Τα τελευταία χρόνια νιώθω ότι η ζωή τρέχει κι εγώ τρέχω πίσω της. Δεν την προλαβαίνω. Οι ειδήσεις σκάνε σαν βόμβες. Αυτό που πριν από τρία δευτερόλεπτα έμοιαζε με επιστημονική φαντασία κουδουνίζει στην οθόνη του κινητού. Παμφάγος ρεαλισμός. Καταπίνει τα πάντα. Σκέφτομαι πως όταν καταλαγιάσει ο κουρνιαχτός τα παιδιά μας θα νιώθουν, χωρίς να το θέλουν, μεγάλα. Κι εμείς ακόμα μεγαλύτεροι, γέροι σχεδόν.
Πριν συμβούν όλα αυτά, ζούσαμε με τον φόβο και την ελπίδα. Περπατούσαμε σε μια πόλη με σπασμένες πλάκες πεζοδρομίου, γραμμένους τοίχους και σκουπίδια στους δρόμους. Η ζωή κυλούσε ήρεμα. Το κακό, ξέρεις, μεγαλώνει σιγά σιγά. Του παίρνει χρόνο, όμως στο τέλος σαρώνει τα πάντα. Κάνει σαν λυσσασμένο σκυλί, πας να το χαϊδέψεις και σου κόβει το χέρι. Μετά αναρωτήθηκα γιατί κανείς δεν το είχε προσέξει. Δεν θέλει πολύ, ένα δευτερόλεπτο.
Στο πρώτο lockdown μέναμε στο σπίτι. Μετρούσαμε τις μέρες. Για πρώτη φορά όσοι είχαν λεφτά δεν μπορούσαν να αγοράσουν αυτό που ήθελαν. Δεν είχαν σημασία τα ωραία ρούχα, φορούσαμε πιτζάμες. Όποιος ήταν πάνω από είκοσι χρονών θεωρούνταν επιρρεπής στα συμπτώματα κι εγώ ήμουν ήδη πενήντα. Τα παιδιά γλίτωναν. Οι έφηβοι θα γλίτωναν. Ήταν η εποχή που πάψαμε να ακουμπάμε ο ένας τον άλλον. Η υγεία έγινε το παν.
Μέσα στον χαμό αρχίσαμε να συζητάμε γι’ αυτά που τόσα χρόνια έμεναν κρυφά. Δεν νομίζω πως υπάρχει γυναίκα σ’ αυτήν τη χώρα που δεν έχει ζήσει η ίδια ή κάποιο πολύ κοντινό της πρόσωπο κακοποίηση. Είτε ελαφρά, με γέλια και τάχα μου αστεία, ή δυσβάστακτα. Στο σπίτι ή στη δουλειά. Θυμάμαι ένα βράδυ, τότε που είχαν ανοίξει τα στόματα και κουβεντιάζαμε οι φίλες. Κάπως μουδιασμένες, αλλά είχαμε πάρει φόρα. Τόσα χρόνια μαζί, ταξίδια και κρασιά, ως τότε καμιά δεν είχε μιλήσει. Έτσι ήταν η δική μας γενιά. Τα έβρισκε η καθεμιά μπροστά της, έκανε ό,τι μπορούσε και το βούλωνε. Πηγαίναμε παρακάτω. Εκείνο το βράδυ όμως υπήρχε μια ευφορία στην ατμόσφαιρα, σαν κάτι να είχε αλλάξει. Και μόνο που συζητούσαμε γι’ αυτά που δεν είχαμε ομολογήσει ποτέ και πουθενά, και μόνο που τα πράγματα χωρούσανε σε λέξεις ήταν κάτι. Το λίγο είναι πολύ.
Στάχτη στο στόμα μου, αλλά θα το πω: αν κάτι αλλάξει σ’ αυτήν τη μαύρη τρύπα της έμφυλης βίας, δεν θα είναι από τους άντρες της δικής μου γενιάς. Θα είναι από τα παιδιά μας. Γι’ αυτό καμαρώνω τις φοιτήτριες και τους φοιτητές μου στη σχολή, που έχουν λόγο και γνώμη και δεν κωλώνουν να πουν και να κάνουν. Σ’ αυτά τα πράγματα θα μας βάλουν τα γυαλιά τα παιδιά.
Αν κάτι όμως με έκανε να χάσω τον ύπνο μου, να γυρίζω σαν το αρνί στη σούβλα στο κρεβάτι είναι ο πόλεμος στην Ουκρανία. Ίσως γιατί εδώ που ζω, στη Θεσσαλονίκη, ο πόλεμος δεν είναι είδηση στο δελτίο, έχει ονοματεπώνυμα. Είναι οι γονείς των παλιών μαθητών, είναι τα παιδιά της Λίζας που ζουν στο Κίεβο, είναι τα ξαδέλφια της Νέλης στην Οδησσό και η μαμά της Νάντιας στη Μαριούπολη. Κι όταν ήρθε η Νάντια να μου δείξει τη φωτογραφία της ενενηντάχρονης μάνας της με το μαύρο τσεμπέρι στο σαλονάκι του σπιτιού της στο Φάληρο (μόλις την είχε φέρει από τη Μαριούπολη, είχε περάσει μέσα από τη φωτιά και την έφερε, μόνη της, αυτή, μια γυναίκα ήσυχη σαν αρνί), τη ρώτησα πώς τα κατάφερε. Κούνησε το κεφάλι, χαμογέλασε. «Τι να κάνω, κυρία Σοφία; Ο γιος μου είπε, “μάνα, αν δεν πας να φέρεις τη γιαγιά, εγώ θα καταταγώ στον στρατό στην Ουκρανία”. Ε, τι να κάνω, πήγα και την έφερα».
Αν κάτι μας έμαθε το ζόρι που περάσαμε και περνάμε (καθένας ξέρει τα δικά του, ο πρωταθλητισμός στον πόνο είναι μια βλακεία και μισή) είναι πως η περιουσία μας είναι οι άνθρωποί μας. Πως οι μικρές στιγμές είναι μεγάλες. Πως μια καλή κουβέντα δεν κοστίζει. Το να κόβεις τα πόδια είναι εύκολο, το δύσκολο είναι να δίνεις φτερά (αυτό πολλές φορές το ξεχνάμε οι δάσκαλοι). Κι αν κάτι με κάνει να ελπίζω είναι αυτό που ξέρουμε όλοι. Η ζωή έχει φόρα και προχωρά. Ο άνθρωπος ξεχνάει, και ευτυχώς. Όταν κοιτάω τα άκαυτα νιάτα στα σχολεία, στις σχολές, στον δρόμο, χαμογελώ. Ζωή στη διαπασών. Μετά το βαθύ σκοτάδι, το φως είναι, πάντα, εκτυφλωτικό.