωση των καταδικαστικών αποφάσεων με την εγκληματικότητα φαίνεται να καταγράφεται από τους συγγραφείς κυρίως ως εμπειρικό ελάττωμα: η χρήση των φωτογραφιών των καταδικασθέντων εγκληματιών, αλλά όχι αυτών που ξέφυγαν, εισάγει μια στατιστική μεροληψία. Οι ίδιοι δήλωσαν «βαθύτατα μπερδεμένοι» με την οργή του κοινού, που αντέδρασε με όλα αυτά τα αυθαίρετα συμπεράσματα, ενώ η αμφιλεγόμενη μελέτη τους θα έπρεπε να προορίζεται μόνο για «αμιγώς ακαδημαϊκές συζητήσεις».
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ερευνητές δεν σχολίασαν καν το γεγονός ότι η ίδια η καταδίκη ενός ατόμου εξαρτάται από τις έρευνες και τα στοιχεία των αρχών και από τα συμπεράσματα στα οποία οδηγούνται η αστυνομία, οι δικαστές και οι ένορκοι για τον ύποπτο - γεγονός που καθιστά την «εγκληματική» εμφάνιση ενός ανθρώπου μια μεταβλητή που μπορεί να αποσυντονίσει τους πάντες, επιστήμονες και μη. Επίσης, παραλείπουν να αναφέρουν πώς η έντονη αστυνόμευση συγκεκριμένων κοινοτήτων και η ανισότητα στην πρόσβαση σε νομική εκπροσώπηση, πρακτικά διαστρεβλώνουν το σύνολο των δεδομένων.
Δεδομένων των φυλετικών και άλλων προκαταλήψεων που υπάρχουν στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, τέτοιοι αλγόριθμοι θα κατέληγαν να υπερεκτιμούν την εγκληματικότητα μεταξύ περιθωριοποιημένων κοινωνικών ομάδων, κάτι που θα μεταφραζόταν σε χάος στην καλύτερη, σε κόλαση στη χειρότερη περίπτωση, σε ό,τι αφορά την αμερόληπτη και αντικειμενική απόδοση δικαιοσύνης.
Στην απάντησή τους στην κριτική, οι συγγραφείς δεν υποχωρούν στην υπόθεση ότι «το να είσαι εγκληματίας απαιτεί μια σειρά από ανώμαλα (ακραία) χαρακτηριστικά προσώπου» (!). Έτσι, τα όσα περιγράφουν στην έρευνά τους συνηγορούν επίμονα ότι η εγκληματικότητα είναι ένα έμφυτο χαρακτηριστικό και όχι μια αντίδραση σε κοινωνικές συνθήκες όπως η φτώχεια ή η κακοποίηση. Μέρος αυτού που καθιστά το σύνολο δεδομένων τους αμφισβητήσιμο για εμπειρικούς λόγους είναι ότι το ποιος χαρακτηρίζεται ως «εγκληματίας» δεν είναι ένα ψυχρό επιστημονικό συμπέρασμα που δεν επηρεάζεται από άλλες μεταβλητές.
Μία από τις ισχυρότερες ηθικές αντιρρήσεις για τη χρήση της αναγνώρισης προσώπου για την ανίχνευση της εγκληματικότητας είναι ότι στιγματίζει ανθρώπους που βιώνουν ήδη τεράστιο αστυνομικό έλεγχο ή έχουν υπάρξει θύματα της αστυνομοκρατίας.
Οι συντάκτες της έρευνας ισχυρίζονται ότι το εργαλείο τους δεν πρέπει να χρησιμοποιείται στην επιβολή του νόμου, αλλά παραθέτουν μόνο στατιστικά επιχειρήματα για τους λόγους για τους οποίους δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιείται. Σημειώνουν ότι το ποσοστό ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων (50%) θα ήταν πολύ υψηλό, αλλά δεν λαμβάνουν υπόψη τους τι σημαίνει αυτό σε ανθρώπινο επίπεδο. Αυτά τα ψευδώς θετικά αποτελέσματα θα αφορούν άτομα των οποίων τα πρόσωπα μοιάζουν με εκείνα ανθρώπων που έχουν καταδικαστεί στο παρελθόν..!
Δεδομένων των φυλετικών και άλλων προκαταλήψεων που υπάρχουν στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, τέτοιοι αλγόριθμοι θα κατέληγαν να υπερεκτιμούν την εγκληματικότητα μεταξύ περιθωριοποιημένων κοινωνικών ομάδων, κάτι που θα μεταφραζόταν σε χάος στην καλύτερη, σε κόλαση στη χειρότερη περίπτωση, σε ό,τι αφορά την αμερόληπτη και αντικειμενική απόδοση δικαιοσύνης.
Το πιο αμφιλεγόμενο ερώτημα φαίνεται να είναι κατά πόσον η επανεφεύρεση της «φυσιογνωμικής» είναι ένα θεμιτό ζητούμενο για τους σκοπούς της έστω και μία «αμιγώς ακαδημαϊκής συζήτησης». Κάποιος θα μπορούσε να αντιταχθεί για εμπειρικούς λόγους: οι ευγονιστές του παρελθόντος, όπως ο Galton και ο Lombroso, απέτυχαν τελικά να βρουν χαρακτηριστικά του προσώπου που να προδιαθέτουν ένα άτομο στην εγκληματικότητα.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι δεν υπάρχουν τέτοιες συνδέσεις για να εντοπιστούν. Ομοίως, οι ψυχολόγοι που μελετούσαν την κληρονομικότητα της νοημοσύνης, όπως ο Cyril Burt και ο Philippe Rushton, έπρεπε να παίξουν γρήγορα και χαλαρά με τα δεδομένα τους για να κατασκευάσουν συσχετίσεις μεταξύ του μεγέθους του κρανίου, της φυλής και του IQ. Αν υπήρχε κάτι να ανακαλύψουν εκεί, και μετά από τόσα χρόνια προσπαθειών, λογικά θα το είχαν ανακαλύψει.
Το πρόβλημα με την επανεφεύρεση της «φυσιογνωμικής» δεν είναι απλώς ότι έχει δοκιμαστεί χωρίς επιτυχία στο παρελθόν. Οι ερευνητές που επιμένουν να αναζητούν συσχετισμό, στερούνται όλοι, ένας προς έναν, καθαρών επιστημονικών δεδομένων, τη στιγμή που οι σοβαροί επικριτές αυτού του «εργαλείου» εξαγωγής συμπερασμάτων για την ανθρώπινη φύση επιμένουν ότι θα πρέπει οι λειτουργίες του να ρυθμίζονται τόσο αυστηρά, όσο το πλουτώνιο, ακριβώς το εργαλείο αυτό έχει τόσο λίγες μη βλαβερές χρήσεις.
Όταν το αδιέξοδο έργο που ερευνητές, σαν τον Wu και τον Zhang που θέλησαν να «αναστήσουν» τις θεωρίες του Lombroso, καλείται να εξυπηρετήσει αποικιακές και ταξικές δομές - και όταν το μόνο πράγμα που είναι ικανό να μετρήσει είναι ο ρατσισμός που ενυπάρχει σε αυτές τις δομές - είναι δύσκολο να αποφευχθούν οι αντιδράσεις, η χλεύη και η σιγουριά ότι οι ερευνητές είναι και κάπως ρατσιστές.
«Το να αποκαλούμε την έρευνα περί αναγνώρισης προσώπου "φρενολογία", χωρίς να εξηγούμε τι διακυβεύεται εδώ, μάλλον δεν είναι η πιο αποτελεσματική στρατηγική για να επικοινωνήσουε γιατί επαναφέρουμε αυτόν τον όρο. Για να λάβουν οι επιστήμονες σοβαρά υπόψη τους τις ηθικές τους ευθύνες, πρέπει να έχουν επίγνωση των βλαβών που μπορεί να προκύψουν από την έρευνά τους», εξηγεί η Catherine Stinson, μεταδιδακτορική υπότροφος στη φιλοσοφία και την ηθική της Τεχνητής Νοημοσύνης στο Κέντρο Επιστήμης και Σκέψης του Πανεπιστημίου της Βόννης – και έχει δίκιο.
Με στοιχεία από aeon.co