Πολύ συχνά, όταν προσπαθούμε να εκφραστούμε, διαπιστώνουμε τα όρια που θέτει στις προθέσεις μας η ίδια η γλώσσα. Ειδικά στα ελληνικά, όπου οι λέξεις έχουν γραμματικά γένη, η προσπάθειά μας να συμπεριλάβουμε διαφορετικά φύλα στις φράσεις μας μάς κάνει συχνά να αναρωτιόμαστε για τον τρόπο που θα μιλήσουμε χωρίς να θυσιάσουμε τη ζωντάνια του λόγου στο όνομα της ακρίβειας.
Στην εποχή της ανάδυσης νέων κοινωνικών σημασιών για τον δυτικό κόσμο, όπως είναι η ρευστότητα του φύλου, η δυσκολία της έκφρασης επιτείνεται. Ο πληθυντικός που αναφέρεται σε μεικτά ακροατήρια πολύ συχνά παραμένει γένους αρσενικού, αλλιώς γίνεται συχνά ξύλινος.
Δεν είμαστε ακόμα εξοικειωμένοι με τις ουδέτερες εκφράσεις, ενώ το «@» στην κατάληξη των λέξεων ούτε έχει κάποιο προφορικό αντίστοιχο ούτε και επιλύει το πρόβλημα στο ίδιο το γραπτό. Μάλιστα, ως σύμβολο το «@» κυριαρχεί στο μάτι, δημιουργώντας ένα μάλλον άσχημο αισθητικό αποτέλεσμα.
Μιλήσαμε με την Άννα Ρούσσου, καθηγήτρια Γλωσσολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας και πρόεδρο της Επιτροπής Ισότητας των Φύλων του Πανεπιστημίου Πατρών. Πριν από λίγους μήνες η ίδια είχε δώσει μια ενδιαφέρουσα διάλεξη στο Cambridge Centre for Greek Studies με τίτλο «Είναι τα ελληνικά μια σεξιστική γλώσσα;», όπου απαντούσε σε ένα ερώτημα που είχαν θέσει κάποια δημοσιογραφικά άρθρα. Μια παραλλαγή αυτού υιοθετήσαμε και για την παρούσα συνέντευξη.
Τα ελληνικά είναι μια γλώσσα όπου η διάκριση του γένους είναι κατά κανόνα αυθαίρετη. Συνήθως όμως, όταν έχουμε έμψυχες οντότητες, και μάλιστα όταν αναφερόμαστε σε επαγγέλματα, ε, τότε υπάρχει μια ταύτιση ή θέλουμε να υπάρχει μια ταύτιση με το φυσικό γένος.
Στο σχέδιο δράσης του Πανεπιστημίου Πατρών για την ισότητα των φύλων μπορεί να δει κανείς (υπερσύνδεσμος εδώ) ότι έχει γίνει προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα συμπεριληπτικός λόγος με τη χρήση ουδέτερων όρων, όπως «ο φοιτητικός πληθυσμός», «το διοικητικό προσωπικό», «τα μέλη ΔΕΠ», ώστε να αποφευχθεί η μονότονη επανάληψη φράσεων του τύπου «φοιτητές, φοιτήτριες».
— Τι σημαίνει «σεξισμός στη γλώσσα»;
Να διευκρινίσουμε πρώτα ένα πράγμα, γιατί πολλές φορές λέμε ότι μια γλώσσα είναι σεξιστική: μιλάμε για τη χρήση της γλώσσας. Η γλώσσα ως σύστημα, δηλαδή ένα σύνολο αφηρημένων κανόνων, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως σεξιστική ή οτιδήποτε άλλο. Όταν αναφερόμαστε σε «σεξιστική» γλώσσα, ουσιαστικά αναφερόμαστε στους χρήστες, στους ομιλητές της, οι οποίοι, μέσω αυτής, κάνουν κάποια σεξιστικά σχόλια.
Το πρόβλημα που προκύπτει σε γλώσσες όπως τα ελληνικά είναι ότι κάνουν διακρίσεις όσον αφορά αυτό που ονομάζουμε γραμματικό γένος. Αυτό δεν είναι μια ιδιαιτερότητα των ελληνικών αλλά το βρίσκουμε και σε άλλες γλώσσες. Θα πούμε «η πόρτα» - γένους θηλυκού, «ο σκύλος» - γένους αρσενικού.
Πρόκειται για τυχαίες κατηγοριοποιήσεις που γίνονται στο λεξικό μας. Δεν υπάρχει κανένας ιδιαίτερος λόγος που «η πόρτα» είναι θηλυκό και «ο σκύλος» αρσενικό. Το πρόβλημα συνήθως προκύπτει όταν έχουμε έμψυχες οντότητες, και ειδικότερα στις λέξεις που χρησιμοποιούμε για περιγραφές επαγγελμάτων. Εκεί είναι που πολλές φορές θα πούμε «γιατί να χρησιμοποιήσω τη λέξη "γιατρός" που έχει την κατάληξη "-ος' και με παραπέμπει σε αρσενικό, ενώ αναφερόμαστε σε γυναίκα, και να μην πω 'γιατρίνα"»;
— Τα γραμματικά γένη είναι τελείως αυθαίρετα;
Εξαρτάται από τη γλώσσα. Τα ελληνικά είναι μια γλώσσα όπου η διάκριση του γένους είναι κατά κανόνα αυθαίρετη. Συνήθως, όμως, όταν έχουμε έμψυχες οντότητες, και μάλιστα όταν αναφερόμαστε σε επαγγέλματα, ε, τότε υπάρχει μια ταύτιση ή θέλουμε να υπάρχει μια ταύτιση με το φυσικό γένος.
Αλλά γιατί σας λέω ότι είναι αυθαίρετο; Το «κορίτσι» είναι γένους ουδετέρου, αλλά είναι θηλυκό ως προς το φύλο. Αν βάλω μια κατάληξη, φτιάξω ένα παράγωγο και πω «ο κορίτσαρος», η λέξη έχει γίνει γένους αρσενικού, αλλά το άτομο στο οποίο αναφέρομαι δεν έχει αλλάξει το φύλο του. Ή το αντίστοιχο στο αγόρι, με το παράγωγο «η αγορίνα».
Αυτό μας δείχνει όμως ότι τα μορφήματα αυτά που χρησιμοποιούμε για να φτιάξουμε παράγωγα, που είτε θα υπερτονίσουν κάτι ή θα το παρουσιάσουν σε πιο μικρή διάσταση, όπως στα χαϊδευτικά, υπακούν στους δικούς τους κανόνες. Αλλάζουν το γραμματικό γένος, αλλά δεν αλλάζουν το φύλο.
— Αυτό που κάνουμε στη γλώσσα, που παίζουμε με τα γένη στις λέξεις, δείχνει μια κάποια queer διάθεση; Ότι δηλαδή δεν μας δεσμεύουν τόσο τα φύλα όταν μιλάμε με καλή διάθεση γι’ αυτά τα πράγματα;
Ναι, αλλά χωρίς να έχουμε τη συναίσθηση αυτού του queer. Αυτή είναι μια μεταγλωσσική διαπίστωση. Δηλαδή δεν νομίζω ότι κάποιος άνθρωπος στην καθημερινότητά του το κάνει αυτό γιατί έχει στο μυαλό του αυτήν τη διάσταση, εφόσον δεν έχει όλη αυτή την εγκυκλοπαιδική και κοινωνιολογική πληροφορία. Αλλά σίγουρα δείχνει, όπως λέτε κι εσείς, ότι το γραμματικό μας σύστημα δεν μας βάζει κάποιους περιορισμούς, δεν μας αλλάζει ούτε μας καθορίζει το φύλο. Δεν αλλάζει η γλώσσα το φύλο.
— Ως προς τις καταλήξεις, πόσο δημιουργικοί μπορούμε να γίνουμε;
Μπορούμε να γίνουμε όσο δημιουργικοί θέλουμε. Συνήθως το πρόβλημα προκύπτει με επαγγέλματα ή, για την ακρίβεια, με ονόματα επαγγελμάτων τα οποία έχουμε ταυτίσει σε πολύ μεγάλο ποσοστό με άντρες και τα διακρίνουμε ως αντρικά. Σ’ εκείνα στα οποία ξέρουμε ότι υπήρχαν πάντοτε και γυναίκες ή, τουλάχιστον, τις τελευταίες δεκαετίες υπάρχουν, ο σχηματισμός του αντίστοιχου θηλυκού είναι πολύ πιο εύκολος. Δηλαδή θα πούμε «καθηγητής-καθηγήτρια», «διευθυντής-διευθύντρια».
— Τώρα, που έχουν αλλάξει τα πράγματα, δεν πρέπει να είμαστε πιο θαρραλέοι;
Ναι, ναι, βεβαίως και μπορούμε να το κάνουμε. Πολλές φορές προκύπτει ένα πρόβλημα ως προς τη χρήση. Δεν είναι ότι η γλώσσα δεν μας επιτρέπει τους σχηματισμούς. Είναι ο τρόπος με τον οποίο επιλέγουμε να τη χρησιμοποιήσουμε, είτε πρόκειται για επαγγέλματα είτε για αξιώματα.
Θυμηθείτε την περίπτωση της Προέδρου της Δημοκρατίας. Τέθηκε το θέμα, τώρα που είναι γυναίκα, αν θα τη λέμε Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή Προεδρίνα. Ή αξιώματα στο επίπεδο του πανεπιστημίου. Είναι η πρύτανης ή η πρυτάνισσα; Να πω εδώ ότι δεν ακολουθώ σε καμία περίπτωση τη γραφή σε -ις που ακολουθείται σε κάποια πανεπιστημιακά ιδρύματα, εσφαλμένα κατά την άποψή μου.
Η γλώσσα μάς επιτρέπει να κάνουμε τους σχηματισμούς, αλλά εδώ θα πρέπει να είμαστε και λίγο προσεκτικοί. Ο λόγος για τον οποίο θα επιλέξουμε τα θηλυκά στα αντίστοιχα επαγγέλματα ή αξιώματα δεν έχει να κάνει τόσο με τη γλώσσα καθαυτή αλλά πολλές φορές είναι και μια στάση για να τονίσουμε την παρουσία των γυναικών. Κατά την άποψή μου, βέβαια, είναι καθαρά εξωγλωσσικό το θέμα.
— Σε σχέση με αυτό που λέτε ότι πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, εννοείτε ότι μπορεί να μοιάζει πολύ τεχνητή η κατασκευή ενός νέου όρου;
Εννοώ ότι σε κάποια επαγγέλματα το κάνουμε με πολύ μεγαλύτερη άνεση σε σχέση με άλλα. Να σας δώσω ένα πολύ απλό παράδειγμα. Εμείς, ως ομιλητές και ομιλήτριες, αν ακούσουμε την κατάληξη «-ς» στην ονομαστική, π.χ. «πολίτης», θα καταλάβουμε ότι πρόκειται για ένα ουσιαστικό αρσενικού γένους. Είναι ψυχογλωσσολογικές κατηγοριοποιήσεις τις οποίες κάνουμε. Αλλά αν ακούσω «πόλη», το «-η» θα με παραπέμψει κατά κανόνα σε ένα ουσιαστικό που θα το αντιληφθώ ως θηλυκού γένους. Το ίδιο συμβαίνει και με το «-ας» και το «-α» αντίστοιχα.
Όταν πρόκειται για τα ουσιαστικά που είναι σε «-ος» –γιατί συνήθως εκεί προκύπτει το πρόβλημα, όπως στη λέξη «πρόεδρος»–, αυτό που γνωρίζουμε, αυτό που μας λέει η γραμματική μας είναι ότι αυτά τα ουσιαστικά μπορεί να είναι άλλοτε θηλυκά και άλλοτε αρσενικά. Κι εκεί έρχεται η σύνταξη και λέει ότι αν χρησιμοποιήσεις το άρθρο το οποίο είναι γένους θηλυκού, κάνεις αναφορά σε κάποια οντότητα που είναι θηλυκή.
Άρα μπορείς κάλλιστα να πεις «ο πρόεδρος», «η πρόεδρος». Τώρα, το να έχω ένα παράγωγο και να πω ότι εφόσον είναι γυναίκα θα πω «προεδρίνα», θα βάλω αυτό δηλαδή το παραγωγικό μόρφωμα «-ίνα» για να μου δείξει ότι είναι γυναίκα, δεν είναι τόσο θέμα γραμματικό. Ως ομιλητές ή ομιλήτριες θέλουμε να τονίσουμε τη γυναικεία παρουσία. Αλλά αυτό είναι θέμα χρήσης, δεν είναι θέμα γραμματικής.
— Δεν είναι και θέμα αισθητικής; Εμένα, για παράδειγμα, η λέξη «η πολίτης» μού ακούγεται άσχημη.
Θα μπορούσαμε να πούμε «η πολίτισσα» ή, κατ’ αναλογία από το πολίτης, αφαιρώντας το ληκτικό σίγμα, να πούμε «η πολίτη», αλλά δεν το λέμε. Δεν μας είναι καθόλου οικείο. Νομίζω ότι θα προτιμούσαμε ένα παράγωγο. Και γι’ αυτόν τον λόγο θα μπορούσαμε να πούμε «η πρύτανη», που επίσης δεν μας ακούγεται καλά, και σχηματίζουμε το «πρυτάνισσα», που πλέον έχει αρχίσει να γίνεται πολύ εύχρηστο. Όπως στα αρσενικά σε «-ας». Μια χαρά θα πούμε «βασίλισσα». Εκεί δεν μας ενοχλεί, το έχουμε συνηθίσει. Κάποια πράγματα είναι και θέμα συνήθειας.
Εδώ είναι οι νεότερες ηλικίες που παίζουν σημαντικό ρόλο. Γιατί κάποιος που έχει περάσει από το εκπαιδευτικό σύστημα, είναι και κάποιας ηλικίας, π.χ. 50-60, είναι πολύ δύσκολο να αλλάξει τη χρήση της γλώσσας του! Νομίζω ότι αυτό είναι και λίγο αναμενόμενο.
Η γλώσσα είναι μια διάσταση του εαυτού μας. Είναι μέρος της ψυχολογικής μας υπόστασης και είναι κάτι που μας τοποθετεί και κοινωνικά. Και μπορεί να γίνει σε αυτό το επίπεδο ένα πάρα πολύ ισχυρό εργαλείο, όπως και σε επίπεδο πολιτικής. Αυτό δεν μπορούμε να το αμφισβητήσουμε, το ξέρουμε.
— Χρειάζεται και κάποια επιμονή; Γιατί οι μεγαλύτεροι έχουν και μεγαλύτερη εξουσία και κύρος συνήθως.
Αυτό είναι αλήθεια, μπορεί κάποιες φορές να χρειαστεί και να επιμείνουμε. Και με την ευκαιρία να περάσω και σε ένα άλλο θέμα. Όταν απευθυνόμαστε στον φοιτητικό πληθυσμό, θα πούμε «οι φοιτητές». Αυτό δεν απευθύνεται αποκλειστικά σε άντρες, μπορεί να απευθύνεται και σε γυναίκες, γιατί θεωρούμε ότι αυτό είναι το συμπεριληπτικό γένος.
Αν θέλουμε να τονίσουμε την παρουσία και των γυναικών, τότε επιλέγουμε να πούμε «φοιτητές και φοιτήτριες», όπως θα λέγαμε «κυρίες και κύριοι». Δηλαδή είναι κάποιες κινήσεις που καλό είναι να τις κάνουμε ειδικά όταν αναφερόμαστε σε πεδία ή σύνολα όπου οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται.
— Παγκοσμίως, επίσης, έχουν ανακύψει κάποια ζητήματα φύλου, καθώς το φύλο έχει γίνει ρευστό, οπότε χρειαζόμαστε και μια ουδέτερη κλίση για να γινόμαστε πιο συμπεριληπτικοί.
Ο ουδέτερος τύπος χρησιμοποιείται, ναι. Εγώ έχω ακούσει «φοιτητές, φοιτήτριες και φοιτητά». Τώρα, να σας πω την αλήθεια, έχω μια επιφύλαξη για τη χρήση του ουδετέρου. Μου φαίνεται ότι ο λόγος γίνεται πάρα πολύ ξύλινος. Και μπορεί στην προσφώνηση σε ένα ακροατήριο να πούμε «αγαπητοί φοιτητές, αγαπητές φοιτήτριες, αγαπητά φοιτητά», αλλά στη συνέχεια θα πρέπει να επιλέξουμε κάποια στοιχεία για να υπάρχει σύνταξη. Δηλαδή, αν ξεκινήσω να λέω «οι φοιτητές και οι φοιτήτριες στην τάξη μου ήταν…», πώς θα συνεχίσω; «Χαρούμενοι»; «χαρούμενες»; Και τα δύο ή το ουδέτερο «χαρούμενα»; Χρειάζομαι μια κατάληξη στον τύπο «χαρούμεν-».
— Στο γραπτό λόγο μπορούμε να χρησιμοποιούμε το «@», αλλά στον προφορικό λόγο δεν έχουμε κάτι αντίστοιχο.
Ούτε το παπάκι μάς καλύπτει. Νομίζω ότι το «@» καλό ήταν που μπήκε για να μας επισημάνει κάτι. Αλλά αν το καλοσκεφτούμε, γράφει κάποιος «αγαπήτ@, φοιτήτ@». Πώς όμως θα το διαβάσει;
Επίσης, στη λέξη «φοιτητ@», αν πει κάποιος, συμπλήρωσέ τη εδώ που βλέπεις το «@», την κατάληξη του αρσενικού θα βάλει. Ούτε τα «φοιτητά» θα βάλει, γιατί δεν συνηθίζεται. Για τις γυναίκες θα πρέπει να βάλει και το «ρ», γιατί η λέξη είναι «φοιτήτρια», ως παράγωγο του «φοιτητή».
Επομένως, νομίζω ότι η αντικατάσταση μιας κατάληξης από ένα σύμβολο που δεν κάνει καμία διάκριση στο γραμματικό γένος είναι πολύ περιορισμένης λειτουργικότητας και τελικά δεν λύνει και το πρόβλημα.
— Πώς σας φαίνεται η εναλλαγή των φύλων στον λόγο, όπως συμβαίνει σε κάποια κείμενα στο εξωτερικό;
Δεν είναι απαραίτητη η εναλλαγή, αρκεί να πει κάποιος ότι στον λόγο μου θα χρησιμοποιήσω το θηλυκό ή χρησιμοποιώ το αρσενικό χωρίς όμως να κάνω διάκριση στο φύλο, ως συμπεριληπτικό σε γραμματικό επίπεδο.
Η εναλλαγή σε ένα κείμενο, όπου στη μία παράγραφο χρησιμοποιείται το αρσενικό και στην επόμενη το θηλυκό, πολύ φοβάμαι ότι μπορεί να δημιουργήσει ένα πρόβλημα συνοχής. Βλέποντας μια αντωνυμία σε αρσενικό γένος, καταλαβαίνω ότι η αναφορά γίνεται είτε γενικευτικά είτε σε κάποιον άντρα. Αν αλλάξει και στην επόμενη παράγραφο χρησιμοποιηθεί το θηλυκό, το πρώτο πράγμα που θα κάνουμε ως αναγνώστες και αναγνώστριες είναι να σκεφτούμε ότι αναφέρεται σε κάτι άλλο.
Νομίζω ότι είναι μια λύση προβληματική, εκτός κι αν αλλάζει από κείμενο σε κείμενο. Ακόμα κι αν δεν έχουμε τη διάκριση αρσενικό/θηλυκό στη γλώσσα, όπως στα αγγλικά, πάλι στο μυαλό μας, αν ακούσουμε «surgeon», την αντίστοιχη λέξη για το «χειρουργός», άντρα θα σκεφτούμε. Αν ακούσουμε «nurse», τη λέξη για το νοσηλευτικό προσωπικό, το πιο πιθανό είναι ότι θα σκεφτούμε μια νοσοκόμα.
Δηλαδή τα στερεότυπα δεν φεύγουν με τις λέξεις. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα μας ή να χρησιμοποιήσουμε τύπους που είναι διαθέσιμοι στη διάκριση αυτή των φύλων.
Αλλά, όπως είπατε κι εσείς, αν κάποιος έχει ρευστότητα φύλου, πάλι θα έχουμε ένα θέμα. Ούτε μπορούμε να καταργήσουμε τις καταλήξεις από τη μία μέρα στην άλλη βέβαια. Είναι θέμα γλωσσικής αλλαγής.
— Εκφράσεις όπως «η εαυτή», «οι εαυτές» σάς φαίνονται τεχνητές;
Μέσα από τη χρήση μπορούν και να περάσουν στη γλώσσα. Αλλά και πάλι η λέξη «εαυτός» χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, δεν είναι δηλωτικό γένους. Σκεφτείτε ότι αυτό που θα μου δώσει το γένος είναι ουσιαστικά αυτό που ονομάζουμε κλητική αντωνυμία που ακολουθεί και έρχεται και κολλάει στο «εαυτός». Άρα θα πω «ο εαυτός της». Δεν υπάρχει περίπτωση να μην καταλάβει κανείς ότι αναφέρομαι σε γυναίκα.
Το κοινωνικό σύνολο επηρεάζεται πάρα πολύ από τον λόγο αυτών που είναι στην εξουσία για παράδειγμα. Επηρεάζεται πάρα πολύ από τον λόγο των δημοσιογράφων. Και, φυσικά, μπορεί κάποιος μέσα από τη γλώσσα να ελέγξει σύνολα ανθρώπων. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η τάδε γλώσσα έχει αυτά τα χαρακτηριστικά της εξουσίας. Είναι ευθύνη αυτών που θα τη χρησιμοποιήσουν.
— Σε σχέση και με αυτό που λέγατε πριν ότι διαβάζοντας ένα κείμενο, τα φύλα μπορεί να μας βοηθάνε να καταλαβαίνουμε σε ποιον αναφέρεται τι, θα μπορούσαμε να τα δούμε ως πλούτο της γλώσσας και όχι ως ένα εκφραστικό εμπόδιο;
Ως προς την έκφραση, ναι. Μιλάμε, όμως, πάντα για το γραμματικό γένος. Το γραμματικό γένος μού λέει ότι κατατάσσεις τις λέξεις σου σε διάφορες τάξεις που καθορίζουν το πώς κλίνονται. Είναι μια κατηγοριοποίηση λεξική που έρχεται και στη μορφολογία και μας βοηθάει να κάνουμε αυτήν τη διάκριση. Δεν υπάρχει δηλαδή τίποτα πέρα από αυτό.
Είναι τυχαίο το ότι τα ουσιαστικά που τελειώνουν σε «-ος» μπορεί να είναι είτε ουδέτερα είτε αρσενικά και θηλυκά και να κλίνονται με τον ίδιο τρόπο σε αυτή την περίπτωση. Κάποια από αυτά περνάνε και γίνονται κυρίως αρσενικά, π.χ. «η ψήφος», που συνήθως το λέμε «ο ψήφος». Και κάποια άλλα αποκτούν τον δικό τους σχηματισμό και γίνονται ουδέτερα, «η νήσος» που έγινε «το νησί». Είναι μέρος της γλωσσικής αλλαγής.
Κατά τον ίδιο τρόπο, μπορεί και το «εαυτός» μέσα από τη χρήση να αποκτήσει και έναν διαφορετικό θηλυκό τύπο. Αλλά όλα αυτά είναι και λίγο τυχαία στο πλαίσιο της γλωσσικής αλλαγής. Όσον αφορά το αν είναι πλούτος ή όχι, καταλαβαίνω ότι το εννοείτε ως προς την έκφραση, αλλά για την ίδια τη γλώσσα δεν σημαίνει κάτι. Η αγγλική, που δεν τα 'χει, δεν σημαίνει ότι είναι λιγότερο πλούσια.
Επίσης να διευκρινίσω ότι εσείς μιλάτε για το φύλο κι εγώ μιλάω για το γραμματικό γένος. Είναι χρήσιμο που το λέτε γιατί πολλές φορές υπάρχει αυτή η σύγχυση. Νομίζω ότι οι συνάδελφοι και οι συναδέλφισσες που ασχολούνται κυρίως με την κοινωνιογλωσσολογία βλέπουν πολύ αυτό το κοινωνικό κομμάτι. Εγώ είμαι της θεωρητικής γλωσσολογίας, βλέπω και λίγο πίσω από τη χρήση, τι μου λέει το γραμματικό γένος.
— Τα τελευταία χρόνια υπάρχει, επίσης, πολύ μεγάλο ζήτημα με τις αντωνυμίες, ειδικά στο εξωτερικό. Μήπως μετατοπίζουμε έναν κοινωνικό αγώνα στο πεδίο της γλώσσας ή μήπως και η γλώσσα είναι ένα πεδίο αγώνα;
Η γλώσσα είναι μια διάσταση του εαυτού μας. Είναι μέρος της ψυχολογικής μας υπόστασης και είναι κάτι που μας τοποθετεί και κοινωνικά. Και μπορεί να γίνει σε αυτό το επίπεδο ένα πάρα πολύ ισχυρό εργαλείο, όπως και σε επίπεδο πολιτικής. Αυτό δεν μπορούμε να το αμφισβητήσουμε, το ξέρουμε.
Το κοινωνικό σύνολο επηρεάζεται πάρα πολύ από τον λόγο αυτών που είναι στην εξουσία για παράδειγμα. Επηρεάζεται πάρα πολύ από τον λόγο των δημοσιογράφων. Και φυσικά μπορεί κάποιος μέσα από τη γλώσσα να ελέγξει σύνολα ανθρώπων. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η τάδε γλώσσα έχει αυτά τα χαρακτηριστικά της εξουσίας. Είναι ευθύνη αυτών που θα τη χρησιμοποιήσουν.
Τώρα, για να επιστρέψω λίγο στο ζήτημα των αντωνυμιών, έχουμε ένα πρόβλημα. Θέλω να πω ότι έχουμε αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο. Τα αγγλικά έχουν επίσης αντωνυμίες για τα τρία γένη. Τα άτομα απροσδιορίστου φύλου έχουν επιλέξει την αντωνυμία «it», που είναι για το ουδέτερο, γιατί θεωρούν ότι δεν τους καλύπτει η δυαδική διάκριση. Θα μπορούσαμε να το έχουμε και στα ελληνικά αυτό, αλλά δεν νομίζω ότι είναι πολύ διαδεδομένο.
Στο επίπεδο το κοινωνικό, οι διακρίσεις που μπορεί να βρει κανείς ως προς το γένος είναι πολύ περισσότερες. Σίγουρα μπορούμε ανά πάσα στιγμή να χρησιμοποιήσουμε καινούργιους τύπους, ακόμα και να επινοήσουμε αντωνυμίες. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα έχουν κάποια διάρκεια. Γιατί θα πρέπει να περάσουν από γενιά σε γενιά, σε ένα μεγάλο σύνολο ομιλητών, για να μπορεί να επέλθει η γλωσσική αλλαγή. Δεν επινοούνται τόσο εύκολα, ειδικά οι λέξεις που έχουν κυρίως γραμματικό περιεχόμενο, δεν είναι ότι απλώς έρχονται και φεύγουν. Απαιτούν προσπάθεια.