Τα καλοκαίρια στη Σιβηρία δεν διαρκούν πολύ. Τα χιόνια αρχίζουν να λιώνουν το Μάιο και το κρύο επιστρέφει τον Σεπτέμβριο. Η τάιγκα, το βόρειο δάσος, το μεγαοικοσύστημα του πλανήτη βυθίζεται μέσα σε μια χειμωνιάτικη θλίψη. Ατέλειωτα μίλια από πεύκα και σημύδες, αρκούδες σε χειμερία νάρκη και πεινασμένοι λύκοι, απόκρημνες όψεις που υψώνονται στον ουρανό, ποτάμια με λευκά νερά που χύνουν τους χειμάρρους τους μέσα στις κοιλάδες, παγωμένοι εδώ και εκατό χιλιάδες χρόνια τυρφώνες. Αυτό το δάσος είναι το τελευταίο και μεγαλύτερο κομμάτι άγριας φυσικής ομορφιάς της γης. Εκτείνεται από το απώτατο άκρο των αρκτικών περιοχών της Ρωσίας ως τον μακρινό Νότο, τη Μογγολία και ανατολικά από τα Ουράλια μέχρι τον Ειρηνικό. Πέντε εκατομμύρια τετραγωνικά μίλια της ανυπαρξίας με πληθυσμό που ανέρχεται μόνο σε μερικές χιλιάδες άτομα. Όταν η τάιγκα είναι ανθισμένη φαίνεται σχεδόν φιλόξενη. Είναι η εποχή που άνθρωπος μπορεί να δει πιο καθαρά τη γη, είναι η γη που βλέπουν οι εξερευνητές, αυτοί που ψάχνουν για πετρέλαιο και κάνουν μεταλλευτικές έρευνες για να εξορύξουν τον ορυκτό πλούτο.
Κάπως έτσι ήταν στην απομακρυσμένη νότια μεριά του δάσους το καλοκαίρι του 1978. Ένα ελικόπτερο προσπαθούσε να προσγειωθεί και να αφήσει εκεί μια ομάδα γεωλόγων όταν πλησίασε σε μια δασώδη κοιλάδα ενός ανώνυμου παραπόταμου του Αμπακάν. Οι πλευρές της κοιλάδας ήταν στενές και σχεδόν κατακόρυφες και η βλάστηση τόσο πυκνή που δεν υπήρχε περίπτωση να μπορέσουν να προσεγγίσουν το μέρος, όταν ο πιλότος τους είδε κάτι παράξενο. Ήταν ένα ξέφωτο έξι χιλιάδες πόδια ψηλά σε μια βουνοπλαγιά, και κάτι που έμοιαζε με ανθρώπινη κατοικία. Συμπέραναν σχεδόν απρόθυμα, κάτι απίθανο. Ήταν ένας καλλιεργημένος κήπος και υπήρχε εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, αυτό έμοιαζε σίγουρο. Ήταν μια εκπληκτική ανακάλυψη. Το βουνό απείχε περισσότερο από 200 χιλιόμετρα από τον πλησιέστερο οικισμό. Κανείς μέχρι τότε δεν είχε φτάσει τόσο μακριά. Οι σοβιετικές αρχές δεν είχαν αρχεία όσων διέμεναν στην περιοχή.
Οι επιστήμονες εγκατέλειψαν την παράγκα τρομαγμένοι. Σε λίγο τα πνεύματα είχαν ηρεμήσει, οι φωνές σταμάτησαν και ο γέροντας εμφανίστηκε ξανά στην πόρτα με τις δυο γυναίκες, τις κόρες του. Ήταν δυο πλάσματα σε ημιάγρια κατάσταση. Οι επιστήμονες τους πρόσφεραν τσάι, ψωμί και μαρμελάδα, αλλά τα αρνήθηκαν λέγοντας «δεν μας επιτρέπονται αυτά!
Οι τέσσερις επιστήμονες της αποστολής αποφάσισαν αρκετά μπερδεμένοι και ανήσυχοι να ερευνήσουν αυτό το μυστήριο. Με επικεφαλής την γεωλόγο Galina Pismenskaya, "διάλεξαν μια ωραία μέρα και πήραν δώρα για τους φίλους τους» αν και καλού κακού, έλεγξαν και τα πιστόλια που είχαν μαζί τους για προστασία από τα άγρια ζώα. Καθώς οι επιστήμονες σκαρφάλωναν στο βουνό, κατευθυνόμενοι προς το σημείο που τους είχαν υποδείξει οι πιλότοι, άρχισαν να διακρίνουν τα σημάδια ανθρώπινης δραστηριότητας, ένα ραβδί, αποξηραμένα φλούδια πατάτας, ένα μικρό υπόστεγο. Κατέληξαν και είδαν μια παράγκα, ένα παράπηγμα που έμοιαζε με αυτά της μεσαιωνικής εποχής. Μαυρισμένο από το χρόνο και τη βροχή και φτιαγμένο από όλα τα υλικά της τάιγκα: φλοιούς δέντρων, μακριά ξύλα και σανίδια. Αν δεν υπήρχε ένα μικρό παράθυρο, τόσο μικρό όσο μια τσέπη παντελονιού, θα ήταν δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι κατοικούν άνθρωποι. Και όμως κατοικούσαν. Δεν υπήρχε αμφιβολία γι' αυτό.
Η άφιξη των επιστημόνων δεν πέρασε απαρατήρητη. Η πόρτα έτριξε και ένας πολύ ηλικιωμένος άντρας βγήκε στο φως της ημέρας. Έμοιαζε με φιγούρα βγαλμένη από τα παραμύθια. Ήταν ξυπόλητος. Φορούσε χιλιομπαλωμένα ρούχα και είχε μια αχτένιστη γενειάδα. Τα μαλλιά του ήταν ατημέλητα. Κοίταξε τους επιστήμονες φοβισμένα. Εκείνοι με μεγάλη αμηχανία του είπαν κάτι που φαίνεται αστείο: «Γειά σας παππού! Ήρθαμε να σας επισκεφθούμε». Ο ηλικιωμένος άντρας δεν απάντησε αμέσως. Έμεινε για λίγο σιωπηλός και σε λίγη ώρα ακούστηκε μια αχνή, αβέβαιη φωνή να απαντά: «Αφού φτάσατε από τόσο μακριά, μπορείτε να περάσετε μέσα».
Όταν μπήκαν μέσα στην καλύβα, έκανε τόσο κρύο όσο και σε ένα κελάρι. Ο χώρος ήταν απερίγραπτα βρώμικος, μύριζε κλεισούρα και στο πάτωμα σάπιζαν φλούδες πατάτας και κομμάτια από κουκουνάρια. Στον απίστευτα μικρό αυτό χώρο, όπως ανακάλυψαν, ζούσε μια πενταμελής οικογένεια. Στο μισοσκόταδο δεν διέκριναν άλλους ανθρώπους μέχρι που άκουσαν από μια άκρη ανθρώπινους λυγμούς και υστερικές φωνές. Οι σιλουέτες κινήθηκαν στο σκοτάδι. Δυο γυναίκες μοιρολογούσαν λέγοντας «αυτό γίνεται για τις αμαρτίες μας, τις αμαρτίες μας»… Οι επιστήμονες εγκατέλειψαν την παράγκα τρομαγμένοι. Σε λίγο τα πνεύματα είχαν ηρεμήσει, οι φωνές σταμάτησαν και ο γέροντας εμφανίστηκε ξανά στην πόρτα με τις δυο γυναίκες, τις κόρες του. Ήταν δυο πλάσματα σε ημιάγρια κατάσταση. Οι επιστήμονες τους πρόσφεραν τσάι, ψωμί και μαρμελάδα, αλλά τα αρνήθηκαν λέγοντας «δεν μας επιτρέπονται αυτά!».
Ηυπεύθυνη της αποστολής Galina Pismenskaya, ρώτησε τον άντρα αν έχει δοκιμάσει ποτέ ψωμί. Την κοίταξε και της απάντησε ότι είχε φάει παλιότερα, ωστόσο οι κόρες του δεν είχαν δοκιμάσει ποτέ. Ενώ ο ίδιος μιλούσε ρωσικά, οι κόρες του μιλούσαν μια άλλη ακατανόητη γλώσσα. Οι γεωλόγοι ξεκίνησαν από εκείνη την ημέρα να επισκέπτονται την οικογένεια στο «σπίτι» τους και έμαθαν την συναρπαστική αυτή ιστορία:
Ο ηλικιωμένος ονομαζόταν Karp Lykov και ήταν μέλος της αίρεσης «Παλαιόπιστων», μιας φονταμενταλιστικής ρωσο-ορθόδοξης σέχτας που παρέμενε απαράλλακτη από τον 17ο αιώνα. Τα μέλη της αίρεσης είχαν διωχθεί επί των ημερών τού Μεγάλου Πέτρου. Ο ηλικιωμένος άντρας ανακαλούσε τα γεγονότα σαν να είχαν συμβεί λίγες ημέρες νωρίτερα. Ο Μεγάλος Πέτρος ήταν ο μεγαλύτερος εχθρός του, ένας αντίχριστος με ανθρώπινη μορφή. Οι προσπάθειες του Μεγάλου Πέτρου για τον εκσυγχρονισμό της Ρωσίας των αρχών του 18ου αιώνα, ξεκίνησαν από το να επιβάλλει στους άντρες να κόψουν τις γενειάδες τους. Όσοι αντιστάθηκαν έπρεπε να φορολογηθούν. Αν ο Μεγάλος Πέτρος κυνηγούσε τους αιρετικούς, οι μπολσεβίκοι κυνηγούσαν τους χριστιανούς και τα πράγματα χειροτέρεψαν ραγδαία για την οικογένεια του Lykov.
Οι κάτοικοι της ούτως ή άλλως απομονωμένης Σιβηρίας αναγκάστηκαν να αποτραβηχτούν ακόμα περισσότερο και βαθύτερα στην ερημιά και μακριά από τον ανθρώπινο πολιτισμό προκειμένου να σωθούν και να γλυτώσουν από τους διωγμούς. Κατά τη διάρκεια των σοβιετικών εκκαθαρίσεων στη δεκαετία του 30, μια σοβιετική περίπολος σκοτώνει τον αδερφό του Lykov στα περίχωρα της κοινότητας όπου ζούσε η αίρεση. Η οικογένεια παίρνει την απόφαση να απομακρυνθεί όσο περισσότερο μπορεί για να σωθεί.
Το 1936 η τετραμελής οικογένεια, ο Karp, η γυναίκα του Akulina, ο 9χρονος γιος του Savin και η μόλις 2 χρονών Natalia φτάνουν στο σημείο που οι επιστήμονες τους βρήκαν δεκαετίες αργότερα, στα βάθη της σιβηρικής τάιγκας. Αποτραβήχτηκαν σε αυτό το απομονωμένο σημείο με τα λιγοστά υπάρχοντά τους και μερικούς σπόρους. Η οικογένεια σε αυτές της συνθήκες αποκτά δυο ακόμα μέλη. Τον Dmitry το 1940 και την Agafia το 1943. Τα παιδιά αυτά δε συνάντησαν ποτέ άλλο άνθρωπο πέρα από τα μέλη της οικογένειάς τους. Η γνώση τους για τον κόσμο ήταν αυτή που μάθαιναν από τη διήγηση της οικογένειάς τους, ενώ η οικογένεια για να διασκεδάσει είχε μόνο ένα παιχνίδι: να διηγούνται τα όνειρά τους.
Τα παιδιά της οικογένειας ήξεραν ότι υπάρχουν μέρη που οι άνθρωποι ζουν κοντά ο ένας στον άλλο και λέγονται πόλεις όπως και ότι εκτός από τη Ρωσία υπάρχουν και άλλες χώρες. Αυτές οι γνώσεις ήταν εντελώς θεωρητικές, δεν είχαν καμία σημασία και δεν έπαιζαν κανένα ρόλο στις ζωές τους. Τα αναγνώσματα που είχαν μαζί τους ήταν θρησκευτικά βιβλία και η Βίβλος. Η μητέρα μάθαινε στα παιδιά της γραφή φτιάχνοντας αυτοσχέδιες πένες από ξυλάκια σημύδας, τα οποία βουτούσε σε χυμό αγιοκλήματος για μελάνι. Μπορεί να έμαθαν γραφή, αλλά αγνοούσαν τη σύγχρονη ιστορία. Στην καρδιά της τάιγκας δεν έμαθαν ποτέ για το φονικότερο και πιο αιματηρό ιστορικό γεγονός της Ευρώπης, τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Η απομόνωση έκανε την δυνατότητα επιβίωσής τους να φτάνει κοντά στο αδύνατο. Έφτιαξαν γαλότσες από τους φλοιούς της σημύδας, ενώ τα ρούχα που είχαν μαζί τους διαλύθηκαν μέσα στα χρόνια αφού μπαλώθηκαν και ξαναμπαλώθηκαν. Αντικαταστάθηκαν με ύφασμα κάνναβης της οποίας καλλιεργούσαν τον σπόρο. Η ευφάνταστη μητέρα τους έφτιαξε μια ανέμη και έναν πρωτόγονο αργαλειό. Όμως οι ανάγκες τους σε μέταλλο ήταν οι πιο κρίσιμες αφού δεν είχαν καμία γνώση για την αντικατάσταση του μετάλλου. Ο βραστήρας που τους εξυπηρέτησε για πολλά χρόνια σκούριασε και η δυσκολία να τρώνε μαγειρεμένο φαγητό ολοένα και μεγάλωνε. Η βάση της διατροφής τους ήταν μπουρέκια πατάτας αναμειγμένα με σίκαλη και σπόρους κάνναβης. Η τάιγκα δεν προσφέρει αφθονία και η διατροφή τους ήταν πάντα εξαιρετικά μονότονη. Ήταν πεινασμένοι όλη την ώρα και κάθε τόσο έκαναν συμβούλιο αν θα φάνε όλες τις τροφές ή θα αφήσουν κάποιες για να καλλιεργήσουν ξανά.
Η οικογένεια Lykov πέρασε πολύ δύσκολα χρόνια μέσα στην πείνα. Δεν έτρωγαν κρέας και το δοκίμασαν μόνο όταν ο μικρός Dmitry, μεγάλωσε και μπορούσε να κυνηγήσει. Παρόλο που του έλειπαν τα όπλα, είχε εκπληκτική αντοχή. Κυνηγούσε χωρίς παπούτσια και μερικές φορές επέστρεφε στην καλύβα μετά από αρκετές ημέρες αφού είχε κοιμηθεί στην ύπαιθρο, σε 40 βαθμούς κάτω από το μηδέν με μια άλκη στους ώμους. Τα αποθέματα τροφής ήταν πάντα κάτι που δε μπορούσαν να υπολογίσουν. Το διαρκές κρύο που έφτανε τους -40 βαθμούς και τα άγρια ζώα κατέστρεφαν τη σοδειά τους. Το 1961, ο κακός καιρός κράτησε μέχρι τον Ιούνιο. Η οικογένεια για να επιβιώσει άρχισε να τρώει φλοιούς δέντρων και κατέληξε να φάνε μέχρι και τις σόλες των παπουτσιών τους (οι οποίες ήταν από ξύλα του δάσους). Η μητέρα τους εκείνη τη χρονιά προτίμησε να ζήσουν τα παιδιά της και πέθανε από ασιτία. Η υπόλοιπη οικογένεια επέζησε από κάτι που θεώρησαν θαύμα: από ένα μοναδικό σπόρο σίκαλης που είχε φυτρώσει τυχαία. Έβαλαν ένα φράκτη γύρω από το βλαστό και τον φύλαγαν με ζήλο την νύχτα και μέρα κρατώντας μακριά τα ποντίκια και τους σκίουρους. Στην εποχή της συγκομιδής, ο μοναδικός σπόρος απέδωσε 18 κόκκους, και από αυτό ξανάχτισαν με κόπο την καλλιέργεια της σίκαλης.
Η Αγκάφα, η τελευταία των Λίκοφ παραμένει ακόμα μόνη στις ερημιές της παγωμένης τούνδρας, ως γνήσιο παιδί της Σιβηρίας, Σήμερα είναι 72 ετών. Έχει αποτολμήσει να φύγει από το σπίτι της μόνο έξι φορές.
Όσο οι επιστήμονες γνώριζαν καλύτερα την οικογένεια καταλάβαιναν ότι δεν ήταν άτομα χωρίς νοημοσύνη και προσωπικότητα. O πατέρας αρνιόταν σταθερά να πιστέψει ότι ο άνθρωπος είχε πατήσει το πόδι του στο φεγγάρι, αλλά προσαρμόστηκε γρήγορα στην ιδέα των δορυφόρων. Η μητέρα τους είχε παρατηρήσει ήδη από τη δεκαετία του 1950, όταν «τα αστέρια άρχισαν να πηγαίνουν γρήγορα στον ουρανό,"και ο πατέρας Karp συνέλαβε μια θεωρία για να το εξηγήσει: «Οι άνθρωποι έχουν σκεφτεί κάτι και στέλνουν πυρκαγιές που είναι σαν αστέρια". Όπως γράφει ο Πεσκόφ στο βιβλίο του για την οικογένεια Lykov και την ιστορία της, αυτό που τους κατέπληξε περισσότερο ήταν ένα διαφανές πακέτο από σελοφάν. Έμοιαζε στα μάτια τους σαν γυαλί που μπορεί να γκρεμιστεί!
ΗΣαβίν, η μεγαλύτερη κόρη ήταν σκληρή, αλύγιστη σε θέματα θρησκείας, ενώ η Ναταλία, πάντα πάλευε για να αντικαταστήσει τη μητέρα της ως μαγείρισσα, μοδίστρα και νοσοκόμα. Τα δυο μικρότερα παιδιά ήταν πιο προσιτά και πιο ανοιχτά. Η Agafia ήταν ευφυής και είχε βρει ένα τρόπο να παρακολουθεί το χρόνο, καθώς η οικογένεια δεν διέθετε ημερολόγιο. Δούλευε σκληρά και μέχρι να πέσει το σκοτάδι, μερικές φορές και μέσα στο σκοτάδι και ήταν άφοβη. «Τι υπάρχει εκεί έξω που να μπορώ να το φοβηθώ;» αναρωτιόταν. Ο Ντμίτρι ήταν ο αγαπημένος των επιστημόνων. Ήταν ένας εφευρέτης και λάτρευε την τεχνολογία που του έδειχναν, ακόμα και τα μηχανήματα και το πόσο εύκολα μπορούσε σε ένα πριονιστήριο να επεξεργαστεί το ξύλο. Η ζωή των Lykov, αν και η αντίσταση του πατέρα σε κάθε νεωτερικότητα υπήρξε σθεναρή, άλλαξε όταν απέκτησαν μαχαίρια, πιρούνια, λαβές, σπόρους, ακόμα και στυλό και χαρτί και ένα ηλεκτρικό φακό. Οι επιστήμονες γεωλόγοι τους βοήθησαν να φυτέψουν και να καλλιεργήσουν. Το δώρο που τους εντυπωσίασε περισσότερο ήταν το αλάτι που τους έκαναν δώρο. Ο πατέρας Lykov, είπε ότι ζώντας χωρίς αλάτι για περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες, η ζωή ήταν αληθινό βασανιστήριο. Κάτι που αποδείχτηκε επίσης ακαταμάχητο, ήταν η γοητεία της τηλεόρασης που υπήρχε στο στρατόπεδο των γεωλόγων. Παρακολουθούσαν σχεδόν εκστατικά.
Όμως η προσαρμογή τους σε ένα κόσμο πολιτισμένο αποτυπώθηκε στην υγεία τους με τον χειρότερο τρόπο. Το φθινόπωρο του 1981, τρία από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας πέθαναν με διαφορά λίγων ημερών το ένα από το άλλο. Ο Savin και η Natalia έπασχαν από νεφρική ανεπάρκεια (πιθανότατα λόγω της διατροφής που έκαναν επί σειρά ετών), ενώ ο Dmitry πέθανε από πνευμονία. Μέχρι την τελευταία στιγμή αρνήθηκε τη βοήθεια των επιστημόνων που ήθελαν να τον μεταφέρουν με ελικόπτερο σε νοσοκομείο. «Δεν μας επιτρέπεται αυτό», ήταν τα τελευταία του λόγια. Μετά τους τρεις θανάτους στην οικογένεια, οι Lykov αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν την «γερακοφωλιά τους» και να μετακομίσουν στο παλιό χωριό τους, στο οποίο όχι μόνο είχαν σταματήσει οι διωγμοί, αλλά και η παλαιά αίρεση είχε ξανασυσταθεί. Ο πατέρας Karp Lykov πέθανε στον ύπνο του στις 16 Φεβρουαρίου του 1988.
Η Agafia, η τελευταία των Lykov παραμένει ακόμα μόνη στις ερημιές της παγωμένης τούνδρας, ως γνήσιο παιδί της Σιβηρίας, Σήμερα είναι 72 ετών. Έχει αποτολμήσει να φύγει από το σπίτι της μόνο έξι φορές. Η πρώτη φορά ήταν το 1980, όταν μετά τα άρθρα του Βασίλι Πεσκόφ, η ιστορία της οικογένειάς της μετατράπηκε σε εθνική υπόθεση. Η ρώσικη κυβέρνηση της έκανε τα έξοδα και της οργάνωσε μια περιοδεία στη Ρωσία. Είδε για πρώτη φορά στη ζωή της άλογα, αεροπλάνα, αυτοκίνητα και χρήματα. Από τότε έχει φύγει από την τάιγκα μόνο για να δεχθεί ιατρική θεραπεία, να συναντήσει μακρινούς συγγενείς και μέλη των Old Believers. Προτιμά να ζει στην τάιγκα και ισχυρίζεται ότι το νερό και ο αέρας «εκεί έξω» την αρρωσταίνουν και ότι οι πολυσύχναστοι δρόμοι της φαίνονται τρομακτικοί. Αν και αισθάνεται ευγνώμων που εντόπισαν εκείνη και την οικογένεια της, έχει επιλέξει να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής της στον τόπο που μεγάλωσε αν και σε τόσο απάνθρωπες και δύσκολες συνθήκες.
Με στοιχεία από το Smithsonian
KΛΙΚ!
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 5.11.2017