Όλγα Μπακομάρου: Η δημοσιογράφος που έχει γράψει τη δική της ιστορία στον έντυπο λόγο και έχει διακριθεί για τις συνεντεύξεις της με κορυφαία πρόσωπα της μεταπολεμικής Ελλάδας. Υπηρέτησε την τέχνη του εφήμερου και της δημοσιογραφικής γραφής με ειλικρίνεια, θάρρος και ακόρεστη περιέργεια. Στις συναντήσεις της με τις σπουδαιότερες προσωπικότητες της χώρας ρωτούσε πάντα όσα κανείς άλλος δεν τολμούσε. Οι εισαγωγές της ήταν ένα πρότυπο σύνθεσης, ευρηματικότητας και καλαισθησίας, ενώ οι συνεντεύξεις που υπέγραψε στη «Γυναίκα» και την «Ελευθεροτυπία» σημάδεψαν την εποχή τους.
Τη συναντώ ένα ηλιόλουστο πρωινό στη γειτονιά της, την Πλάκα, με αφορμή την κυκλοφορία του νέου της βιβλίου με τίτλο «Οικογένειες Παπανδρέου - Μητσοτάκη, 20 συνεντεύξεις» από τις εκδόσεις Αρμός. Συνομιλίες που έχει καταγράψει με το μαγνητόφωνό της έγιναν πρωτοσέλιδα και συζητήθηκαν. Πρωταγωνιστές του βιβλίου οι δύο σημαντικοί πολιτικοί της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, Παπανδρέου και Μητσοτάκης, αλλά και μέλη των οικογενειών τους που κυριάρχησαν και κυριαρχούν στην πολιτική σκηνή μέχρι σήμερα. Ένα συλλεκτικό ντοκουμέντο που φωτίζει άγνωστες πτυχές των ανθρώπων που συγκρότησαν τη σύγχρονη ιστορία του τόπου.
Είναι ένα βιβλίο που είχε σκεφτεί να κυκλοφορήσει εδώ και αρκετό καιρό. Καθώς καθόμαστε σε ένα ήσυχο καφέ της πλατείας Κυδαθηναίων, μου λέει για το βιβλίο: «Πρόκειται για ένα δημοσιογραφικό χρονικό του πολιτικού παρελθόντος, το οποίο είναι άρρηκτα δεμένο με την Ελλάδα του παρόντος και του μέλλοντος. Περιέχει συνεντεύξεις με τον Ανδρέα Παπανδρέου, τη Μαργαρίτα και δύο από τα τέσσερα παιδιά τους, τον Γιώργο και τη Σοφία. Επίσης, συζητήσεις με τον Κωνσταντίνο και τη Μαρίκα Μητσοτάκη αλλά και την Ντόρα Μπακογιάννη. Ονόματα και οικογένειες, δηλαδή, που δεσπόζουν εδώ και πολλά χρόνια στο μεταπολιτευτικό πολιτικό σκηνικό».
Η Μαρίκα αναφέρει σχετικά με την «Αυριανή»: «Όλη αυτήν τη φοβερή επίθεση της “Αυριανής” την κίνησε ο Κουτσόγιωργας, ξέρουμε τα πάντα γι’ αυτό [...] “Αυριανή” - Κουτσόγιωργας - Παπανδρέου, αυτά πάνε μαζί, μην το ξεχνάτε. Ο αυριανισμός έχει αρχίσει από το ’65 στην Ελλάδα, μόνο που ο κόσμος δεν τον πήρε είδηση από τότε. Όπως και τον Ανδρέα (...) Εγώ την “Αυριανή” δεν την ανοίγω, την πετάω όταν πέσει στα χέρια μου, σαν να είναι λέπρα, χολέρα».
Το βιβλίο διαβάζεται και ως ένα ημερολόγιο αφηγήσεων μιας έντονα πολιτικοποιημένης περιόδου που ξεκινά το 1977 και φτάνει ως το 2004. Ένα ανθολόγιο που διαμορφώνει μια πολιτική τοιχογραφία μέσα από το πρίσμα των απαντήσεων των μελών των δύο κορυφαίων πολιτικών οικογενειών της χώρας μας.
Διατρέχοντας τις σελίδες του, βρίσκει κανείς πολλά σημεία που κεντρίζουν το ενδιαφέρον. Για παράδειγμα, διαβάζουμε τη γνώμη του Ανδρέα Παπανδρέου περί αντιαμερικανισμού, Αλλαγής, σκανδάλου Κοσκωτά αλλά και για τη Δήμητρα Λιάνη. Για το θέμα αυτό και την περίοδο του Χέρφιλντ ο Ανδρέας Παπανδρέου αφηγείται στην Όλγα Μπακομάρου τα εξής: «Η Δήμητρα δεν έφυγε από το πλευρό μου, ήταν κοντά μου όλες τις ώρες που ήμουν ξύπνιος, και στο τέλος κοιμόταν στο ίδιο δωμάτιο μαζί μου. Το τελευταίο βράδυ πριν από την εγχείρηση ήταν το πιο ήρεμο που είχα όλη την περίοδο που ήμουν στο νοσοκομείο. Μιλήσαμε, ύστερα κοιμήθηκα ηρεμότατα, ξύπνησα ηρεμότατα και μαζί πήγαμε στο χειρουργείο. Μου ζήτησε να δεσμευθώ ότι θα βγω από την εγχείρηση υγιής. Και εδεσμεύθην».
Φυσικά, το πιο ελκυστικό κομμάτι του βιβλίου εντοπίζεται στις συνεντεύξεις της Μαρίκας Μητσοτάκη. «Δεν δέχομαι εμένα να με κυβερνά η κυρία Λιάνη. Ποια είναι η κυρία Λιάνη; Να τηλεφωνεί στους υπουργούς και να τους δίνει εντολές;» διαβάζουμε σε χαρακτηριστικό απόσπασμα. Επίσης, για τη Μαργαρίτα Παπανδρέου λέει: «Μόνο ο εαυτός της την ενδιαφέρει. Λένε, θα κάνει κόμμα. Με τις έξι γυναίκες που τη χειροκροτούν; Θα κυβερνήσει την Ελλάδα η Μαργαρίτα; Μα παίζουμε τώρα; Δεν έχει τρελαθεί σε τέτοιο σημείο ο ελληνικός λαός. Και ύστερα, πείτε μου, σας παρακαλώ, πώς να εξηγήσει κανείς ότι οι γιοι της, τρεις μαντράχαλοι ως εκεί πάνω, δεν πήγαν να πιάσουν τον μπαμπάκα τους και να του πούνε, “μπαμπά μου, μας εξευτελίζεις. Σε παρακαλούμε, κάνε ό,τι θέλεις, κάνε το όμως κρυφά”».
Επιπλέον, για την κόντρα με την «Αυριανή» η Μαρίκα Μητσοτάκη υποστηρίζει: «Όλη αυτήν τη φοβερή επίθεση της “Αυριανής” την κίνησε ο Κουτσόγιωργας, ξέρουμε τα πάντα γι’ αυτό» και σε άλλο σημείο απαντά: «“Αυριανή” - Κουτσόγιωργας - Παπανδρέου, αυτά πάνε μαζί, μην το ξεχνάτε. Ο αυριανισμός έχει αρχίσει από το ’65 στην Ελλάδα, μόνο που ο κόσμος δεν τον πήρε είδηση από τότε. Όπως και τον Ανδρέα (...) Εγώ την “Αυριανή” δεν την ανοίγω, την πετάω όταν πέσει στα χέρια μου, σαν να είναι λέπρα, χολέρα». Στην ερώτηση «τι σας εντυπωσιάζει στην εικόνα της σημερινής κοινωνίας;» η Μαρίκα Μητσοτάκη δηλώνει αφοπλιστικά: «Ο νεοπλουτισμός με ενοχλεί φοβερά. Πασούμια κεντημένα στα καλντερίμια της Μυκόνου. Πούρα παντού, τα ακριβά, αυτά που καπνίζει ο Κάστρο, όλοι οι νέοι Έλληνες μάθανε να μην μπορούν να ζουν χωρίς πούρα. Κι όχι μόνο να μην μπορούν να ζουν χωρίς πούρο, αλλά να το καπνίζουν και στη μέση του φαγητού και να ενοχλούν και τον γείτονα. Πιστεύω ότι ήμαστε ο πιο αγνός λαός του κόσμου, ο Έλληνας πήγε ξυπόλυτος στην Αλβανία… Αλλά τώρα έχουν αλλοιωθεί».
Συγχρόνως, ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να δει πώς σχολίασε η Μαρίκα την πιθανότητα ενασχόλησης του Κυριάκου Μητσοτάκη με την πολιτική και τον λόγο που ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης πίστευε ότι η Ντόρα θα γινόταν σίγουρα πρωθυπουργός. Επίσης, τι δήλωνε ο πρώην πρωθυπουργός για τον Αντώνη Σαμαρά και το θέμα των Σκοπίων, αλλά και τις απόψεις της Ντόρας Μπακογιάννη για τον Κώστα Σημίτη ή τη 17Νοέμβρη. Παράλληλα, μαθαίνουμε μέσα από τα λόγια του Γιώργου και της Σοφίας Παπανδρέου για την πολιτική πορεία του πρώτου και τις σχέσεις της δεύτερης με την οικογένειά της.
Όσον αφορά τη Μαργαρίτα Παπανδρέου, η συνέντευξή της στην Όλγα Μπακομάρου αποτελεί, έτσι κι αλλιώς, ένα ιστορικό ανάγνωσμα, αφού αποφεύγει συστηματικά να μιλά δημόσια. Για το διαζύγιο με τον Ανδρέα Παπανδρέου σημειώνει: «Δεν αρνιόμουνα να δώσω διαζύγιο, το ενδιαφέρον μάλιστα σε αυτή την υπόθεση είναι ότι ο χωρισμός ήταν δική μου απόφαση. Έφτασα σε αυτή μετά από μια επώδυνη εσωτερική διαδικασία. Γιατί φεμινισμός δεν σημαίνει μίσος για τους άνδρες, ούτε να είσαι εναντίον της οικογένειας. Εγώ έπρεπε να σκεφτώ και τα παιδιά, έπρεπε να είμαι σίγουρη ότι προσπάθησα με κάθε τρόπο να κρατήσω την οικογένεια ενωμένη. Αυτό ήθελαν τα παιδιά μου κι αυτό ήθελα κι εγώ. Ο φεμινισμός δεν σε βοηθάει να μην αγαπάς έναν άνδρα. Οι φεμινίστριες είναι γυναίκες, έχουν αισθήματα και αγαπούν βαθιά, όπως και οι μη φεμινίστριες. Και ο Ανδρέας δεν ήταν ένας τυχαίος άνδρας».
Κάθε συνέντευξη ήταν για την Όλγα Μπακομάρου μια υπέροχη περιπέτεια. Όση ώρα συζητάμε διακρίνω μια ευγενική φυσιογνωμία με τη γνωστή συστολή, αφού δεν της αρέσει καθόλου να δίνει συνεντεύξεις ούτε να πολιτικολογεί, μόνο να μιλά πάντα με πάθος για τη δουλειά που λάτρεψε.
Ποια ήταν η συνέντευξη που της άνοιξε τον δρόμο ώστε να κάνει όλα όσα ονειρεύονταν; «Χωρίς αμφιβολία, η συνέντευξη με την Αθηνά Παναγούλη, αμέσως μετά τον θάνατο του Αλέκου Παναγούλη, 1η Μαΐου του 1976. Έφτασα στη Γλυφάδα συγκλονισμένη. Κλεισμένη στο δωμάτιό της, η τραγική μάνα δεν ήθελε να δει κανέναν. Μετά από ώρες ήρθε μια κυρία και μου είπε “η κυρία Αθηνά θέλει να σου μιλήσει”. Αυτήν τη συνέντευξη δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Ο Τερζόπουλος αφιέρωσε το «Σημείωμα του εκδότη», ένα αξέχαστο κείμενο, σ’ εκείνη τη χαροκαμένη ηρωίδα μάνα του Παναγούλη και σε όλες τις μάνες της γης. Στο σημείωμά του ανέφερε κι έμενα, με το όνομά μου, και δεν υπήρχε μεγαλύτερη τιμή από αυτό για έναν συντάκτη του, και μάλιστα νέο στην ηλικία. Αυτή η συνομιλία ήταν για μένα ορόσημο για τη μετέπειτα διαδρομή μου αλλά και για να κερδίσω την εμπιστοσύνη του Τερζόπουλου. Στη συνέχεια κατάφερα, όχι εύκολα, να τον πείσω να ανοίξουν οι σελίδες της “Γυναίκας” και σε πρόσωπα της πολιτικής. Άλλωστε, είχαν προηγηθεί συνεντεύξεις με προσωπικότητες όπως ο Χατζιδάκις, η Βάσω Κατράκη, ο Λουντέμης, ο Μπιθικώτσης και ο Μινωτής. Επομένως, οι πολιτικοί δεν θα μπορούσαν να λείπουν από ένα περιοδικό ευρείας κυκλοφορίας, που το διάβαζαν γυναίκες και άνδρες. Έτσι, η αρχή έγινε με τον Ανδρέα Παπανδρέου και ήταν μια τομή αυτό για τον περιοδικό Τύπο εκείνης της εποχής» αφηγείται.
Παρόλο που πήρε συνεντεύξεις από κορυφαίους πολιτικούς της σύγχρονης Ελλάδας δεν εντάχθηκε ποτέ σε κανένα κόμμα. Δεν έγινε μέλος καμίας παρέας, δεν συναναστράφηκε με πρόσωπα της εξουσίας, ούτε της άρεσαν οι κολακείες προς τους πρωταγωνιστές της πολιτικής σκηνής. Ωστόσο, τη ρωτώ τι γνώμη είχε σχηματίσει για τα πρόσωπα που γνώρισε από κοντά, μιλώντας μαζί τους ώρες πολλές. Και με έναν ευγενικό δισταγμό απαντά: «Η γοητεία του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν αληθινή. Είχε μια απλότητα, ένα χάρισμα, μια ειλικρίνεια και μια ανθρώπινη ζεστασιά. Ό,τι κι αν σου έλεγε, το πίστευες. Τίποτα πάνω του δεν έμοιαζε ψεύτικο. Στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη αναγνωρίζω τη σοβαρότητα, την ευγένεια, την ακρίβεια των λόγων και την ψυχραιμία του. Ήταν ένα πρόσωπο που σε κέρδιζε κατά τη διάρκεια του χρόνου, όχι από την πρώτη εικόνα. Τον συμπαθούσες σταδιακά. Όσον αφορά τη Μαρίκα, πάντα έτρεφα έναν θαυμασμό γι’ αυτήν τη γυναίκα, είτε για τον τρόπο που αντιμετώπιζε τα προβλήματα της υγείας της είτε για την ωραία οικογένειά της. Για τη Μαρίκα θα μπορούσε να εκδοθεί ένα βιβλίο ξεχωριστό, που θα γινόταν μπεστ-σέλερ, γιατί αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν μόνο τα ντολμαδάκια που ιστορικά την ακολουθούν. Η Μαργαρίτα ήταν μια έντονη προσωπικότητα και θυμάμαι τα μάτια της να εκφράζουν εμπιστοσύνη στον συνομιλητή της».
Η Όλγα Μπακομάρου δεν ήταν η δημοσιογράφος που θα άλλαζε συχνά έντυπα, γι’ αυτό και όλη η πορεία της έχει εξελιχθεί στο περιοδικό «Γυναίκα» και στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία». Αυτός είναι και ο λόγος που το βιβλίο είναι αφιερωμένο στον Ευάγγελο Τερζόπουλο και στον Σεραφείμ Φυντανίδη. «Σ’ αυτούς τους δύο ανθρώπους χρωστάω όλα όσα πέτυχα στην επαγγελματική μου σταδιοδρομία. Η “Γυναίκα” ήταν ένα σχολείο για μένα αλλά και το δεύτερο σπίτι μου. Θυμάμαι πάντα με αγάπη την κυρία Αφρούλα, τη γυναίκα του Ευάγγελου, τα δυο παιδιά τους, τον Χρήστο και τον Άρη. Το ίδιο και ο Φυντανίδης. Ήταν μια σημαντική προσωπικότητα και είχαμε χτίσει μεταξύ μας μια σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης».
Δεν έβγαλε ποτέ πολλά χρήματα από τη δημοσιογραφία και δεν ζήτησε ποτέ αύξηση, θεωρούσε ότι όταν κάνεις κάτι καλά, πρέπει οι άλλοι να σε επιβραβεύουν. Όμως, χάρη στο αρχείο της, αισθάνεται πλούσια, αφού αποτελεί ένα πολύτιμο θησαυροφυλάκιο ανεξίτηλων συναντήσεων. «Την αγάπησα πολύ τη δουλειά μου. Τα ομορφότερα ταξίδια της ζωής μου τα έχω κάνει σε σπίτια και σε γραφεία, συνομιλώντας με σημαντικούς ανθρώπους που από μικρή επιθυμούσα να συναντήσω και να σκιαγραφήσω όσο μπορούσα την αθέατη πλευρά της δημόσιας εικόνας τους. Μέσα από αυτές τις αμέτρητες συζητήσεις έγινα καλύτερος άνθρωπος, έμαθα πολλά και μου άνοιξαν πολλούς δρόμους. Παράδειγμα, όταν πήγα να συναντήσω στο διαμέρισμά της, στην οδό Ασκληπιού, την Έλλη Λαμπέτη. Πριν από λίγο καιρό είχα χάσει τον πατέρα μου ξαφνικά, νεότατο, σε τροχαίο, και ήμουν συντετριμμένη. Ήταν ο πρώτος θάνατος που βίωνα μέσα στην οικογένειά μου. Αυτό το δυσάρεστο γεγονός αποτέλεσε την αιτία για να ανακαλύψω τι σημαίνουν οι λέξεις “ήταν” και “τέλος” στην απόλυτη διάσταση. “Τίποτα πια, ποτέ, δεν θα είναι όπως χτες” σκεφτόμουν συνεχώς και κάπως απελπισμένη, χωρίς κανείς να μπορεί να με παρηγορήσει. Όπως μιλούσαμε με τη Λαμπέτη, το είπα και σ’ εκείνη. “Τίποτα, ποτέ, δεν μπορεί να είναι όπως χτες, καμιά μέρα δεν μπορεί να είναι ίδια με την προηγούμενη για κανέναν, έτσι είναι, αυτό είναι η ζωή” μου απάντησε με γλυκό ύφος. Σαν να μιλούσε για το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο» αφηγείται συγκινημένη.
Η απώλεια των γονιών της, όπως και της αδερφής της, είναι οι πιο δύσκολες στιγμές που έχει κληθεί να αντιμετωπίσει στη διάρκεια του βίου της. Το γήρας, το τέλος, ο θάνατος, δεν την τρομάζουν. «Μεγαλώνοντας, προσπαθώ να μην το σκέφτομαι. Έχω αποδεχτεί τη φυσική εξέλιξη των πραγμάτων. Άλλωστε, ποιος μπορεί να σταματήσει τον χρόνο;» αναρωτιέται και προσθέτει: «Έζησα ευτυχισμένα χρόνια. Ήξερα από παιδί ότι η ζωή μου θα είναι κάπως διαφορετική. Ποτέ, όμως, δεν έπαψα να βρίσκω κάτι που να με κάνει να ξεφεύγω, για παράδειγμα τα βιβλία. Ίσως το μόνο που θα ήθελα είναι ο άνθρωπος να μπορεί να έχει δύο ζωές. Στην πρώτη είναι όμηρος όλων των λαθών του. Τουλάχιστον, ας είχε την ευκαιρία να ζήσει ξανά, έχοντας μάθει από τις εσφαλμένες επιλογές του. Ας είχαμε, δηλαδή, τη δυνατότητα να διδαχτούμε από τις συνέπειες της πρώτης φοράς».
Τα Πούλιθρα Αρκαδίας, εκτός από τόπος καταγωγής, παραμένουν το προσωπικό της ησυχαστήριο. Κάποτε θέλει να γυρίσει στον τόπο που λατρεύει. Τι είναι για εκείνην η ευτυχία; «Ο ήχος της βροχής, το περπάτημα στην ακρογιαλιά, το τραγούδι των τζιτζικιών, η επαφή με τη φύση. Πρόκειται για μια ανεκτίμητη πηγή ζωής» λέει με διάθεση νοσταλγίας. Λίγο πριν την αποχαιρετίσω, τη ρωτώ τι θεωρεί σημαντικό στη ζωή. «Πιστεύω ακράδαντα στην αγάπη και την καλοσύνη των ανθρώπων. Η γενναιοδωρία στον λόγο σε κάνει καλύτερο. Μια καλή κουβέντα μπορεί να κάνει θαύματα. Πάντως, ευτύχησα να περάσω τη ζωή μου γράφοντας και είμαι ευγνώμων που δεν στερήθηκα ποτέ την αγάπη».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.