Όπως συμβαίνει αρκετά συχνά με τις πιο συναρπαστικές και καινοτόμες ιδέες της εποχής, η σύλληψη του ανατρεπτικού προϊόντος της BlakBear προέκυψε στο ανήσυχο περιβάλλον ενός πανεπιστημίου. Στην προκειμένη περίπτωση, ήταν αποτέλεσμα του συλλογικού ακαδημαϊκού ταξιδιού μιας ομάδας φοιτητών βιοϊατρικής που για αρκετούς μήνες βρίσκονταν σχεδόν καθημερινά καταχωνιασμένοι στα εργαστήρια του Πανεπιστημίου Imperial για να ολοκληρώσουν την έρευνα των διδακτορικών τους.
«Δουλεύαμε πάνω στη δημιουργία αισθητήρων που θα μπορούσαν να τοποθετηθούν σε μέρη όπου δεν είχαν μπει ποτέ, κι αυτό γιατί προσπαθούσαμε να παίξουμε με τη χημεία και να τους φτιάξουμε με το χαμηλότερο δυνατό κόστος και σε μικρό μέγεθος», εξηγεί ο Μιχαήλ. «Η ιδέα για την εταιρεία ήρθε όταν καταπιαστήκαμε με το χαρτί, το οποίο είναι ένα από τα φτηνότερα υλικά για να κάνεις χημεία και το βρίσκεις παντού. Έτσι, λοιπόν, φτιάξαμε τον πρώτο περιβόητο αυτοκόλλητο αισθητήρα», συμπληρώνει χαμογελώντας περήφανα.
Ακριβώς επειδή ήμασταν μια ομάδα επιστημόνων, νομίζω ότι καταφέραμε να προσαρμόζουμε συνεχώς το προϊόν μας στις ανάγκες της αγοράς και των πελατών που ενδιαφέρονταν γι’ αυτό.
Τα διδακτορικά της ομάδας επικεντρώθηκαν στους μικρούς χάρτινους αισθητήρες, ωστόσο καταπιάστηκαν με μια ευρεία γκάμα εφαρμογών. Η δουλειά τους δεν άργησε να οδηγήσει στη δημιουργία των πρώτων μικροσκοπικών ηλεκτροχημικών αισθητήρων εντυπωσιακής ακρίβειας που μπορούσαν να τοποθετηθούν σε κομματάκια χαρτιού και να μετρήσουν κυριολεκτικά τα πάντα σε αέρια μορφή. «Αναπτύξαμε από την αρχή ένα τεράστιο εύρος εφαρμογών και μοντέλων ανάλυσης δεδομένων, όπως η δυνατότητα να μετρά κανείς την ποιότητα και την υγεία του εδάφους, τη φρεσκάδα των τροφίμων, τη διαδικασία της αποκατάστασης ενός ασθενούς, τη μόλυνση της ατμόσφαιρας», εξηγεί ο Μιχαήλ. «Συνειδητοποιήσαμε πως η τεχνολογία που είχαμε κατασκευάσει είχε αμέτρητες προεκτάσεις, γιατί είχαμε φτιάξει αισθητήρες τόσο φτηνούς και εύχρηστους που δεν χρειάζονταν φόρτιση και μπορούσαν να τοποθετηθούν σε διάφορα μέρη και να συλλέγουν ασταμάτητα χημικά δεδομένα», συμπληρώνει.
Τη σύλληψη της ανατρεπτικής ιδέας και τη δημιουργία στα εργαστήρια των πρώτων αισθητήρων δεν άργησε να ακολουθήσει ο ενθουσιασμός των καθηγητών και στελεχών του κορυφαίου βρετανικού πανεπιστημίου και χάρη στη στήριξή τους η BlakBear ξεκίνησε, δειλά δειλά, να παίρνει σάρκα και οστά ως μια start-up επιχείρηση. «Τα πρώτα μας χρήματα τα πήραμε μέσω ενός διαγωνισμού καινοτομίας του Imperial», θυμάται ο Μιχαήλ. «Μέχρι και σήμερα έχουμε κρατήσει αυτή την πρώτη επιταγή. Οι άνθρωποι του πανεπιστημίου μάς έκαναν παράλληλα και μερικά χρήσιμα μαθήματα σχετικά με το πώς να παρουσιάσουμε την ιδέα μας στην αγορά, πώς να πατεντάρουμε την τεχνολογία που εφηύραμε, πώς να κινηθούμε νομικά στα πρώτα μας εταιρικά βήματα. Πρόκειται για μαθήματα ζωής των οποίων τη σημασία βλέπουμε μέχρι σήμερα, όταν κυνηγάμε τις επενδύσεις», συμπληρώνει.
Η BlakBear ξεκίνησε το επιχειρηματικό της ταξίδι με μια σειρά από μικρούς χάρτινους αυτοκόλλητους αισθητήρες, λίγο μικρότερους σε μέγεθος από μια πιστωτική κάρτα, οι οποίοι μετρούσαν με ακρίβεια τα επίπεδα της μόλυνσης του αέρα. Η ευφυΐα της κατασκευής τους ήταν η εξής: οποιασδήποτε μπορούσε να τους κολλήσει στο κινητό του κι έτσι να μετατραπεί αυτομάτως σε συλλέκτη δεδομένων, βολτάροντας απλώς στην πόλη του. Σχεδόν αμέσως οι αισθητήρες μαγνήτισαν τα βλέμματα του κόσμου.
«Βρεθήκαμε ξαφνικά σε αμέτρητα expositions και παρουσιάσεις, κληθήκαμε στο δημαρχείο του Λονδίνου για να μιλήσουμε για το πώς μπορούμε να μετρήσουμε τη μόλυνση στην πόλη, μέχρι και ο αμερικανικός στρατός έφτασε να μας παίρνει τηλέφωνο για να μάθει λεπτομέρειες», θυμάται ο Μιχαήλ γελώντας. «Αυτό οφείλεται κυρίως στην τεράστια και χρήσιμη προβολή που είχαμε σε βρετανικές εφημερίδες αλλά και σε διεθνή κανάλια, και εκεί ο ρόλος του Imperial ήταν κομβικός. Το ενδιαφέρον στον τομέα ήταν ήδη μεγάλο, αλλά το πανεπιστήμιο συνέβαλε τρομερά με το κύρος και το δίκτυό του, όπως και με την εσωτερική ομάδα δημοσιογράφων που έχει για να προωθεί την έρευνα και την τεχνολογία που παράγει», συμπληρώνει.
Η συμβολή του βρετανικού πανεπιστημίου στην ολοκλήρωση των διδακτορικών της ομάδας το 2020 υπήρξε πολύτιμη, όμως ο Μιχαήλ και η ομάδα του θέλησαν να ανεξαρτητοποιηθούν από αυτό και να δουλέψουν αυτόνομα στην BlakBear. «Όσο βοηθητικά και αν είναι τα πανεπιστήμια στην Αγγλία, οι ρυθμοί της αγοράς είναι πιο γρήγοροι», αναφέρει ο 30χρονος start-upper. «Ο στόχος, άλλωστε, δεν ήταν να πούμε απλώς πως καινοτομούμε αλλά να εισαγάγουμε κάτι στην αγορά, να το πουλήσουμε, ώστε να έχει μεγάλο αντίκτυπο».
Έτσι, λοιπόν, την τελευταία τριετία η BlakBear ακολουθεί το μονοπάτι της νεοφυούς επιχείρησης και, όπως συμβαίνει συχνά με τις start-ups, δεν άργησε να έρθει αντιμέτωπη με το απαραίτητο βήμα της μετάβασης. «Παρατηρήσαμε πως, παρότι υπήρχε μεγάλο ενδιαφέρον για τη μέτρηση της μόλυνσης, αυτό μας ωθούσε να δουλέψουμε πολύ με κυβερνητικούς οργανισμούς. Αποφασίσαμε πως δεν ήταν ο ευκολότερος τρόπος να χτίσεις μια εταιρεία. Ειδικά όταν η ζήτηση παραμένει χαμηλή, δεν βλέπεις το μέλλον σου ως εταιρεία πολύ φωτεινό», εξηγεί ο Μιχαήλ. «Αντίθετα, όποτε αναφερόμασταν στις εφαρμογές των αισθητήρων μας στον τομέα των τροφίμων, π.χ. στην ανάλυση του χώματος, στη μέτρηση της φρεσκάδας ή της αλλοίωσης του φαγητού, στην πρόβλεψη της καρποφορίας μιας σοδειάς, η ζήτηση ήταν εκθετικά μεγαλύτερη. Δεν άργησαν να μας προσεγγίσουν εταιρείες όπως η Heinz ή μεγάλα βρετανικά σούπερ-μάρκετ που μας είπαν κατευθείαν “φέρτε τους αισθητήρες σας, τους θέλουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται”. Αυτό, λοιπόν, ήταν που μας έκανε να αλλάξουμε πορεία και να στρέψουμε την BlakBear προς τα τρόφιμα».
Η στροφή της νεοφυούς επιχείρησης που εδρεύει στο Λονδίνο προς την κατεύθυνση του food industry αποδείχθηκε μια εύλογη και ιδιαίτερα προνοητική κίνηση. Από τις αλλαγές που προκάλεσε η πανδημία στον τομέα των σούπερ-μάρκετ μέχρι την επισιτιστική κρίση και τις αναταράξεις στην αλυσίδα τροφίμων που επέφερε η εισβολή στην Ουκρανία, η δυνατότητα να ποσοτικοποιεί κανείς εύκολα και άμεσα τη φρεσκάδα του φαγητού έγινε περιζήτητη. Έτσι, οι αισθητήρες της BlakBear ξεκίνησαν σταδιακά να βρίσκουν νέα εφαρμογή στα ράφια των σούπερ-μάρκετ και στις καλλιέργειες των αγροτών. «Βοήθησε και το γεγονός πως ακολουθούσαμε στενά τη ζήτηση των μεγάλων εταιρειών στον χώρο των τροφίμων αλλά και την τεχνολογική πρόοδο της εποχής που με τη σειρά της μας οδηγεί όλο και περισσότερο στην άνοδο του Internet of Things. Όλα αυτά μας δημιούργησαν την πεποίθηση πως το αυτοκολλητάκι μας μπορεί να κάνει ακόμα περισσότερα πράγματα απ’ ό,τι είχαμε αρχικά φανταστεί», αναφέρει ο Μιχαήλ. «Βλέπεις, πάντα, από τα πρώτα μας εργαστηριακά βήματα, ήμασταν ανοιχτοί σε αλλαγές κατευθύνσεων, δεν κλείναμε πόρτες».
Από αυτήν ακριβώς την ανοιχτότητα της BlakBear σε νέες ιδέες και νέες εφαρμογές προέκυψε και το νεότερο πειραματικό προϊόν της, ένα ταπεράκι για προσωπική χρήση εξοπλισμένο με αισθητήρα που ενημερώνει τον καταναλωτή για τη φρεσκάδα ή την αλλοίωση του φαγητού που περιέχει. «Το τάπερ προέκυψε από μια συνεργασία με μια μάρκα κουζινικών και ένα σούπερ-μάρκετ που ενδιαφέρθηκε και μας χρηματοδότησε ώστε να ασχοληθούμε ερευνητικά με αυτό το προϊόν. Μόλις το ολοκληρώσαμε», αναφέρει ο συνιδρυτής της εταιρείας. «Είμαι πολύ περήφανος γιατί η κακή διαχείριση των τροφίμων ή το λεγόμενο food waste είναι ένα γιγάντιο πρόβλημα, το 50% του φαγητού που αχρηστεύεται προέρχεται από το σπίτι των καταναλωτών. Δεν γνωρίζουμε τι συμβαίνει αφού το προϊόν φύγει από τα ράφια των σούπερ-μάρκετ, και προσπαθούμε να αλλάξουμε και αυτό με την BlakBear».
Η ακούραστη ομάδα της BlakBear αναζητά συνεχώς νέες εφαρμογές για τους αυτοκόλλητους αισθητήρες της, ωστόσο μαζί με την αδιάκοπη ερευνητική προσπάθεια έρχονται και οι συνήθεις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ένας νέος επιχειρηματίας. Εν έτει 2022 παίρνουν τη μορφή του υπερπληθωρισμού και της χαμηλής αυτοπεποίθησης στην αγορά, συνθήκες που δημιουργούν δυσκολίες στην άντληση κεφαλαίου. «Βρισκόμαστε σε μια τρικυμία, μια παγκόσμια αβεβαιότητα που δημιουργεί προβλήματα» αναφέρει ο Μιχαήλ, συμπληρώνοντας ωστόσο πως τόσο οι κρατικές χρηματοδοτήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου όσο και ο επιτυχημένος πρώτος γύρος επενδύσεων που κλείνει σύντομα έχει εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα και το εξελικτικό πλάνο της BlakBear για την επόμενη διετία. «Πάντοτε προχωρούσαμε επιχειρηματικά και ταυτόχρονα τεχνολογικά, εστιάζοντας πάντα στην έρευνα και στην ανάπτυξη. Αυτό αποδεικνύεται καλό, γιατί οι επενδυτές που μας προσεγγίζουν ενδιαφέρονται πρωτίστως για την τεχνολογία μας».
«Η μεγαλύτερη πρόκληση», συνεχίζει ο Μιχαήλ, «είναι ίσως πως ενώ οι αισθητήρες μας θα μπορούσαν να έχουν τεράστιο αντίκτυπο στο κίνημα της βιωσιμότητας, πολύ πιθανοί πελάτες ή οργανισμοί που αυτοπροωθούνται ως βιώσιμοι δεν ενδιαφέρονται πραγματικά για τους αριθμούς, δεν θεωρούν τη βιωσιμότητα ως κομμάτι της στρατηγικής τους, όπως άλλα ποσοτικά πράγματα, αλλά ως ένα κουτάκι που πρέπει να τσεκάρουν. Ευτυχώς, παρατηρούμε πως τα πράγματα αλλάζουν».
Το ταξίδι της BlakBear από τα εργαστήρια του Imperial στα ράφια των κορυφαίων βρετανικών σούπερ-μάρκετ είναι ήδη συναρπαστικό και πολλά υποσχόμενο, ένα τρανό παράδειγμα της απίθανης καινοτομίας που προκύπτει όταν η επιχειρηματικότητα και η ακαδημαϊκή έρευνα συναντιούνται και συνδυάζονται. Ως παράγοντες της επιτυχίας της start-up, που πλέον κλείνει τα πέντε χρόνια ζωής και δύο χρόνια λειτουργίας ως ανεξάρτητη επιχείρηση, ο Μιχαήλ ξεχωρίζει τη στήριξη που έλαβε από το οικοσύστημα του Ηνωμένου Βασιλείου σε επίπεδο χρηματοδότησης και επένδυσης, δεδομένου ότι το σύγχρονο βρετανικό πανεπιστήμιο λειτουργεί και ως επιταχυντής για τις νέες και ανατρεπτικές ιδέες. Ωστόσο, βασικά πλεονεκτήματα της BlakBear, σύμφωνα με τον συνιδρυτή της, είναι η ευελιξία και το μεράκι της ομάδας. «Ακριβώς επειδή ήμασταν μια ομάδα επιστημόνων, νομίζω ότι καταφέραμε να προσαρμόζουμε συνεχώς το προϊόν μας στις ανάγκες της αγοράς και των πελατών που ενδιαφέρονταν γι’ αυτό», καταλήγει ο 30χρονος start-upper. «Εάν δεν μπορείς εσύ να βρεις ολοένα και περισσότερες εφαρμογές για την τεχνολογία σου, δεν θα βρει κανένας άλλος. Αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα του επιχειρείν. Δεν αρκεί μονάχα η εφεύρεση, πρέπει να έχεις αναπτύξει τουλάχιστον είκοσι λύσεις και προτάσεις εφαρμογής, ώστε να δουλέψει τελικά η μία».