ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΜΕΡΙΚΕΣ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ δεκάδες φωτογραφίες του μνημείου «We Are Our Mountains» / «Είμαστε τα βουνά μας» («Tatik-Papik») στο κατεχόμενο Αρτσάχ εξαφανίστηκαν από το Wikimedia Commons και στη θέση τους εμφανίστηκε ένα κόκκινο πλαίσιο κειμένου, το οποίο προειδοποιούσε να μην ανεβαίνουν νέες εικόνες του μνημείου, καθώς βρίσκεται «σε μια χώρα που δεν παρέχει την αποδεκτή από τα Wikimedia Commons ελευθερία πανοράματος».
Το μνημείο, που είναι φτιαγμένο από ηφαιστειακή πέτρα και ζυγίζει χιλιάδες κιλά, φυσικά και δεν είχε μετακινηθεί. Είχαν όμως μετακινηθεί τα αόρατα σύνορα γύρω του και έτσι οι ισχύοντες νόμοι περί πνευματικών δικαιωμάτων είχαν αλλάξει.
Στα τέλη του περασμένου έτους, μετά από έναν παράνομο αποκλεισμό που διήρκεσε πάνω από εννέα μήνες, το Αζερμπαϊτζάν εξαπέλυσε στρατιωτική επίθεση ξεριζώνοντας βίαια τον αυτόχθονα αρμενικό πληθυσμό του Αρτσάχ − πράξεις που αναγνωρίζονται ευρέως ως γενοκτονία, αλλά μέχρι στιγμής έχουν μείνει ατιμώρητες. Οι περισσότεροι άνθρωποι εγκατέλειψαν την πατρίδα τους, αφήνοντας πίσω τους προσωπικά αντικείμενα, μεταξύ των οποίων ήταν και τα φωτογραφικά τους άλμπουμ. Οι αναρτήσεις στο Facebook ή οι φωτογραφίες που βρίσκουν στο διαδίκτυο αποτελούν τον μόνο τρόπο για να «επισκεφθούν» ξανά τα μέρη της μνήμης τους.
Το Αζερμπαϊτζάν περιφρονεί πολλές από τις υποχρεώσεις του ως συμβαλλόμενου μέρους της Σύμβασης για την εξάλειψη όλων των μορφών φυλετικών διακρίσεων (CERD), συμπεριλαμβανομένων πολλών προσωρινών μέτρων του Διεθνούς Δικαστηρίου που αφορούν τις διακρίσεις κατά των Αρμενίων και της αρμενικής πολιτιστικής κληρονομιάς.
Μετά την κατοχή του Αρτσάχ (γνωστού και ως Ναγκόρνο-Καραμπάχ), το Αζερμπαϊτζάν συνέχισε τη μακροχρόνια πολιτική της καταστροφής της αρμενικής πολιτιστικής κληρονομιάς, ξεκινώντας από τα σχετικά «νεότερα» (18ου-19ου αιώνα) θρησκευτικά και πολιτιστικά μνημεία, όπως ήταν αναμενόμενο και από τους ειδικούς. Στην πόλη Στεπανακέρτ, την πρώην πρωτεύουσα της Δημοκρατίας του Αρτσάχ, την οποία το Αζερμπαϊτζάν μετονόμασε σε «Χανκέντι», γκρέμισαν πρόσφατα αρκετά από τα κτίρια του 19ου αιώνα στην ιστορική οδό Τουμανιάν και ασβέστωσαν κτίρια κατασκευασμένα από ηφαιστειακή πέτρα, προφανώς επειδή το ροζ και κοκκινωπό χρώμα τους συνδέεται με την αρμενική αρχιτεκτονική. Έχοντας ως στόχο την εξαφάνιση όχι μόνο της αρμενικής παρουσίας στο Αρτσάχ αλλά και κάθε απόδειξης ότι κάποτε υπήρξε, το Αζερμπαϊτζάν μετονόμασε επίσης τους περισσότερους δρόμους του Στεπανακέρτ, μεταξύ άλλων αφιερώνοντας έναν στον Ενβέρ Πασά − έναν αποτυχημένο Οθωμανό υπουργό πολέμου που είναι ένας από τους κύριους αρχιτέκτονες της γενοκτονίας των Αρμενίων και υπέρμαχος του παντουρκισμού (υποστήριξε την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν ως προκεχωρημένου φυλακίου της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Καύκασο).
Μέχρι σήμερα, το μνημείο «Είμαστε τα βουνά μας» εξακολουθεί να στέκεται όρθιο. Δημιουργήθηκε το 1967 από τον Σαργκίς Μπαγκντασαριάν (Sargis Baghdasaryan), με μοντέλα τους παππούδες του, οι οποίοι ήταν επίσης από το Αρτσάχ. Έγινε σύμβολο της περιοχής και της αρμενικής ιθαγένειας και αντίστασης στην κατοχή, ενώ αργότερα συμπεριλήφθηκε στο οικόσημο της Δημοκρατίας του Αρτσάχ, όταν οι κάτοικοί της το 1991 ψήφισαν σε δημοψήφισμα υπέρ της ανεξαρτησίας του. Το μνημείο απεικονίζει έναν ηλικιωμένο άνδρα και μια γυναίκα να προεξέχουν από την κορυφή ενός λόφου, ώμο με ώμο, σαν να είναι ένα με τη γη. Η γιαγιά −ή «Μπάμπο» στην αρμενική διάλεκτο του Αρτσάχ («Τατίκ» στην ανατολική αρμενική)− φοράει ένα παραδοσιακό κάλυμμα στόματος, σύμβολο σεμνότητας και ενδεικτικό του κανόνα της σιωπής που επιβαλλόταν στις Αρμένισσες μετά τον γάμο.
Οι προπαγανδιστές του Αζερμπαϊτζάν στο Χ χρησιμοποιούν συχνά και καταχρηστικά ιστορικές φωτογραφίες (Χριστιανών) Αρμενισών από το Αρτσάχ με αυτά τα καλύμματα στόματος ως δήθεν τεκμηριωμένες αποδείξεις για την παρουσία μουσουλμάνων Καυκάσιων Τατάρων (προγόνων των «Αζέρων», που δεν πρέπει να συγχέονται με τους Τατ) − προφανώς δεν κατανοούν ότι η υποταγή των γυναικών έχει τις ρίζες της σε πατριαρχικά στοιχεία που υπερβαίνουν τη θρησκεία. Από την πλευρά του, το Αζερμπαϊτζάν, μια πετρελαϊκή δικτατορία διαβόητη για τους νόμους που φιμώνουν την ενημέρωση και κάθε δημόσια πολιτική συζήτηση, αποφάσισε να υπεξαιρέσει το μνημείο αντί να το καταστρέψει εντελώς. Πιθανόν το Αζερμπαϊτζάν κατανοεί ότι η επαναχρησιμοποίηση τέτοιων συμβόλων μπορεί να είναι εξίσου ψυχολογικά επιβλαβής με την καταστροφή τους. (Είναι επίσης πιθανό ότι η καταστροφή του δεν αποτελεί προτεραιότητα).
Πρέπει όμως το Wikimedia Commons να συμμορφωθεί με τα αιτήματα για την αφαίρεση των φωτογραφιών του «We Are Our Mountains»; Εξαρτάται.
Η ελευθερία πανοράματος αποτελεί μια εξαίρεση της νομοθεσίας περί πνευματικών δικαιωμάτων, η οποία απαιτεί άδεια (άδεια χρήσης, με αναφορά ή/και πληρωμή) από τον αρχικό καλλιτέχνη ενός έργου πριν μπορέσει κανείς να το αντιγράψει ή να το αναπαραγάγει, για παράδειγμα φωτογραφίζοντάς το. Κάθε χώρα έχει διαφορετική προσέγγιση στην ελευθερία πανοράματος − για παράδειγμα, οι παίκτες που «πιάνουν» Pokémon μπροστά από μνημεία στην Ιταλία ή τη Δανία μπορεί να παραβιάζουν τα πνευματικά δικαιώματα των καλλιτεχνών ή των αρχιτεκτόνων, ενώ το ίδιο ακριβώς πιθανότατα να είναι αποδεκτό στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες γενικά επιτρέπουν τις φωτογραφίες σε δημόσιους χώρους χωρίς περιορισμούς. Το Ίδρυμα Wikimedia έχει μηνυθεί για την ανάρτηση φωτογραφιών έργων σε δημόσιους χώρους, όπως στην υπόθεση του 2016 Bildkonst Upphovsrätt i Sverige (BUS) κατά Wikimedia Sverige, την οποία έχασε.
Εκπρόσωπος του ιδρύματος Wikimedia έκανε την παρακάτω δήλωσή: «[Το ίδρυμα] Δεν καθορίζει ποιο περιεχόμενο περιλαμβάνεται ή πώς συντηρείται το περιεχόμενο στο Wikimedia Commons ή σε άλλα πρότζεκτ Wikimedia». Αντιθέτως, όπως επισήμανε ο εκπρόσωπος, το περιεχόμενο «καθορίζεται από μια παγκόσμια κοινότητα εθελοντών που συνεισφέρουν και οι οποίοι επίσης καθορίζουν και τηρούν τις πολιτικές και τις κατευθυντήριες γραμμές για τον ιστότοπο».
Η δήλωση του εκπροσώπου συνέχισε ως εξής:
«Για παράδειγμα, το Wikimedia Commons έχει μια “προληπτική αρχή” που λέει: “Όταν υπάρχει σημαντική αμφιβολία για την ελευθερία ενός συγκεκριμένου αρχείου, αυτό θα πρέπει να διαγράφεται”. Στη συγκεκριμένη υπό έρευνα περίπτωση θα μπορούσαμε να αναφερθούμε στις τοποθετήσεις των Wikimedia Commons περί ελευθερίας πανοράματος που γράφτηκαν από εθελοντές για το Αζερμπαϊτζάν και το Αρτσάχ/Ναγκόρνο-Καραμπάχ, οι οποίες συμβούλευαν ότι εικόνες μνημείων και από τα δύο μέρη δεν επιτρέπονται. Καθώς οι αποφάσεις στα Commons λαμβάνονται μέσω συζήτησης και συναίνεσης, μια πρακτική που μοιράζονται όλα τα πρότζεκτ Wikimedia, οι εθελοντές ακολούθησαν αυτή τη συμβουλή και διέγραψαν τις εικόνες. Το Ίδρυμα Wikimedia, μαζί με έναν αριθμό συνεργαζόμενων οργανισμών, έχει υποστηρίξει την καθολική υιοθέτηση της ελευθερίας πανοράματος σε όλη την Ευρώπη εδώ και αρκετά χρόνια, μεταξύ άλλων και εν όψει της οδηγίας της Ε.Ε. για τα πνευματικά δικαιώματα του 2019».
Ενώ ο νόμος περί πνευματικής ιδιοκτησίας του Αζερμπαϊτζάν επιτρέπει την αναπαραγωγή «έργων καλών τεχνών που βρίσκονται μόνιμα σε δημόσιο χώρο» χωρίς άδεια και χωρίς αμοιβή, σύμφωνα με το άρθρο 20, το έργο που προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα δεν μπορεί να αποτελεί «το κύριο χαρακτηριστικό» της αναπαραγωγής και η αναπαραγωγή δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για εμπορικούς σκοπούς. Αυτό σημαίνει χωρίς αμφιβολία ότι ένα άτομο δεν μπορεί να φωτογραφίσει ένα γλυπτό και να ανεβάσει την εικόνα του στο Wikimedia Commons, εάν το γλυπτό έχει κύρια θέση στη φωτογραφία.
Λιγότερο απλό, ωστόσο, είναι το ερώτημα αν το γλυπτό του Μπαγκντασαριάν προστατεύεται από το νομικό καθεστώς για τα πνευματικά δικαιώματα του Αζερμπαϊτζάν − θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι το έργο ανήκει στο Δημόσιο. Σύμφωνα με το άρθρο 27 του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας του Αζερμπαϊτζάν, «ένα έργο που δεν απολάμβανε ποτέ προστασία στην επικράτεια της Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν θεωρείται δημόσιο κτήμα». Το γλυπτό δημιουργήθηκε το 1967, στην τότε Αυτόνομη Περιφέρεια του Ναγκόρνο-Καραμπάχ και όχι στη Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν (η οποία δεν υπήρχε μέχρι το 1991).
Επιπλέον, μέχρι πέρυσι, το ανεξάρτητο Αζερμπαϊτζάν δεν είχε ποτέ πλήρη de jure ή de facto έλεγχο της περιοχής όπου βρίσκεται το μνημείο. Στην πραγματικότητα, όταν το Αζερμπαϊτζάν αποσχίστηκε από τη Σοβιετική Ένωση, αποκήρυξε τη σοβιετική νομική κληρονομιά του, η οποία θα περιλάμβανε την Αυτόνομη Περιφέρεια Ναγκόρνο-Καραμπάχ − που σχηματίστηκε και τοποθετήθηκε στα σύνορα της αζερικής ΕΣΣΔ από τον ίδιο τον Στάλιν− και αντ' αυτού αυτοανακηρύχθηκε διάδοχο κράτος της de facto, αυτοανακηρυχθείσας και μη αναγνωρισμένης Λαϊκής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν, η οποία υπήρξε από το 1918 έως το 2020.
Κατά ειρωνικό τρόπο, εάν ο αείμνηστος Μπαγκντασαριάν (ή η περιουσία του) είναι ο κάτοχος των πνευματικών δικαιωμάτων, η υπεξαίρεση του γλυπτού από το Αζερμπαϊτζάν θα μπορούσε να αποτελεί παραβίαση των ευρέως αποδεκτών ηθικών δικαιωμάτων που παρέχει το Αζερμπαϊτζάν στους δημιουργούς βάσει του άρθρου 14 του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος εναντίωσης στην παραμόρφωση ή άλλη τροποποίηση του έργου που βλάπτει τη φήμη του δημιουργού. (Παρόμοια διατύπωση σχετικά με την «τιμή» και τη «φήμη» εμφανίζεται στον νόμο των ΗΠΑ για τα δικαιώματα των εικαστικών καλλιτεχνών καθώς και στη Σύμβαση της Βέρνης).
Ενώ το άρθρο 16 του Συντάγματος του Αζερμπαϊτζάν επιβάλλει στο κράτος την υποχρέωση να προστατεύει την ιστορική, υλική και άυλη κληρονομιά, το Αζερμπαϊτζάν είναι διαβόητο για την επιλεκτική εφαρμογή αυτής της ευθύνης.
Για παράδειγμα, το Αζερμπαϊτζάν περιφρονεί πολλές από τις υποχρεώσεις του ως συμβαλλόμενου μέρους της Σύμβασης για την εξάλειψη όλων των μορφών φυλετικών διακρίσεων (CERD), συμπεριλαμβανομένων πολλών προσωρινών μέτρων του Διεθνούς Δικαστηρίου που αφορούν τις διακρίσεις κατά των Αρμενίων και της αρμενικής πολιτιστικής κληρονομιάς. Το Αζερμπαϊτζάν διατηρεί την καθολική απαγόρευση εισόδου στη χώρα για οποιονδήποτε έχει αρμενική εθνικότητα, ανεξαρτήτως υπηκοότητας, καθώς και για οποιονδήποτε επισκέφθηκε το Αρτσάχ πριν από τα τέλη του 2022 (δηλαδή χωρίς την «άδεια» του Αζερμπαϊτζάν). Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει κανείς στο Αζερμπαϊτζάν που θα μπορούσε να υπερασπιστεί με ασφάλεια τα δικαιώματα ενός Αρμένιου καλλιτέχνη ή μνημείου, ακόμη και αν αυτά τα δικαιώματα αναγνωρίζονταν θεωρητικά από το ίδιο το κράτος.
Σε προετοιμασία για την COP29 που θα γίνει την επόμενη εβδομάδα, την ετήσια διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή, που φιλοξενείται φέτος στο Αζερμπαϊτζάν − παρόλο που το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο αντιπροσωπεύουν πάνω από το 90% των εξαγωγών του−, η χώρα έχει παρατείνει την προφυλάκιση περισσότερων από 11 δημοσιογράφων. Το Αζερμπαϊτζάν συνεχίζει να κρατά φυλακισμένους παράνομα δεκάδες Αρμένιους αιχμαλώτους πολέμου, συμπεριλαμβανομένων πολλών αξιωματούχων της Δημοκρατίας του Αρτσάχ. Αυτές οι «προδικαστικές κρατήσεις» έρχονται να προστεθούν στις εικονικές δίκες του Βαγκίφ Χατσατριάν, ενός ηλικιωμένου Αρμένιου πολίτη, τον οποίο το Αζερμπαϊτζάν απήγαγε από ένα ασθενοφόρο του Ερυθρού Σταυρού το 2023, και άλλων πολιτών που συνελήφθησαν και αργότερα δικάστηκαν, όπως ο Ρασίντ Μπεγκλαριάν και ο Βίγκεν Γιουλτζεκιάν, μετά την οριστική μετατόπιση των συνόρων του Αζερμπαϊτζάν.
Φαίνεται ότι ακόμη και στην ψηφιακή εποχή, όπου οι πληροφορίες ταξιδεύουν πέρα από τα σύνορα, χώρες όπως το Αζερμπαϊτζάν επιτρέπεται όχι μόνο να αποκλείουν τη φυσική παρουσία Αρμένιων από την πατρίδα τους, αλλά έχουν επίσης το προνόμιο να παρεμβαίνουν στη συλλογική δυνατότητα των Αρμενίων να θρηνούν και να θυμούνται τους τόπους από τους οποίους εκδιώχθηκαν.
Με πληροφορίες από Hyperallergic