Οι γυναίκες με τις οποίες έχω κοιμηθεί τον τελευταίο χρόνο είχαν δύο κοινά: τα σκυλιά και τα διαμερίσματα-στούντιο. Ποτέ δεν κατάφερα να αντιληφθώ την αμηχανία στην οποία μπορούσαν να με φέρουν, μέχρις ότου ήταν πια πολύ αργά.
Η Josie ήταν η πρώτη, ένα μείγμα τσιουάουα και πομεράνιαν, ένα σκυλί συναισθηματικό ράκος. Προς υπεράσπισή της, συχνά έμενε μόνη της για πολλές ώρες και, για να λέμε την αλήθεια, οτιδήποτε είναι τόσο μικροσκοπικό δικαιολογεί να τραβάει και υστερίες. Όταν η ιδιοκτήτριά της τελικά επέστρεφε σπίτι, η Josie θα γάβγιζε ασταμάτητα μέχρι κάποιος να τη χαϊδέψει. Ήταν σαν ένα γούνινο ξυπνητήρι. «Γαβ, γαβ, γαβ» και μετά σιωπή, τη στιγμή που ακουμπούσες το χέρι σου πάνω της. Αυτό ήταν το μόνο που ήθελε. Ένα χέρι. Βασικά δεν χρειαζόταν καν να την χαϊδέψεις. Οποιαδήποτε επαφή αρκούσε.
Δεν τη μισούσα την Josie. Δεν ήταν κακό σκυλί ή σνομπ, όπως τείνουν να είναι κάποια μικρόσωμα σκυλιά. Μόνο που βρισκόταν σε έναν συνεχή αγώνα για να κερδίσει την προσοχή σου. Και σε αυτό τον αγώνα κανείς από τους δυο μας δεν τα πήγαινε καλά.
Η χημεία ανάμεσα στην ιδιοκτήτριά της και σε εμένα θα έλεγε κανείς ότι δεν έμοιαζε και με πυροτέχνημα, περισσότερο έφερνε σε παλιό αναπτήρα που ανάβει με την έκτη προσπάθεια, αλλά αυτό δεν μας σταμάτησε από το να βλεπόμαστε και ξεμένουμε ο ένας στο διαμέρισμα του άλλου, μια-δυο φορές την εβδομάδα.
Ο Rigatoni δεν λειτουργούσε ακριβώς αφροδισιακά αλλά είχε καλή καρδιά. Αν έπρεπε κάποιος να με εμποδίσει να κάνω σεξ, ήμουν ευτυχής που ήξερα ότι αυτός ο κάποιος είχε καλές προθέσεις. Θα μπορούσε να ήταν και χειρότερα. Όταν η πρώην φίλη μου και εγώ επισκεπτόμασταν το πατρικό μου σπίτι, ο σκύλος μας θα έτρεχε στο μπάνιο για να βρει τα χρησιμοποιημένα προφυλακτικά που είχα πετάξει τα σκουπίδια και στη συνέχεια να τα παρατήσει στη μέση του σπιτιού.
Την πρώτη φορά που κοιμηθήκαμε μαζί τα πράγματα πήγαν ομαλά με μία μόνο εξαίρεση: η Josie δεν σταματούσε με τίποτα να γαβγίζει. Έτσι η ιδιοκτήτριά της έσκυψε και την ανέβασε στο κρεβάτι, πράγμα που δυσκόλεψε την κατάσταση καθότι το σκυλί κατάλαβε επιτέλους τι συνέβαινε. Μέχρι το τέλος κάθισε φρόνιμη και μόνο σήκωνε κάθε τόσο το κεφάλι της για να δει αν έχουμε τελειώσει.
Δεν της έδωσα και πολλή σημασία εκείνη τη πρώτη φορά. Η προσοχή μου ήταν άλλωστε αλλού και το γεγονός ότι βρισκόταν στο κρεβάτι την ώρα της συνεύρεσης ήταν προτιμότερο από το να ακούω το υστερικό γάβγισμά της. Όμως όταν το ίδιο πράγμα συνέβη και δεύτερη και τρίτη φορά, το να αγνοήσω την ύπαρξή της γινόταν ολοένα και πιο δύσκολο. Φανταζόμουν πως ήταν τα πράγματα από τη δική της οπτική, ειδικά εκείνες τις φρικώδεις στιγμές που είχαμε οπτική επαφή.
Μπορεί και να μην με ένοιαζε τόσο πολύ, αν απλώς βρισκόταν μέσα στο ίδιο δωμάτιο. Όμως πάνω στο κρεβάτι; Παραήταν κοντά. Επιπλέον, η Josie ήταν πολύ μικρόσωμη για να μπορεί να κατέβει μόνη από εκεί πάνω κι έμοιαζε σαν να ήταν όμηρος στην όλη κατάσταση.
Ένα βράδυ, καθώς η ιδιοκτήτρια της Josie κι εγώ αλλάζαμε στάσεις, την έριξα κατά λάθος από το στρώμα. Κοίταξα κάτω για να δω τη μυτούλα και τα μικροσκοπικά της πατουσάκια να εξαφανίζονται. Τρόμαξα. Γύρισε και την κοίταξε και η ιδιοκτήτριά της και ανασήκωσε τους ώμους.
«Είναι ΟΚ» είπε. «Έχει αρκετό τρίχωμα». Και συνεχίσαμε.
Θα μπορούσα να προτείνω στην ιδιοκτήτριά της να μην την ανεβάζει στο κρεβάτι την ώρα του σεξ ή να της φορά κάποια μικροσκοπική μάσκα στα μάτια της, όμως δεν ήθελα να εισβάλω περισσότερο στον στενό δεσμό μεταξύ του κατοικιδίου και του ιδιοκτήτη (μια σχέση ισχυρότερη από αυτή που εντέλει μοιραζόμασταν εμείς). Και σκέφτηκα ότι γνώριζε την Josie καλύτερα από μένα. Ίσως αυτή η ματιά εγκατάλειψης που είχε το ζώο στο βλέμμα του ήταν κάτι το φυσιολογικό.
Δύο μήνες αργότερα, η ορμή που είχαμε η ιδιοκτήτριά της Josie κι εγώ άρχισε να επιβραδύνεται και τα πράγματα έφτασαν κάποια στιγμή σε ένα τέλος, όπως γίνεται τόσο συχνά στην εποχή μας, με ένα αναπάντητο μήνυμα στο κινητό. Η Josie δεν ήταν τελικά η μόνη με προβλήματα επικοινωνίας.
Οι επόμενοι δυο μήνες μοναξιάς χρειάστηκαν εκ μέρους μου κάποια προσπάθεια για προσαρμογή. Η απώλεια του είδους της σχέσης που είχα με την ιδιοκτήτρια της Josie ήταν σαν να έχεις ένα εστιατόριο στη γωνία, κάτω από το σπίτι σου, και ξαφνικά να βαράει πτώχευση. Πλέον, τις ήσυχες νύχτες που το «ψυγείο» των σχέσεών μου είναι άδειο, νιώθω ότι θα πρέπει να βρω κάτι καινούριο ή να πάω για ύπνο «πεινασμένος» – και συνήθως γίνεται το δεύτερο.
Όταν μερικούς μήνες αργότερα γνώρισα κάποια, ανακουφίστηκα και ένιωσα ακόμα μεγαλύτερη ανακούφιση όταν γνώρισα τον σκύλο της, τον Rigatoni. Όπως και η Josie, έτσι κι εκείνος ήταν κατά το ήμισυ τσιουάουα, όμως δεν είχε κανένα συναισθηματικό κόλλημα. Ήταν καλό αγόρι και το ήξερε. Το περπάτημά του ήταν χοροπηδηχτό και αν είχα το 1/8 της αυτοπεποίθησής του Rigatoni, θα γινόμουν πρόεδρος της δημοκρατίας αύριο κιόλας.
Η ιδιοκτήτριά του κι εγώ γνωριστήκαμε μέσω ενός app γνωριμιών. Αυτός ήταν κι ο τρόπος με τον οποίο η ίδια γνωρίστηκε με τον Rigatoni – σε κάποιο app υιοθεσίας, μέσα από αυτά που επιλέγεις ή όχι αν θες ένα κατοικίδιο.
Κάτω από κανονικές συνθήκες, η επιλογή ενός κατοικίδιου ζώου μέσω μιας εφαρμογής ίσως να μην ακούγεται καλή ιδέα. Όμως τελικά είχε καλό γούστο στα σκυλιά. Ήταν όμορφα να έχω ωραία παρέα. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος που την ώθησε να πατήσει «Ναι» στον Rigatoni, ήλπιζα να ήταν ορατός και στο δικό μου προφίλ.
Ο Rigatoni μας συνόδευε σε κάθε έξοδο αλλά δεν με ένοιαζε καθόλου. Ήρθε και σε ένα από τα πρώτα ραντεβού μας, ένα ταξίδι στην παραλία κατά το οποίο μας φύλαγε τις πετσέτες την ώρα που είχαμε μπει στη θάλασσα για κολύμπι. Έπειτα κάθισε πάνω στο στήθος μου –γεμάτος άμμο και ζεστός καθώς ήταν– κι εγώ ένιωθα ενθουσιασμό που με «ενέκρινε».
Λίγο αργότερα καταλήξαμε στο μικροσκοπικό της διαμέρισμα και είχαμε ξεκινήσει μόλις να φιλιόμαστε όταν ξαφνικά τραβήχτηκε πίσω και είπε «Είσαι τόσο παράξενος!».
Τρομοκρατήθηκα όταν συνειδητοποίησα όταν δεν μιλούσε σε μένα αλλά στον Rigatoni ο οποίος ήταν ακριβώς πίσω από τη πλάτη μου και είχε πάρει άγριο ύφος.
Όταν τελικά κάποια μέρα μεταφερθήκαμε από τον καναπέ στο κρεβάτι, προς απογοήτευσή μου έμαθα ότι μπορούσε να πηδήξει στο κρεβάτι και μόνος του. Ο Rigatoni ήταν ένα ευκίνητο σκυλί και σε αντίθεση με την Josie, δεν φοβόταν να παρεμβαίνει. Ποτέ δεν θα με δάγκωνε όμως προσπαθούσε να με αρπάξει με τα μικρά του μπροστινά πόδια και να παλέψει μαζί μου παιχνιδιάρικα για να με απομακρύνει από την αγαπημένη του.
Κι αυτό έγινε το θέμα όλων των επόμενων ραντεβού μας. Καθώς φιλιόμασταν ξαφνικά θα άκουγα «Τόνι!» και θα γυρνούσα πίσω μου για να δω τον σκύλο της να με κοιτάει σαν να θέλει να μου ρίξει μπουνιά.
Δεν υπήρχε πουθενά χώρος για να κρυφτείς, το διαμέρισμα παραήταν μικρό. Και δεν θα πρότεινα ποτέ να τον κλειδώσουμε λίγη ώρα στο μπάνιο διότι θα με κλείδωνε εμένα στο μπάνιο. Και έδειχνα κατανόηση. Ήταν κάτι ξεχωριστό για εκείνη.
Όταν τελικά κάποια μέρα μεταφερθήκαμε από τον καναπέ στο κρεβάτι, προς απογοήτευσή μου έμαθα ότι μπορούσε να πηδήξει στο κρεβάτι και μόνος του. Ο Rigatoni ήταν ένα ευκίνητο σκυλί και σε αντίθεση με την Josie, δεν φοβόταν να παρεμβαίνει. Ποτέ δεν θα με δάγκωνε όμως προσπαθούσε να με αρπάξει με τα μικρά του μπροστινά πόδια και να παλέψει μαζί μου παιχνιδιάρικα για να με απομακρύνει από την αγαπημένη του.
«Μας κάνεις όλους να αισθανόμαστε πολύ άβολα» του φώναζε, καθώς εκείνος μου έκανε μια λαβή όπως αυτές στην ελληνορωμαϊκή πάλη. Μπορούσες να διακρίνεις εύκολα τη σύγκρουση των συναισθημάτων στο πρόσωπό του, τη διαμάχη μεταξύ υπακοής και προστασίας. Ακριβώς μόλις νομίζαμε ότι του αποσπούσαμε την προσοχή με κάποιο παιχνίδι, θα ανέβαινε και πάλι πίσω στο κρεβάτι σαν μυστικός πράκτορας και θα βολευόταν ανάμεσά μας.
Όμως ακόμα και ο Rigatoni μπορούσε να εξαγοραστεί, ένα κόκαλο με γεύση κρέατος μας χάριζε 20 λεπτά ιδιωτικότητας. Στη συνέχεια, ερχόταν πίσω στο κρεβάτι, μας έριχνε βλέμματα αποδοκιμασίας μέχρι να κουραστεί και να αποκοιμηθεί.
Ο Rigatoni δεν λειτουργούσε ακριβώς αφροδισιακά αλλά είχε καλή καρδιά. Αν έπρεπε κάποιος να με εμποδίσει να κάνω σεξ, ήμουν ευτυχής που ήξερα ότι αυτός ο κάποιος είχε καλές προθέσεις. Θα μπορούσε να ήταν και χειρότερα. Όταν η πρώην φίλη μου και εγώ επισκεπτόμασταν το πατρικό μου σπίτι, ο σκύλος μας θα έτρεχε στο μπάνιο για να βρει τα χρησιμοποιημένα προφυλακτικά που είχα πετάξει τα σκουπίδια και στη συνέχεια να τα παρατήσει στη μέση του σπιτιού.
Το φλερτ δεν ήταν ποτέ εύκολο για μένα. Έχω διαπιστώσει ότι η διαδικασία είναι υψηλού κινδύνου και συναισθηματικά εξαντλητική.
Κάθε φορά που γνωρίζω μια γυναίκα, δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ τι πλάσμα με περιμένει στο διαμέρισμά της, πρόθυμο να κάνει τη συνάντησή μας ακόμα πιο δύσκολη για μένα από ό, τι είναι ήδη.
Σκεφτόμουν αρκετά ένα ραντεβού που είχα κάνει μεταξύ της Josie και του Rigatoni. Μιλάγαμε με τις ώρες, γυρνάγαμε από το ένα μπαρ στο άλλο και παρακολουθούσαμε το ηλιοβασίλεμα πίνοντας κοκτέιλ. Γελάσαμε. Φτερνίστηκε. Έπιασα τον εαυτό μου να την ακούει, αντί να προσπαθεί να σκεφτεί ένα νέο θέμα για να συνεχίσει τη συζήτηση. Ο τροχός του χάμστερ που έχω μέσα στο μυαλό μου σταμάτησε να περιστρέφεται και όταν αυτό συμβαίνει, ενθουσιάζομαι διότι σημαίνει ότι ίσως συμβαίνει κάτι πιο σοβαρό στον ορίζοντα.
Θέλησα πραγματικά να την ξαναδώ.
Όμως έπρεπε να φύγει από την πόλη για κάποιες εβδομάδες. Όταν επέστρεψε προσπάθησα να ξανακανονίσω να βγούμε για ραντεβού όμως κάτι είχε αλλάξει. Ποιος ξέρει, ίσως να μην υπήρξε ποτέ και κάτι μεταξύ μας. Όπως και να έχει διάβασε το τελευταίο μου μήνυμα και δεν μου απάντησε ποτέ, και αυτό πόνεσε.
Είχε κι αυτή έναν σκύλο: τον Bubba. Στις φωτογραφίες έμοιαζε με τανκ ή με αρκούδα. Ο Bubba ζούσε σε μονοκατοικία και όχι σε διαμέρισμα στούντιο, όμως αμφιβάλλω ότι αυτό θα έκανε κάποια διαφορά. Φαινόταν τόσο τεράστιος και γεροδεμένος που θα μπορούσε να ρίξει έναν τοίχο με τούβλα όπως ο άνθρωπος της Kool-Aid.
Ίσως στάθηκα τυχερός με την ιδιοκτήτρια του Bubba. Είχε την δύναμη να με πληγώσει, και το έκανε. Φανταστείτε τι θα μπορούσε να μου κάνει ο Bubba.
Το κείμενο αποτελεί απόδοση στα ελληνικά του άρθρου με τίτλο «Your Dog Has Seen Me Naked» του Ryan Pfeffer, που δημοσιεύτηκε στους New York Times.
σχόλια