Όταν η πανούκλα έφτασε στο Λονδίνο το 1665, οι Λονδρέζοι τα έχασαν εντελώς. Συμβουλεύτηκαν αστρολόγους, κομπογιαννίτες, τη Βίβλο. Έψαχναν τα σώματά τους για σημάδια, ενδείξεις για την αρρώστια: εξογκώματα, φουσκάλες, μαύρες κηλίδες. Εκλιπαρούσαν για προφητείες, πλήρωναν για προβλέψεις, προσεύχονταν, ούρλιαζαν. Έκλειναν τα μάτια τους και κάλυπταν τα αυτιά τους. Μοιρολογούσαν μέσα στους δρόμους. Διάβαζαν τρομακτικούς καζαμίες: «Είναι βέβαιο ότι τα βιβλία τους τρόμαζαν φρικτά».
Η κυβέρνηση, συνηθισμένη να συγκρατεί τον πανικό, επιχείρησε να «καταστείλει την εκτύπωση τέτοιων βιβλίων, που τρομοκρατούσαν τους ανθρώπους», σύμφωνα με τον Ντάνιελ Ντεφόε στο «Ημερολόγιο της Χρονιάς της Πανούκλας», μία ιστορία που έγραψε μαζί με ένα εγχειρίδιο συμβουλών που ονομαζόταν «Απαραίτητες Προετοιμασίες για την Πανούκλα», το 1722, μια χρονιά που οι άνθρωποι φοβούνταν ότι η αρρώστια θα διαδιδόταν ξανά και πέρα από τη Μάγχη, έχοντας ταξιδέψει από τη Μέση Ανατολή στη Μασσαλία και κατευθυνόμενη βόρεια με ένα εμπορικό πλοίο.
Το 1665 η ανησυχία διαδόθηκε στη χώρα και μαζί με τους συνετούς, κι αυτοί που αμφέβαλαν και αργοπόρησαν είχαν λόγους για μεταμέλεια: μέχρι τη στιγμή που αποφάσισαν να φύγουν «δεν υπήρχε ούτε ένα άλογο να αγοράσουν ή να νοικιάσουν, σε ολόκληρη την πόλη», ανέφερε ο Ντεφόε, και στο τέλος όλες οι πόρτες είχαν κλείσει και είχαν όλοι παγιδευτεί. Όλοι συμπεριφέρονταν άσχημα, ωστόσο, οι πλούσιοι ήταν αυτοί που συμπεριφέρονταν με τον χειρότερο τρόπο: έχοντας αγνοήσει τις προειδοποιήσεις να κάνουν προμήθειες, έστελναν τους φτωχούς υπηρέτες τους για ψώνια. «Αυτή η ανάγκη να βγούμε έξω από τα σπίτια μας για να αγοράσουμε προμήθειες ήταν σε μεγάλο βαθμό η καταστροφή όλης της πόλης» έγραφε ο Ντεφόε.
Όταν η πανούκλα έφτασε στο Λονδίνο το 1665, οι Λονδρέζοι τα έχασαν εντελώς. Συμβουλεύτηκαν αστρολόγους, κομπογιαννίτες, τη Βίβλο. Έψαχναν τα σώματά τους για σημάδια, ενδείξεις για την αρρώστια: εξογκώματα, φουσκάλες, μαύρες κηλίδες. Εκλιπαρούσαν για προφητείες, πλήρωναν για προβλέψεις, προσεύχονταν, ούρλιαζαν. Διάβαζαν τρομακτικούς καζαμίες: «Είναι βέβαιο ότι τα βιβλία τους τρόμαζαν φρικτά».
Ένας στους πέντε Λονδρέζους πέθανε, παρά τα μέτρα που είχαν λάβει οι έμποροι. O χασάπης αρνιόταν να παραδώσει στη μαγείρισσα το κομμάτι του κρέατος, έπρεπε να το κατεβάσει η ίδια από το τσιγκέλι. Και δεν άγγιζε τα χρήματα, έπρεπε να ρίξει τα κέρματά της μέσα σε έναν κουβά από ξίδι. Να το έχεις αυτό κατά νου όταν ξεμείνεις από αντισηπτικό.
«Η θλίψη και η λύπη υπήρχαν σε κάθε πρόσωπο» έγραφε ο Νταφόε. Η απαγόρευση της κυβέρνησης για την έκδοση τρομακτικών βιβλίων αποδείχτηκε άσκοπη, υπήρχε άφθονος τρόμος να διαβάσει κανείς στους δρόμους. Μπορούσες να διαβάσεις τις εβδομαδιαίες λίστες με τα ονόματα των νεκρών ή να μετρήσεις τα σώματα που στοιβάζονταν στα σοκάκια. Μπορούσες να διαβάσεις τις οδηγίες που δημοσιεύονταν από τον δήμαρχο: «Αν οποιοσδήποτε έχει επισκεφθεί κάποιον που είναι γνωστό ότι έχει μολυνθεί από την πανούκλα ή έχει μπει με τη θέλησή του σε κάποιο σπίτι μολυσμένου, παρόλο που δεν επιτρέπεται, θα σφαλίζεται και το δικό του σπίτι». Και μπορούσες να διαβάσεις τα σημάδια στις πόρτες εκείνων που έχουν μολυνθεί, τα οποία πρόσεχαν φύλακες, – κάθε πόρτα σημαδευόταν από έναν μεγάλο κόκκινο σταυρό, πάνω από τον οποίο έγραφαν με μεγάλα γράμματα που μπορούσες να διαβάσεις από απόσταση, «Κύριε, Ελέησον Ημάς».
Το διάβασμα είναι μόλυνση, ένα σκάψιμο στον εγκέφαλο: τα βιβλία μολύνουν, μεταφορικά, και ακόμη και με μικρόβια. Τον 18ο αιώνα οι καπετάνιοι των πλοίων που έφταναν στα λιμάνια δήλωναν επίσημα ότι είχαν απολυμάνει τα πλοία τους παίρνοντας όρκο σε Βίβλους που είχαν βουτηχτεί σε θαλασσινό νερό. Κατά τη διάρκεια της επιδημίας φυματίωσης και του φόβου εξάπλωσής της, οι βιβλιοθήκες απολύμαναν με κάπνισμα τα βιβλία σφραγίζοντάς τα σε ατσάλινα δοχεία γεμάτα με αέριο φορμαλδεΰδης.
Στις μέρες μας μπορείς να δεις πώς απολυμαίνεις τα βιβλία στο Reddit. Η πιο δημοφιλής τακτική φαίνεται να είναι να τα περάσεις με αντισηπτικά πανάκια με αλκοόλ ή με απολυμαντικό κουζίνας σε ένα ψεκαστήρι. Πάντως, αν βάλεις τα βιβλία στον φούρνο και τα ζεστάνεις στους 70 βαθμούς Κελσίου υπάρχει και ένα μπόνους: σκοτώνεις επίσης τους κοριούς. («Δεν προκαλεί ζημιά στα βιβλία!»). Ή όπως συμβαίνει στην επιδημία του κορωνοϊού, οι βιβλιοθήκες και τα βιβλιοπωλεία κλείνουν τις πόρτες τους.
Αλλά, φυσικά, τα βιβλία είναι επίσης ανακούφιση και παρηγοριά. Στο υπερβολικά μεγάλο διάστημα, αιώνων, που η πανούκλα μάστιζε την Ευρώπη, οι άνθρωποι σε καραντίνα, εάν ήταν τυχεροί και είχαν βιβλία, τα διάβαζαν. Εάν δεν είχαν, κι ήταν καλά στην υγεία τους, έλεγαν ιστορίες. Στο «Δεκαήμερο» του Βοκάκιου από τον 14ο αιώνα, εφτά γυναίκες και τρεις άντρες έλεγαν με τη σειρά ιστορίες για δέκα μέρες ενώ κρύβονταν από τον Μαύρο Θάνατο – μια επιδημία τόσο περιβόητη, πουο Βοκάκιος ικέτευε τους αναγνώστες του να μη θεωρούν τα βιβλία του επιμολυντικά και δεν τα πιάνουν στα χέρια τους.
Μια επιδημία είναι σαν τη λοβοτομή. Περιορίζει τη διανόηση και τις ευγενείς ικανότητες των ανθρώπων και αφήνει μόνο το ζώο. «Ας αποχαιρετήσουμε τις γιγάντιες δυνάμεις του ανθρώπου» έγραφε η Μαίρη Σέλλεϋ στον «Τελευταίο άνθρωπο» το 1826, αφού η αρρώστια είχε ρημάξει τον κόσμο. «Ας αποχαιρετήσουμε τις τέχνες, την ποιητική έκφραση». Κάθε ιστορία επιδημίας είναι και μια ιστορία αμορφωσιάς, η γλώσσα γίνεται αδύναμη, ο άνθρωπος γίνεται βάναυσος.
Αλλά η ύπαρξη των βιβλίων, όσο δυσοίωνη και να είναι η ιστορία, είναι ένα σημάδι, μια απόδειξη, ότι η ανθρωπότητα αντέχει, μέσα στην απόλυτη
μόλυνση του διαβάσματος. Το διάβασμα μπορεί να είναι μια μόλυνση, το μυαλό του συγγραφέα σταλάζει χωρίς σταματημό στο μυαλό του αναγνώστη. Και είναι επίσης ένα αντίδοτο αποδεδειγμένο, αδιάλειπτο και θεσπέσιο.
Οι ιστορίες για επιδημίες καλύπτουν όλο το φάσμα της λογοτεχνίας, από τον «Οιδίποδα Τύραννο» μέχρι το «Angels in America». «Εσύ είσαι η επιδημία» λέει ένας τυφλός άνδρας στον Οιδίποδα. «Είναι 1986 και υπάρχει μια επιδημία, φίλοι νεότεροι από μένα είναι νεκροί, και είμαι μόνο τριάντα» λέει ένας χαρακτήρας του Τόνι Κούσνερ. Υπάρχουν επιδημίες σε διάφορα μέρη, από τη Θήβα μέχρι τη Νέα Υόρκη, φρικτές και αποτρόπαιες, αλλά ποτέ μια επιδημία παντού, μέχρι που η Μαίρη Σέλλεϋ αποφάσισε να γράψει ένα βιβλίο μετά τον «Φρανκενστάιν».
Ο «Τελευταίος Άνθρωπος», ο οποίος διαδραματίζεται στον 21ο αιώνα, είναι το πρώτο μεγάλο μυθιστόρημα που φαντάστηκε την εξαφάνιση του ανθρώπινου γένους από μία παγκόσμια επιδημία. Η Σέλλεϋ το εξέδωσε στην ηλικία των είκοσι εννέα, αφού είχαν πεθάνει όλοι όσοι αγαπούσε, αφήνοντάς την, όπως είχε πει, «το τελευταίο λείψανο ενός πολυαγαπημένου γένους, οι σύντροφοί μου πέθαναν πριν από μένα». Ο αφηγητής του βιβλίου ξεκινάει σαν ένας φτωχός και αμόρφωτος Άγγλος βοσκός: πρωτόγονος, βίαιος και παράνομος, ακόμη και εξοργιστικός. Η γνωριμία του με έναν ευγενή τον κάνει να αρχίσει να καλλιεργείται, να μαθαίνει «να διαβάζει μέρα νύχτα» και, γοητευμένος από τον Διαφωτισμό, εξελίσσεται σε λόγιο, υπερασπιστή της ελευθερίας, δημοκρατικό και πολίτη του κόσμου. Έπειτα, το έτος 2092, η επιδημία φτάνει, αφανίζοντας πρώτα την Κωνσταντινούπολη.
Με τα χρόνια, ο λοιμός εξαφανίζεται κάθε χειμώνα και επιστρέφει κάθε άνοιξη, πιο επιθετικός, με πιο μεγάλη εξάπλωση. Εξαπλώνεται ακόμα και πάνω στα βουνά, μέσα στους ωκεανούς. Ο ήλιος ανατέλλει μαύρος, ένα σημάδι καταστροφής. «Σε όλη την Ασία, από τις όχθες του Νείλου μέχρι τις ακτές της Κασπίας, από τον Ελλήσποντο μέχρι και τη θάλασσα του Ομάν, ο ξαφνικός πανικός κυριαρχεί» έγραφε η Σέλλεϋ. «Οι άντρες γέμιζαν τα τζαμιά, οι γυναίκες σκεπασμένες με μαντίλες, πήγαιναν βιαστικά στους τάφους να κάνουν προσφορές στους νεκρούς, για να μείνουν σώοι οι ζωντανοί». Η φύση του λοιμού παραμένει μυστηριώδης. «Την αποκάλεσαν επιδημία. Αλλά το μεγάλο ερώτημα ήταν ακόμη αναπάντητο, πώς γεννήθηκε και εξαπλώθηκε».
Εάν, στον «Φρανκενστάιν», η Σέλλεϋ φαντάστηκε τη δημιουργία ενός ανθρώπου από ραμμένα μεταξύ τους κομμάτια σωμάτων, στον «Τελευταίο Άνθρωπο» φαντάστηκε τον διαμελισμό του πολιτισμού. Θάνατο τον θάνατο, χώρα τη χώρα, το ανθρώπινο γένος κατεβαίνει σκαλί-σκαλί μια σκάλα που είχε κάποτε χτίσει και ανέβει. Και ο βοσκός-αφηγητής γίνεται μάρτυρας της καταστροφής και της εγκατάλειψης, και της εξαφάνισης κάθε «στολιδιού της ανθρωπότητας» που είχε ομορφύνει τη δικιά του γυμνή ζωή: του νόμου, της τέχνης, της επιστήμης, της δημοκρατικής κυβέρνησης («δεν υπάρχουν πλέον τα έθνη!»), της ελευθερίας, του εμπορίου, της λογοτεχνίας, της μουσικής, του θεάτρου, της βιομηχανίας, της μετακίνησης, της επικοινωνίας, της γεωργίας.
Το μεγάλο όνειρο του Διαφωτισμού ήταν η πρόοδος, ο μεγάλος φόβος που προκαλεί η επιδημία είναι η οπισθοδρόμηση. Αλλά στην αμερικάνικη λογοτεχνία αυτή η καταστροφή έρχεται με έναν δημοκρατικό ελιγμό: η επιδημία είναι ο τελευταίος ισοπεδωτής. Η ιστορία από το 1842 του Έντγκαρ Άλαν Πόε «Η μάσκα του Κόκκινου Θανάτου» διαδραματίζεται σε έναν μεσαιωνικό κόσμο που μαστίζεται από μια μεταδοτική αρρώστια η οποία σκοτώνει σχεδόν αυτόματα. «Υπήρχαν οξείς πόνοι και ξαφνική ζαλάδα και έπειτα ακατάσχετη αιμορραγία από τους πόρους και διάλυση» έγραφε ο Πόε. «Οι κόκκινες κηλίδες στο σώμα και ιδιαίτερα στο πρόσωπο του θύματος ήταν οι ενδείξεις για να απομονωθεί από τους άλλους, από κάθε είδους βοήθεια και συμπόνοια». Συγκεκριμένα, οι πλούσιοι δεν είχαν συμπόνοια για τους φτωχούς. (Αξίζει να αναφερθεί ότι ο πλούσιος πατριός του Πόε τον είχε εντελώς απορρίψει, αφήνοντάς τον άφραγκο, και η σύζυγός του πέθαινε από τη φυματίωση).
Η Μάσκα του Κόκκινου Θανάτου, σε έκδοση animation.
Ο Κόκκινος Θάνατος του Πόε γίνεται πανδημία στο μυθιστόρημα του Τζακ Λόντον «Η κόκκινη πανούκλα» που μας μεταφέρει στο 1912. Η αρρώστια είναι πολύ όμοια: «Ολόκληρο το πρόσωπο και το σώμα γινόταν κόκκινο μέσα σε μία ώρα». Η επιδημία είχε έρθει το έτος 2013 και εξαφάνισε σχεδόν τους πάντες, τους πλούσιους και τους φτωχούς, τα δυνατά έθνη και τα αδύναμα, σε κάθε γωνία του κόσμου, και άφησε επιζώντες στην ίδια εξαθλίωση και χωρίς ιθαγένεια.
Ένας από τους ελάχιστους που επιβίωσαν ήταν καθηγητής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, και όταν η επιδημία χτύπησε, κρύφτηκε στα εργαστήρια χημείας και απέκτησε ανοσία στην αρρώστια. Για χρόνια ζούσε μόνος σε ένα παλιό ξενοδοχείο τρώγοντας κονσέρβες από τα έρημα μαγαζιά μέχρι που συνάντησε μια συμμορία, τους Σοφέρ, κι έγινε μέλος τους. Βρήκε ακόμα και σύζυγο. Όταν ξεκινάει το μυθιστόρημα, το έτος 2073, ο καθηγητής είναι πολύ γέρος, ένας βοσκός, ντυμένος με ένα τομάρι κατσίκας, που ζούσε σαν ζώο.
Λέει την ιστορία της κόκκινης πανούκλας στα εγγόνια του, αγόρια «που μιλούσαν με μονοσύλλαβες και σύντομες άρρυθμες προτάσεις που ήταν πιο πολύ ασυναρτησίες παρά γλώσσα», αλλά ήταν πολύ επιδέξια με το τόξο και το βέλος. Η πρωτόγονη κατάστασή τους στενοχωρεί τον καθηγητή, ο οποίος λέει αναστενάζοντας, καθώς αγναντεύει αυτό που ήταν κάποτε το Σαν Φρανσίσκο: «Εκεί που τέσσερα εκατομμύρια άνθρωποι ζούσαν διασκεδάζοντας σήμερα περιφέρονται λύκοι και άγριοι απόγονοί μας με προϊστορικά όπλα, οι οποίοι υπερασπίζονται τον εαυτό τους ενάντια στα αρπακτικά κτήνη. Σκέψου το! Και όλα αυτά εξαιτίας του Κόκκινου Θανάτου».
Ο Λόντον έκλεψε την ιδέα του Κόκκινου Θανάτου από τον Πόε και δανείστηκε την υπόθεση από τον «Τελευταίο Άνθρωπο» της Σέλλεϋ. Η δομή του σύγχρονου «μυθιστορήματος επιδημίας» συναντάται στο «The Stand» του Στίβεν Κινγκ.
Ο Αλμπέρ Καμύ κάποτε όρισε το μυθιστόρημα ως «το μέρος όπου ένας άνθρωπος ζει ερημωμένος από τους άλλους ανθρώπους». Το μυθιστόρημα επιδημίας είναι το μέρος όπου όλοι οι άνθρωποι εγκαταλείπουν τους υπόλοιπους ανθρώπους. Αντίθετα με άλλα είδη της προφητικής λογοτεχνίας, όπου οι εχθροί μπορεί να είναι χημικά ή ηφαίστεια ή εξωγήινοι εισβολείς, ο εχθρός εδώ είναι άλλοι άνθρωποι, η ανάσα των άλλων ανθρώπων και, πολύ συχνά, η απλή ύπαρξή τους.
Ο Καμύ στο μυθιστόρημα του 1947 «Η Πανούκλα» τοποθετεί την ιστορία μέσα από τα τείχη μιας γαλλο-αλγερινής πόλης σε καραντίνα κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου (τη δεκαετία του '40). Με όλους τους οιωνούς, τις προφητείες και τους αποδιοπομπαίους τράγους θα μπορούσε να είναι επίσης και το Λονδίνο του 1665. Ο Δόκτωρ Μπερνάρ Ριέ, μαζί με όλους τους άλλους, στην αρχή αποτυχαίνει να διαβάσει τα σημάδια. Βλέπει έναν αρουραίο να περπατάει με αστάθεια έξω από την πόρτα του, η κίνησή του ήταν αβέβαιη και το τρίχωμά του μουσκίδι. Ο γιατρός το κοίταξε και ανέβηκε τις σκάλες. Αρουραίοι βγαίνουν από τα υπόγεια και πεθαίνουν στους δρόμους. Και πάλι ούτε ο γιατρός ούτε κανείς άλλος αντιδρά, μέχρι που πεθαίνει ο πρώτος άνθρωπος από την αρρώστια. Ολόκληρη η πόλη υποφέρει από πυρετό. Ο αριθμός των κρουσμάτων αυξάνει και μετά εκτινάσσεται, σε 48 ώρες πεθαίνουν 11 άνθρωποι, αλλά η κυβέρνηση αποφεύγει να χρησιμοποιήσει τη λέξη «επιδημία». Όταν όμως όλα εξελίσσονται δραματικά και τριάντα άνθρωποι πεθαίνουν σε μία μέρα, κλείνει την πόλη.
Η επιδημία, φυσικά, είναι ο ιός του φασισμού. Κανείς στην πόλη δεν λαμβάνει υπόψη τους θανάτους των αρουραίων μέχρι που ήταν πολύ αργά. Η «Πανούκλα» δεν είναι το χρονικό μιας πανδημίας, με την έννοια ότι η επιδημία δεν ξεφεύγει ποτέ από την πόλη, ωστόσο, η πανούκλα του Καμύ είναι μια πανούκλα χωρίς τέλος. Ο Ριέ μαθαίνει, διαβάζοντας ιστορία, ότι υπάρχει στα αλήθεια μόνο μία πανούκλα, σε όλη την ανθρώπινη ιστορία, η οποία ταξιδεύει από μέρος σε μέρος, σε όλες τις χρονικές περιόδους, «από κινέζικες πόλεις γεμάτες από θύματα σιωπηλά μέσα στην αγωνία τους», μέχρι «τις υγρές, σαπισμένες παλέτες, κολλημένες στο λασπώδες έδαφος των λεπροκομείων της Κωνσταντινούπολης, όπου οι ασθενείς σέρνονταν από τα κρεβάτια τους με γάντζους» και «κάρα γεμάτα νεκρά σώματα στους δρόμους του Λονδίνου, όπου στα σκοτάδια της νύχτας ακουγόταν η αιώνια κραυγή του ανθρώπινου πόνου». Τι είναι επόμενο στη λίστα; Το Άουσβιτς, το Νταχάου, το Μπούχενβαλντ. Η αρρώστια είναι ο άνθρωπος.
Για όσους ήταν σε απομόνωση, δεν υπάρχουν λόγια: «η επιδημία είχε καταπιεί τα πάντα και όλους». Σώζονται την τελευταία στιγμή από έναν ορό αίματος, και η πόλη ξεσπάει σε εκδηλώσεις χαράς. Στα τελευταία λόγια του βιβλίου, ο γιατρός σκέφτεται αυτά που διάβασε. «Ήξερε ότι αυτά τα κατενθουσιασμένα πλήθη δεν γνώριζαν αλλά θα μπορούσαν να είχαν μάθει από τα βιβλία: ότι η ο βάκιλος της πανούκλας δεν εξαφανίζεται ποτέ εντελώς. Και ότι ίσως μια μέρα να αναγεννηθεί από τους αρουραίους για άλλη μια φορά για να ξαναστείλει τον θάνατο στη χαρούμενη πόλη». Οι άνθρωποι, θα γίνονται πάντα, ξανά, αρουραίοι.
Η παρατήρηση του Καμύ ότι «η πλήρης ανικανότητα κάθε ανθρώπου να μοιραστεί τον πόνο που δεν μπορεί να δει» είναι το θέμα του ιδιοφυούς και συγκλονιστικού «Περί Τυφλότητας» του Ζοζέ Σαραμάγκου, όπου το 1995 είδε από άλλη σκοπιά την ιστορία της πανούκλας. Ένας άνθρωπος χάνει ξαφνικά το φως του. Τα περιστατικά αιφνίδιας τύφλωσης κλιμακώνονται και η κυβέρνηση αποφασίζει να βάλει σε καραντίνα τους τυφλούς. Με γραφειοκρατική ακρίβεια, ο Σαραμάγκου έχει υπολογίσει όλα όσα θα μπορούσαν να συμβούν σ' έναν κόσμο που χάνει την όρασή του.
Η «Τυφλότητα» υποδεικνύει το απολυταρχικό κράτος του εικοστού πρώτου αιώνα: την ιδρυματοποίηση των ευάλωτων, τη βαναυσότητα των στρατιωτικών ηγετών. Όταν χτυπάει η αρρώστια, η κυβέρνηση περικυκλώνει όλους τους τυφλούς και τους κλείνει σε ένα ψυχιατρείο, όπου ξεκινάει ένας πόλεμος μεταξύ τους. Κλέβουν, βιάζουν. «Οι τυφλοί είναι πάντα σε πόλεμο, πάντα ήταν σε πόλεμο», γράφει ο Σαραμάγκου, στην πιο σκοτεινή παρατήρησή του στο βιβλίο.
Η «Τυφλότητα» όμως είναι πολύ πιο σκοτεινή από οποιοδήποτε μάθημα ιστορίας. Για τον Σαραμάγκου, η τυφλότητα δεν είναι μια αρρώστια: η τυφλότητα είναι η ανθρώπινη κατάσταση. Στο μυθιστόρημα μένει μόνο ένα πρόσωπο με την όρασή του, μια γυναίκα. Διαβάζει στους τυφλούς, κάτι που για αυτούς είναι παράδεισος και αγανάκτηση μαζί: «Σε αυτό είμαστε όλοι καλοί, στο να ακούμε κάποιον να διαβάζει την ιστορία της ανθρωπότητας που υπήρχε πριν από εμάς».
Κι αυτό, στο μοντέρνο «μυθιστόρημα επιδημίας» είναι ο τελικός τρόμος κάθε επιδημίας που εξοντώνει τον κόσμο, η απώλεια της γνώσης, για την οποία το ίδιο το διάβασμα είναι η μόνη θεραπεία...
__________
Απόδοση στα ελληνικά από τον M. Hulot του άρθρου «What Our Contagion Fables Are Really About» της Jill Lepore, που δημοσιεύτηκε στον New Yorker.