OI ΣΕΙΣΜΟΙ, περισσότερο από τους άλλους τύπους γεωλογικών ή περιβαλλοντικών καταστροφών, αψηφούν κάθε απόπειρα πρόβλεψης και πρόληψης. Οι τυφώνες μπορούν να εντοπιστούν πολλές ημέρες πριν από τον ερχομό τους, δίνοντας στις κοινότητες που πρόκειται να πληγούν, αρκετό χρόνο για την εκκένωσή τους. Κάθε χρόνο, οι επιστήμονες μαθαίνουν περισσότερα για το ποιο ακριβώς είδος κακοφωνίας ή σπασμών προειδοποιεί για επικείμενες θανατηφόρες ηφαιστειακές εκρήξεις. Και αν ένας μεσαίου μεγέθους αστεροειδής, ικανός να κατεδαφίσει μια ολόκληρη χώρα, φτάσει στο κατώφλι μας, με επαρκή χρόνο προειδοποίησης, διαθέτουμε τα τεχνολογικά μέσα για να τον στείλουμε πίσω στο σκοτάδι. Η επιστήμη της σεισμολογίας όμως είναι απλά πολύ νέα για να εμποδίσει τον επόμενο μεγάλο σεισμό ή τη λεγεώνα των σεισμών που τον ακολουθούν, από το να σκοτώσει πολλές χιλιάδες ανθρώπους.
Ο μανδύας της Γης, που ρέει αργά κάτω από τον φλοιό, ανιχνεύθηκε για πρώτη φορά το 1889 από την κίνηση των σεισμικών κυμάτων. Ο υγρός εξωτερικός πυρήνας εντοπίστηκε το 1914 και ο στερεός εσωτερικός πυρήνας εξακριβώθηκε για πρώτη φορά το 1936.
Οι σεισμολόγοι μοιάζουν περισσότερο με πλανητικούς γλωσσολόγους, που επιχειρούν να ερμηνεύσουν τι μπορεί να λένε για τα ταξίδια τους και την προέλευσή τους οι γεωλογικοί ψίθυροι. Αυτό έχει οδηγήσει σε δραματικές αποκαλύψεις σχετικά με την εσωτερική αρχιτεκτονική της Γης – μόνο πρόσφατα όμως. Ο μανδύας της Γης, που ρέει αργά κάτω από τον φλοιό, ανιχνεύθηκε για πρώτη φορά το 1889 από την κίνηση των σεισμικών κυμάτων. Ο υγρός εξωτερικός πυρήνας εντοπίστηκε το 1914 και ο στερεός εσωτερικός πυρήνας εξακριβώθηκε για πρώτη φορά το 1936.
Αυτές οι ανακαλύψεις, μαζί με δεκαετίες επίπονων αναλύσεων των σεισμικών κυμάτων που καταγράφηκαν σε όλο τον κόσμο, οδήγησαν σε σημαντικές προόδους στην κατανόηση της φυσικής του τρόπου λειτουργίας των ρηγμάτων και των ηφαιστείων. Κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα, και ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες, έχουν χαρτογραφηθεί με εγκληματολογική μέθοδο τα μεγάλα τεκτονικά ρήγματα, καθώς και πολλές από τις μικρότερες διακλαδώσεις τους. Οι κινήσεις και η συμπεριφορά τους είναι τεκμηριωμένες. Ενώ όμως οι ηφαιστειολόγοι μπορούν πλέον να προβλέπουν κατά προσέγγιση πότε και πώς θα εκραγούν ακόμη και τα πιο πολύπλοκα και ασταθή ηφαίστεια, ο σεισμός μοιάζει πάντα με ενέδρα.
Παρά τις προσπάθειές τους, οι σεισμολόγοι αδυνατούν να προσδιορίσουν με ακρίβεια πότε ή πού θα γίνει ο επόμενος μεγάλος σεισμός. Το καλύτερο που μπορούν να προσφέρουν κάποιες πολύ προσεγγιστικές πιθανότητες. Για παράδειγμα, σύμφωνα με το Γεωλογικό Ινστιτούτο των ΗΠΑ, υπάρχει 46% πιθανότητα μέσα στα επόμενα 30 χρόνια, να ταρακουνήσει για τα καλά την περιοχή του Λος Άντζελες ένας σεισμός μεγέθους 7 και άνω βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ. Αυτό είναι η ακριβέστερη πρόβλεψη που μπορεί να γίνει.
Από όσο μπορούν να γνωρίζουν οι επιστήμονες, οι σεισμοί δεν εκπέμπουν φωτοβολίδα πριν διαλύσουν το έδαφος. Μέχρι να ανιχνευθούν αυτά τα πρoειδοποιητικά σήματα – αν θεωρήσουμε ότι υπάρχουν – η σεισμολογία θα είναι κυρίως μια «αναδρομική» επιστήμη, που αναλύει τα δεδομένα από καταστροφικούς ενίοτε σεισμούς προκειμένου να κατανοηθούν καλύτερα τα ρήγματα και η τεκτονική συμπεριφορά τους. Η μόνη βεβαιότητα στη σεισμολογία, προς το παρόν, είναι ότι οι μεγάλοι σεισμοί θα συνεχίσουν να σκοτώνουν ανθρώπους στην Τουρκία, στη Συρία και σε όλο τον κόσμο, για όσο εξακολουθεί να υπάρχει το είδος μας.
Οι ενεργές και εν δυνάμει επικίνδυνες ζώνες ρηγμάτων του πλανήτη θα αποτελούν για πάντα το σπίτι εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η ανθρωπότητα είναι τελείως αβοήθητη στον τρόμο των σεισμικών δονήσεων. Με την κατάλληλη επένδυση και φροντίδα, τα σπίτια και τα διαμερίσματα μπορούν να κατασκευάζονται έτσι ώστε να αντιστέκονται στις πιο τρομακτικές συνέπειες των σεισμών. Ακόμη και αν ένα μικρό μόνο ποσοστό των κτιρίων δεν καταρρεύσει την επόμενη φορά που το έδαφος θα σειστεί, μπορούν να σωθούν μια χούφτα οικογένειες που διαφορετικά θα είχαν χαθεί – μια ανταμοιβή που αξίζει κάθε τίμημα.
Θα υπάρξει άραγε ποτέ μια μέρα που οι επιστήμονες θα μπορούν να προειδοποιήσουν τους ανθρώπους να απομακρυνθούν από το διάβα μιας επερχόμενης σεισμικής καταιγίδας; Κανείς δεν ξέρει, και σε κάθε περίπτωση, θα ήμασταν ανόητοι αν στοιχηματίζαμε σε αυτό. Το μόνο που μπορούν να κάνουν οι ειδικοί είναι να προσπαθούν και να συνεχίζουν να προσπαθούν, παρά τον τρόμο και το δέος που προκαλούν οι αδιάκοποι χτύποι του τεκτονικού ρολογιού. Αν όμως η ανθρωπότητα μπορεί να χρησιμοποιεί τα σεισμόμετρα για να αφουγκραστεί τους χτύπους της καρδιάς του Άρη – ενός άλλου πλανήτη, δεκάδες εκατομμύρια μίλια μακριά από εμάς – τότε έχουμε κερδίσει το δικαίωμα να ελπίζουμε.
Πηγή: The Atlantic