Γεννήθηκα το 1948 στο μαιευτήριο «Έλενα». Αρχικά, μέναμε στα Κουντουριώτικα, τον προσφυγικό συνοικισμό της λεωφόρου Αλεξάνδρας. Σε μια παράγκα είχαν βρει καταφύγιο για τον έρωτά τους οι γονείς μου. Δύσκολα και απαιτητικά χρόνια. Οι συνθήκες ήταν άθλιες. Φτώχεια, πλίνθοι, λαμαρίνες και πισσόχαρτο. Αυτοσχέδια παιχνίδια στους χωματόδρομους, μια γκαζιέρα, ένα μαγκάλι και μερικές λάμπες πετρελαίου. Οικογένειες που ζούσαμε χωρίς νερό και φως και εξυπηρετούσαμε σε ελάχιστους χώρους τις στοιχειώδεις σωματικές ανάγκες μας. Κάπως έτσι κυλούσε η ζωή μας τότε. Μπορεί να ήταν χρόνια ανέχειας, αλλά ζούσαμε χαρούμενοι διότι η αγάπη, η θαλπωρή και τα όνειρα μας ένωναν.
• Ο πατέρας μου, Γιώργος, από την Κατούνα Ξηρομέρου της Αιτωλοακαρνανίας, ήταν ταχυδρόμος. Δεν είχε καμία ιδιαίτερη σχέση με τα βιβλία, μόνο το Σχολαρχείο είχε τελειώσει. Εκτιμούσε όμως τη γνώση και πάνω απ’ όλα τη λογοτεχνία. Είχε πολλούς φίλους, αποφυλακισθέντες αριστερούς, που φορτωμένοι με τσάντες βαριές γύριζαν τα γραφεία και πούλαγαν, με δόσεις, βιβλία. Κι έτσι, δύο με τρεις φορές την εβδομάδα, γυρίζοντας, βράδυ πια, στο σπίτι, αναποδογύριζε την ταχυδρομική τσάντα και από μέσα ξεχύνονταν οι Βερν, οι Καζαντζάκηδες, οι Ουγκό, οι Δουμάδες, οι Παπαδιαμάντηδες, οι Λουντέμηδες.
Στην ελληνική κοινωνία με ενοχλεί ο υφέρπων συντηρητισμός ο οποίος εκφράζεται μέσω μιας ψευδοεπαναστατικότητας. Μία από τις σοβαρότερες συνέπειες της σημερινής συνολικής κοινωνικής κρίσης και του κατακερματισμού της νεοελληνικής κοινωνίας καταγράφεται με δραματικό τρόπο σε μια ιδιόμορφη πολιτισμική έκπτωση που ζούμε στον τόπο μας.
• Και δεν έφτανε μόνο αυτό: αργά πια το βράδυ, με το πρόσχημα ότι ήταν κουρασμένος και πως δεν άντεχε να διαβάσει, με παρακαλούσε να του αφηγηθώ κάποιο από τα βιβλία που είχα διαβάσει εγώ. Έτσι, κάτι ο πατέρας μου, κάτι η διωκόμενη την εποχή εκείνη αριστερά, μπήκα κι εγώ στον κόσμο των βιβλίων. Ασφαλώς του το χρωστάω. Μάλιστα, το πρώτο βιβλίο που θυμάμαι από εκείνη την εποχή ήταν ο Τόνης και η μαγική πόρτα του Χάουαρντ Φαστ, του κομμουνιστή συγγραφέα που, αφού υπέστη δίωξη λόγω του μακαρθισμού, αντιστεκόμενος στις πιέσεις, εγκατέλειψε το Κομμουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ το 1956, καταγγέλλοντας την ΕΣΣΔ και τον κομμουνισμό με αφορμή την εισβολή στην Ουγγαρία.
• Η μητέρα μου Κλεοπάτρα Αυγουστοπούλου-Σαμαντά ήταν από την Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας της ήταν μεγαλέμπορος σιτηρών στον Εύξεινο Πόντο. Η μητέρα της πέθανε όταν η ίδια ήταν δεκατεσσάρων ημερών, αφού είχε χάσει, μηνών ακόμη, το πρώτο της αγόρι. Μετά τον θάνατο της γυναίκας του ο πατέρας της έφυγε από την Πόλη και πήγε τα υποκαταστήματά του στη Βραΐλα, στο Ιάσιο και στην Οδησσό, αφήνοντάς τη στις δυο της γιαγιάδες. Οι Τούρκοι τους δήμευσαν την περιουσία. Με τον αδελφό μου, Νώντα, πάντοτε την πιέζαμε να μας μιλήσει για το παρελθόν της. Το έκρυβε επιμελώς, είτε το είχε απωθήσει είτε δεν ήθελε να μας το μεταφέρει, θεωρώντας πως θα μας επιβάρυνε.
• Καταφέρναμε κάποιες στιγμές να της αποσπάσουμε μερικές φράσεις: «Κοιτάξτε, οι ζαπτιέδες, οι Τούρκοι χωροφύλακες, δεν μας φέρθηκαν άσχημα όταν ήρθαν και μας είπαν πως πρέπει να φύγουμε από το σπίτι. Μας επέτρεψαν, μάλιστα, να πάρουμε μαζί μας και ό,τι μπορούσαμε να κουβαλήσουμε. Το πρόβλημα είναι πως οι δυο γιαγιάδες, αντί να πάρουν τα λεφτά και τα χρυσαφικά, η μία πήρε την πυροστιά κι η άλλη ένα τσουκάλι». Τελικά, εγκατέλειψε την Πόλη και ήρθε στην Ελλάδα, όπου έμεινε σε συγγενείς της. Θέλησε να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο, αλλά μην έχοντας τα μέσα, μπήκε στη Σχολή Επισκεπτριών Αδελφών ως οικότροφος. Εκεί τη βρήκε ο πόλεμος. Κατοχή, προσπάθεια για επιβίωση, ΕΑΜ. Εκεί γνώρισε τον πατέρα μου. Δεκεμβριανά, πείνες, διώξεις.
• Ήταν αρχές του ’50 και σε ένα ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη ο θείος της, που κατάφερε να σώσει ένα από τα σπίτια της οικογένειας, της έδωσε κάποιες λίρες. Με βάση αυτές μπορέσαμε να μετακομίσουμε σε ένα ιδιόκτητο οικόπεδο στην περιοχή του Ζωγράφου. Η μητέρα μου συνέχισε να δουλεύει μια ζωή ως επισκέπτρια αδελφή, κάτι σαν αυτό που σήμερα ονομάζουμε «πρωτοβάθμια περίθαλψη». Δούλεψε για χρόνια στο Περιστέρι, όπου γνώρισε και τη γνώρισαν οι πάντες. Η κοινωνικότητά της ήταν κάτι το απίστευτο. Σε σκλάβωνε και με τα λόγια και με τις πράξεις της. Ήταν αριστερή και θρησκευόμενη, πάντα ανοιχτή στους πόνους και στα πάθη των ανθρώπων που συναντούσε.
• Χάρη στους γονείς μου καταφέραμε με τον Νώντα να γνωρίσουμε ανθρώπους όλων των κοινωνικών προελεύσεων, νοοτροπιών και αντιλήψεων. Η μητέρα μου έτρεφε μεγάλη αγάπη για τα γράμματα, παρόλο που η ίδια τα στερήθηκε, αλλά και για τους ανθρώπους. Είχε ένα απερίγραπτο πείσμα στον τρόπο που αντιμετώπιζε τις δυσκολίες. «Τα κατάφερα, πρόλαβα να δω τον αιώνα να γυρίζει», έλεγε έναν χρόνο πριν από τον θάνατο της. Τον πατέρα μου τον έχασα τον Σεπτέμβρη του ’76, στα 61 του.
• Ως παιδί, για να κάνω το χατίρι της μητέρας μου πήγαινα στο κατηχητικό, ίσως και για να συγκρουστώ κατά βάθος με τον πατέρα μου. Όμως, με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης, η Εκκλησία με έχασε για πάντα από τους κόλπους της. Κάποια στιγμή θυμάμαι τον πατέρα μου να μου λέει: «Παίζουν στον κινηματογράφο τους Ολυμπιακούς της Ρώμης. Θες να πάμε να τους δούμε ή δεν θα σ’ αφήσουν από το κατηχητικό;». Ήταν Οκτώβριος του 1960. Συμμετείχα στον σκληρό, μάλιστα, πυρήνα των χριστιανικών οργανώσεων, στον «Σωτήρα», για τα μέλη του οποίου δεν υπήρχε διάκριση μεταξύ «επιτρεπομένων» και «απαγορευμένων» ταινιών: ο κινηματογράφος ήταν, έτσι κι αλλιώς στο σύνολό του «διαβολική υπόθεση». Ήξερε, λοιπόν, πολύ καλά ο πατέρας μου πού ακριβώς διείσδυε: στο συναισθηματικό και πνευματικό ρήγμα ενός πιτσιρικά, που με το ένα πόδι πάταγε στην αγάπη του για τον αθλητισμό και με το άλλο στην πίστη και στη θεία χάρη.
• Από τη μια οι εξαιρετικές αθλητικές επιδόσεις μου και από την άλλη η απαγγελία του «Χαρά σ’ αυτόν που στήριξε στην πίστη επάνω την ελπίδα / τον είδα στη ζωή να μάχεται, μα πάντα ανίκητο τον είδα». Από τη μια η ενασχόληση με τα μετάλλια και από την άλλη οι εικονίτσες με τον Ιησού να κρατάει το τιμόνι ενός καραβιού. «Θα έρθω τότε να σε πάρω την Κυριακή, μετά το κατηχητικό, και βλέπουμε αν θα σ’ αφήσουν ή όχι», μου είπε ο πατέρας μου. Κυριακή, λοιπόν, μεσημεριάτικα, και αφού μας έχει αναλύσει ο κατηχητής τις διάφορες μορφές της αμαρτίας, την κλοπή, τη βρισιά, το ψέμα και την –όξ’ αποδώ– αυτοϊκανοποίηση, καταλήγει στο γιατί δεν πρέπει να βλέπουμε καθόλου σινεμά. Όλα αυτά δεν συμβαίνουν σε καμιά απομακρυσμένη περιοχή της χώρας αλλά στο κέντρο της πρωτεύουσας, απέναντι από τον Άγιο Δημήτριο της οδού Πανόρμου, όπου το κατηχητικό υπάρχει ακόμη και στέλνει κόσμος εκεί τα παιδιά του. Προσωπικά, πάντως, παίρνοντας αφορμή και θάρρος, σήκωσα το χέρι και ρώτησα: «Μπορώ να πάω να δω στο σινεμά τους Ολυμπιακούς της Ρώμης;». Για να μου απαντήσει ο κατηχητής: «Να τα πούμε μεταξύ μας μετά το μάθημα, Αριστοτέλη». Ο πατέρας μου, που ήταν στο βάθος, στην είσοδο του κατηχητικού, είχε έρθει να με πάρει, και έκανε καραγκιοζιλίκια.
• Ο διάλογος πήγε κάπως έτσι: «Ας μιλήσουμε, Αριστοτέλη, σαν άντρας με άντρα. Πες μου ειλικρινά, εσύ αντέχεις και δεν μπαίνεις σε πειρασμό όταν τις βλέπεις αυτές με τα κοντά σορτσάκια, τα μπούτια έξω και τις κολλητές μπλούζες να τρέχουν και να πηδάνε, ενώ τα στήθη τους κουνιούνται πέρα δώθε;». Έμεινα εμβρόντητος. Γιατί, όντως, «έμπαινα στον πειρασμό», αλλά σίγουρα δεν ήταν αυτός ο λόγος που ήμουν φίλαθλος κι έτρεχα γύρω γύρω στους στίβους. Και οπωσδήποτε καθόλου δεν γούσταρα να ταυτίζουν την αγάπη μου για τον αθλητισμό με την αμαρτία. Παραμέρισα τότε το χέρι του κατηχητή και τρέχοντας προς τον πατέρα μου, που χαμογελούσε, οδηγήθηκα προς το «φως», αφήνοντας πίσω μου το «σκοτάδι». Αυτή ήταν η αφορμή, ίσως όχι και τόσο πνευματικής τάξης, που με έχασαν για πάντα το κατηχητικό και η θρησκεία, ενώ κάποια χρόνια μετά με κέρδισε η Νεολαία Λαμπράκη. Όσο για εκείνους τους Ολυμπιακούς, που τους παρακολούθησα στο σινεμά, έμειναν στην Ιστορία ως οι αγώνες που κέρδισε το μαραθώνιο ένας ξυπόλυτος Αιθίοπας, ο Αμπέμπε Μπικίλα.
• Ήμουν επαναστατικό πνεύμα αλλά και τυχερός, γιατί ευτύχησα να φοιτήσω σε ένα από τα καλύτερα σχολεία, στο Πειραματικό της οδού Σκουφά. Μια σημαντική εκπαιδευτική κοιτίδα, η οποία συνέβαλε αποτελεσματικά στη μόρφωση των μαθητών. Το σκασιαρχείο μας ήταν απέναντι, στο Dolce, νυν Φίλιον. Στη συνέχεια πέρασα στην ΑΣΟΕΕ και έπειτα σπούδασα κινηματογράφο στη Σχολή Σταυράκου. Όπως έχει πει και ο Γιάννης Τσαρούχης: «Η Σχολή Σταυράκου είναι σαν τον στρατό. Όλοι κάναμε τη θητεία μας σ’ αυτή, σαν μαθητές ή σαν δάσκαλοι»». Σύντομα, όμως, συνειδητοποίησα ότι δεν έκανα ούτε για λογιστής ούτε για σκηνοθέτης. Έτσι αποφάσισα να ασχοληθώ με τη δημοσιογραφία, τον τομέα του πολιτισμού και την κριτική κινηματογράφου.
• Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1969 έκανε την εμφάνισή του ένα νέο περιοδικό, ο «Σύγχρονος Κινηματογράφος». Μια ομάδα από κινηματογραφιστές, κριτικούς και θεωρητικούς του κινηματογράφου όπως ο Βασίλης Ραφαηλίδης, καθηγητές και σπουδαστές της Σχολής Σταυράκου αλλά και διανοουμένων από διαφορετικές ειδικότητες και διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες που μας συνέδεαν δύο, τουλάχιστον, στοιχεία: η αγάπη για τον κινηματογράφο και η αντίθεσή μας στη δικτατορία. Οι συνθήκες της εποχής, πολιτικές και οικονομικές, μόνο ευνοϊκές δεν ήταν για να βγει περιοδικό. Στην κόψη του ξυραφιού, ωστόσο, κάπου μεταξύ απαγόρευσης λόγω λογοκρισίας και οικονομικής κατάρρευσης, το περιοδικό κυκλοφόρησε και ολοκλήρωσε δύο κύκλους ζωής μέχρι και την εξέγερση του Πολυτεχνείου το ’73 –οπότε οι υπεύθυνοι είτε συνελήφθησαν είτε πέρασαν στην παρανομία–, για να επανεκδοθεί μετά τη Μεταπολίτευση με ανανεωμένη σύνθεση και νέα αισθητική και ιδεολογική κατεύθυνση.
• Κατά την περίοδο της δικτατορίας είχαμε επικεντρωθεί στο πρωτοπαρουσιαζόμενο τότε φαινόμενο που ονομάστηκε «νέος κινηματογράφος» και «κινηματογράφος του δημιουργού»· στη συνέχεια εστιάσαμε στον ίδιο τον κινηματογράφο ως πεδίο εφαρμογής εξωκινηματογραφικών θεωριών, του φροϊδομαρξισμού, της γλωσσολογίας, της νέας ιστοριογραφίας και της ανθρωπολογίας ως μιας προσπάθειας εισαγωγής αυτών των θεωριών στην ελληνική πνευματική ζωή που ήταν ελεγχόμενη από τη χούντα. Αυτός ήταν και ο λόγος που ορισμένα κείμενα του περιοδικού ήταν «δύσβατα» ή «περίεργα», σίγουρα εκτός της συνηθισμένης μέχρι τότε κινηματογραφικής κριτικής κείμενα.
• Μόλις ξεκίνησα τις σπουδές μου στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο ξεκίνησε και η σκοτεινή περίοδος του επτάχρονου «γύψου». Δυστυχώς, η σημαντικότατη έλλειψη μελετών όσον αφορά τα χρόνια της χούντας είχε σοβαρές επιπτώσεις. Η περίοδος της δικτατορίας έχει καταγραφεί στην κοινωνική συνείδηση απλώς ως μια εποχή καταπίεσης και βίας από τη μια και «αντιστασιακής πράξης» από την άλλη. Το αποτέλεσμα είναι η ουσιαστική άγνοια και όχι μόνο των νεότερων γενεών, των παραμέτρων οι οποίες συνιστούν την ιστορική τομή που αποτελεί για τη νεοελληνική ιστορία η δικτατορία της περιόδου 1967-1974. Είναι γεγονός ότι πολλές από τις σημερινές κακοδαιμονίες οφείλονται σε εκείνη την περίοδο. Μάλιστα, φέτος, με αφορμή τη συμπλήρωση πενήντα χρόνων από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, είναι χρήσιμο να επιχειρήσουμε να κάνουμε μελέτες και αναλύσεις για μια εποχή που γέννησε στρεβλώσεις οι οποίες έγιναν εμφανέστατες στη Μεταπολίτευση. Η δικτατορία ήταν η αιτία που αποκόπηκε η Ελλάδα από το διεθνές περιβάλλον, και έζησε μια ολική πνευματική και ψυχολογική οπισθοχώρηση σε όλους τους τομείς. Αντί να τραγουδάμε ροκ, οι καταστάσεις μάς υποχρέωναν να τραγουδάμε αντάρτικα.
Ο Αλέξης Τσίπρας αποτέλεσε ένα τυχοδιωκτικό παράδειγμα για τη χώρα μας και τον ευρύτερο χώρος της αριστεράς. Αναμόχλευσε και ανέσυρε στην επιφάνεια όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας. Άφησε ως παρακαταθήκη ένα βαθύ ρήγμα που κόστισε και εξακολουθεί να κοστίζει στην κοινωνία μας.
• Τη νύχτα του Πολυτεχνείου ήμουν εκεί. Για μένα μια λέξη μπορεί να περιγράψει όλα όσα ζήσαμε: «Η στιγμή». Θυμάμαι ότι ήταν γύρω στις 11:30. Κράτησε μόνο κάποια δευτερόλεπτα. Αυτά τα δευτερόλεπτα όμως άλλαξαν ολόκληρη την αφήγηση της Ιστορίας. Ήταν η στιγμή που κόπηκαν μαχαίρι τα συνθήματα που μέχρι τότε δονούσαν την ατμόσφαιρα γιατί ένας άλλος ήχος ερχόταν να καταλάβει τον χώρο· τότε ακούστηκε ο ήχος από τις πρώτες ερπύστριες και όλοι όσοι είχαν μείνει μέσα στο Πολυτεχνείο κατάλαβαν τι θα επακολουθούσε. Που δεν υπήρχαν πια κομματικοί, αριστεριστές, αναρχικοί, αυτόνομοι ή ανεξάρτητοι, μόνο κυνηγημένοι άνθρωποι, ασχέτως πολιτικής προέλευσης, που βρέθηκαν εκεί γιατί τους κινούσε μια κοινή ανάγκη: να δηλώσουν πως δεν ανέχονταν πια να τους στερούν το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση, στη δημόσια δήλωση γνώμης, στην επιλογή κομμάτων, με δυο λόγια στη δημοκρατία. Ήταν η στιγμή που όλοι αυτοί κοιτάζονταν στα μάτια, που στην ακαριαία διάρκειά της ολοκληρώθηκε και τέλειωσε αυτό που σήμερα ονομάζουμε το «Πολυτεχνείο». Ήταν η στιγμή που το «Πολυτεχνείο» σώπασε.
• Προφανώς μεγάλα τμήματα της κοινωνίας έδειξαν ανοχή στη δικτατορία και είδαμε περιπτώσεις στελεχών του τότε φοιτητικού κινήματος να κάνουν πολιτική καριέρα με εφαλτήριο το Πολυτεχνείο. Ανθρώπινο και για μένα καθόλου μεμπτό. Το πώς πολιτεύτηκαν είναι άλλο ζήτημα. Αλλά δεν πιστεύω ότι θα ήταν καλύτερος πολιτικός κάποιος που δεν συμμετείχε στην αντίσταση ή παρέμεινε αδιάφορος. Εμείς, βέβαια, οι σταμπαρισμένοι αριστεροί, ήμασταν εκείνοι όπου στις 24 Ιουλίου του 1974, όταν η χούντα κατέρρευσε και ήρθε ο Καραμανλής, φτιάξαμε με την Κίττυ Αρσένη και τη βοήθεια του χεριού και του πινέλου του Αλέκου Λεβίδη το πρώτο πλακάτ της Μεταπολίτευσης. Ένα πλακάτ φτιαγμένο από το ξύλο των ραφιών του βιβλιοπωλείου «Στροφή» της Ειρήνης και Αλέκου Λεβίδη, που από τη μια μεριά έγραφε «Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, απ’ όλα τα κόμματα και τις οργανώσεις» και από πίσω «Λευτεριά στους ήρωες, φυλακισμένους και εξόριστους».
• Μετά το περιοδικό «Σύγχρονος Κινηματογράφος» έγινα υπεύθυνος των πολιτιστικών στην εφημερίδα «Αυγή» με διευθυντή τον Γρηγόρη Γιάνναρο, έχοντας δίπλα μου μια δημιουργική ομάδα όπως η Βένα Γεωργακοπούλου, ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, η Κατερίνα Σχινά, η Πόπη Διαμαντάκου, η Μελίνα Αδαμοπούλου, η Ηρώ Μαυροειδή, ο Μισέλ Δημόπουλος, η Παρασκευή Κατημερτζή, ο Γιώργος Μπράμος, ο Νίκος Ζαχαριάδης, η Πόλυ Κρημνιώτη, η Χαρά Λουκάκου, ο Χρήστος Βακαλόπουλος, ο Γιώργος Μαντζουράνης και η Πέγκυ Κουνενάκη. Μια γόνιμη περίοδος στην οποία κατάφερα να γνωρίσω σπουδαίες προσωπικότητες. Τότε έπαιρνα τις συνεντεύξεις κρατώντας σημειώσεις ή γράφοντας λέξεις-κλειδιά. Μία από αυτές τις συνομιλίες που δεν θα ξεχάσω ήταν η συνέντευξη που πήρα από τον Μάνο Χατζιδάκι την περίοδο της λάσπης του αυριανιασμού και του λούμπεν ΠΑΣΟΚ.
• Όταν δημοσιεύτηκε η συνέντευξη, περίμενα πώς και πώς να με πάρει τηλέφωνο για να μου πει τις εντυπώσεις του. Πράγματι, με πήρε και μου είπε: «Κύριε Σαμαντά, διάβασα τη συνέντευξή μου. Ουδέποτε είπα αυτά τα οποία γράψατε». Μου κόπηκαν τα πόδια και με έλουσε κρύος ιδρώτας. Λίγα δευτερόλεπτα μετά συνέχισε: «Αλλά γράψατε με τον καλύτερο τρόπο αυτά που σκεφτόμουν». Μια αλησμόνητη στιγμή της ζωής μου. Σήμερα, δεν σας κρύβω ότι με θλίβει η πλήρης απαξίωση της «Αυγής», μιας εφημερίδας η οποία είχε μεγαλύτερη κυκλοφορία όταν το κόμμα του οποίου αποτελούσε όργανο είχε μικρότερο εκλογικό ποσοστό. Είναι κατάντια αυτό που συμβαίνει. Και νομίζω ότι η ιστορία της δεν είναι παρά η ιστορία ενός κατήφορου, αντίστοιχου με εκείνο των «ανανεωτικών ιδεών» στον τόπο μας. Ξέρετε, στην «Αυγή» ποτέ δεν τρέφαμε μίσος έναντι του πολιτικού αντιπάλου. Άλλωστε, καμία στρεβλή, συγκυριακή και βαθιά διχαστική αντίληψη δεν έχει σχέση με την αριστερά.
• Έκτοτε, έγινα υπεύθυνος δημοσιογραφικής έρευνας στην πολιτιστική εκπομπή της ΕΡΤ «Παρασκήνιο», διευθυντής σύνταξης στον «Ταχυδρόμο», διευθυντής στο περιοδικό «Το Τέταρτο» και για δεκαέξι χρόνια διευθυντής του περιοδικού «Αθηνόραμα». Δυστυχώς, είναι λυπηρό το ότι δεν υπάρχουν πολλά από τα επεισόδια του «Παρασκηνίου», ελάχιστα έχουν διασωθεί. Πρόκειται για έναν θησαυρό πολιτιστικού περιεχομένου. Τα δύο αγαπημένα μου επεισόδια ήταν ένα αφιέρωμα που είχαμε κάνει στον Μικρό Ήρωα και ένα άλλο στην ιστορία του Καραγκιόζη. Όταν πήγα στο «Αθηνόραμα» ως επικεφαλής, την περίοδο της κυριαρχίας του lifestyle του ΚΛΙΚ, επιδίωξα να δημιουργήσω ένα πολιτιστικό περιοδικό με «βαριές» υπογραφές, όπως ο Κωστής Παπαγιώργης, ο Παύλος Τσίμας, ο Γιώργος Χαρωνίτης, και όχι μόνο έναν οδηγό πόλης. Εμείς τότε επιδιώκαμε να μυήσουμε τους αναγνώστες σε ιδέες και σκέψεις για το πώς να διασκεδάζουν χωρίς να πιστεύουν ότι αυτό που κάνουν τους το επιβάλλει κάποια τάση της μόδας. Να μένουν στην ουσία και όχι στο «φαίνεσθαι». Είχαμε μια ευρύτερη προσέγγιση, προσφέροντας στον αναγνώστη, εκτός από την πληροφορία, και μια υπεραξία, ως απόδειξη ότι η διασκέδαση είναι μια προσωπική και όχι μια μαζική υπόθεση.
• Οι μοναδικές δύο φορές που είχα ενεργή εμπλοκή με το Δημόσιο ήταν όταν ήμουν μέλος του Δ.Σ. της ΕΡΤ και αντιπρόεδρος στον Πολιτιστικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων. Αυτές οι δύο εμπειρίες είχαν ένα κοινό, αλλά συνήθως ανέγγιχτο πεδίο, τη διαχείριση του προϋπολογισμού. Είναι πολύ δύσκολο να αλλάξουν οι δημόσιοι οργανισμοί, διότι οι κοινωνικές και συνδικαλιστικές αντιστάσεις δεν κάμπτονται εύκολα. Από το δικό μου πέρασμα θυμάμαι τη συστηματική υπονόμευση όποιας προσπάθειας για αναβάθμιση της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, διορισμούς ασχέτων «ημετέρων» σε κρίσιμες θέσεις και συντεχνιακές αντιλήψεις. Όλοι συμφωνούμε πως η ΕΡΤ χρειάζεται εκσυγχρονισμό και θεσμική μεταρρύθμιση, ώστε να κοπεί ο ομφάλιος λώρος που επιτρέπει τις κυβερνητικές, πολιτικές αλλά και παρεμβάσεις οικονομικών κύκλων στη λειτουργία της. Γι’ αυτό και τότε ήταν απαράδεκτη η μονομερής απόφαση για το κλείσιμο της δημόσιας τηλεόρασης. Ήμουν και παραμένω πάντα υπέρ της αναδιάρθρωσης εν λειτουργία.
Στην ελληνική κοινωνία με ενοχλεί ο υφέρπων συντηρητισμός ο οποίος εκφράζεται μέσω μιας ψευδοεπαναστατικότητας.
• Από νωρίς ασχολήθηκα με την πολιτική χωρίς ποτέ να την εμπλέξω με τη δουλειά μου. Από τη Νεολαία Λαμπράκη, ύστερα στον Ρήγα Φεραίο, το ΚΚΕ Εσωτερικού και αργότερα ως στέλεχος της Δημοκρατικής Αριστεράς. Δυστυχώς, την περίοδο που ήμουν στη ΔΗΜ.ΑΡ. συνειδητοποίησα ότι υπήρχαν πολλά ηγετικά στελέχη που μεγαλοπιάνονταν. Επειδή βρέθηκαν στην εξουσία, έπασχαν από μια επίπλαστη ευφορία, κι αυτό είναι αδιανόητο για ένα αριστερό κόμμα. Γι’ αυτό και το αποτύπωμά της στην πολιτική σκηνή ήταν από μηδαμινό ως ανύπαρκτο. Τώρα, σε γενικές γραμμές, δεν ξέρω αν έχουν νόημα σήμερα οι ιδεολογικοί άξονες αριστεράς - δεξιάς, προτιμώ το δίπολο συντήρηση - προοδευτισμός. Στις μέρες μας παρατηρώ ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει με ένα σκάφος το οποίο δείχνει πια φθαρμένο, κουρασμένο, σαν να τα έχει φάει τα ψωμιά του.
• Ο Αλέξης Τσίπρας αποτέλεσε ένα τυχοδιωκτικό παράδειγμα για τη χώρα μας και τον ευρύτερο χώρος της αριστεράς. Αναμόχλευσε και ανέσυρε στην επιφάνεια όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας. Άφησε ως παρακαταθήκη ένα βαθύ ρήγμα που κόστισε και εξακολουθεί να κοστίζει στην κοινωνία μας. Ένας λαϊκιστής ηγεμόνας που για κάθε μεγάλο θέμα προέτασσε τη λύση των δημοψηφισμάτων. Ας κάνουμε ένα δημοψήφισμα για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, για το θέμα των ταυτοτήτων και να δούμε ποια μορφή θα πάρει η αδιαμεσολάβητη σχέση κόμματος - ψηφοφόρου. Συναναστράφηκα ανθρώπους της αριστεράς όπως ο Λεωνίδας Κύρκος, ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης, οι οποίοι είχαν απόλυτη γνώση της Ιστορίας. Δυστυχώς, ο κ. Τσίπρας αποδείχθηκε ο λιγότερο μορφωμένος Έλληνας πρωθυπουργός της νεότερης ιστορίας.
• Στην ελληνική κοινωνία με ενοχλεί ο υφέρπων συντηρητισμός ο οποίος εκφράζεται μέσω μιας ψευδοεπαναστατικότητας. Μία από τις σοβαρότερες συνέπειες της σημερινής συνολικής κοινωνικής κρίσης και του κατακερματισμού της νεοελληνικής κοινωνίας καταγράφεται με δραματικό τρόπο σε μια ιδιόμορφη πολιτισμική έκπτωση που ζούμε στον τόπο μας, η οποία, στην κυρίαρχη μορφή της, διαπερνά ολόκληρο το κοινωνικό σώμα και σηματοδοτείται από την προβολή συντηρητικών νοοτροπιών και ακραία ανταγωνιστικών συμπεριφορών, την παραγωγή και διάδοση ατομικιστικών προτύπων, την υποβάθμιση της αξίας της «συλλογικότητας», την απαξίωση της σοβαρής κριτικής σκέψης. Το ίδιο συμβαίνει και με τη δημοσιογραφία, η οποία περνάει μια βαθιά κρίση. Δεν υπάρχουν οι παραδοσιακοί εκδότες, η σοβαρή έρευνα έχει υποβαθμιστεί και έχουμε μπουχτίσει από αμέτρητες γνώμες.
• Έχω ζήσει σε πολλές περιοχές της Αθήνας. Τη γνωρίζω πολύ καλά, σε σημείο πολλές φορές οι ταξιτζήδες να αναρωτιούνται αν στο παρελθόν ήμουν οδηγός ταξί. Στην πρωτεύουσα αυτό που μ’ αρέσει είναι η πολυμορφία της. Μ’ αρέσει, ας πούμε, η διαδοχή, σε πολύ μικρές αποστάσεις, που αυτομάτως μεταφράζεται σε πολύ μικρό χρόνο, χώρων και καταστάσεων τελείως ανόμοιων μεταξύ τους. Από ένα παλιό αστικό περιβάλλον σε μια μοντέρνα, τρόπος του λέγειν, δόμηση ή σε μια λαϊκή γειτονιά. Ή από μια πλατεία που είναι νεολαιίστικο στέκι μέσα σε πέντε λεπτά βρίσκεσαι σε μια μεγαλοαστική γειτονιά. Αυτό που με απωθεί, πέρα, βέβαια από την ασχήμια που έχουν επιβάλει οι «υπογραφές» των υποτιθέμενων γκραφιτάδων, οι οποίες καταστρέφουν ωραιότατα νεοκλασικά κτίρια ή και μνημεία, είναι οι συμπεριφορές των ίδιων των Αθηναίων που τείνουν –φοβάμαι όλο και περισσότερο– προς μια εγωιστική έως και επιθετική συμπεριφορά, όχι περιχαρακώνοντας απλώς, σαν σκύλοι, τον χώρο τους αλλά και διεκδικώντας όλο και περισσότερο τμήμα του κοινού, δημόσιου χώρου μας. Και δεν αναφέρομαι μόνο σε μαγαζιά, αναφέρομαι και σε καθημερινές συμπεριφορές ανθρώπων.
• Η πιο δύσκολη στιγμή της ζωής μου ήταν όταν με συνέλαβαν το 1968 και με οδήγησαν στα κρατητήρια της ασφάλειας στην οδό Μπουμπουλίνας. Εκεί ήρθα αντιμέτωπος με τα όρια της προσωπικής μου αντοχής. Γι’ αυτό δεν με τρομάζει το βιολογικό τέλος. Αυτό που με φοβίζει είναι μόνο ο σωματικός πόνος, γιατί τον βίωσα και τον ξέρω καλά. Στη ζωή μου έκανα όλα όσα ήθελα. Γνώρισα την πληρότητα και νιώθω γεμάτος από βιώματα και εμπειρίες. Έχω αποκτήσει έναν γιο, τον Γιώργο, από την πρώτη μου σύζυγο, τη Νανά Δημάκου, και από αυτόν έχω μάθει ότι στη διάρκεια του βίου μας αυτό που μας σώζει είναι το χιούμορ. Σήμερα ζω ευτυχισμένος με τη σύντροφό μου, Κατερίνα Σχινά. Έχω ξεκινήσει μαθήματα τεχνητής νοημοσύνης και διατηρώ αναλλοίωτη τη δυναμική της περιέργειας. Η ζωή με έχει διδάξει να μην υποτάσσομαι και να αντιστέκομαι, ακόμη και στο ελκυστικό. Κι αυτό είναι το πιο δύσκολο.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.