Οι Βαλκανικοί Αγώνες Στίβου Ανδρών και Γυναικών ήταν ένα γεγονός πολύ μεγάλης αθλητικής σημασίας, σε όλη τη δεκαετία του ’70. Προς αυτό είχαν συμβάλλει βασικά η κρατική τηλεόραση, με τις απ’ ευθείας μεταδόσεις της, και βεβαίως το υψηλό επίπεδο αθλητών και αθλητριών, των περισσότερων βαλκανικών χωρών, οι οποίοι και οποίες μπορούσαν να προσφέρουν δυνατούς συναγωνισμούς, συχνά με επιδόσεις παγκόσμιας εμβέλειας.
Οι αγώνες θεωρούνταν κάπως σαν σούπερ-μίτινγκ για τις βαλκανικές χώρες, οι οποίες έστελναν ό,τι καλύτερο είχαν από πλευράς δυναμικού (ειδικά σε κάποια αγωνίσματα των Γυναικών το επίπεδο ήταν πολύ υψηλό), ενώ στην γενικότερη αίγλη συνέβαλλαν και άλλα τινά, πολιτικής φύσεως κυρίως.
Ας πούμε το γεγονός πως συμμετείχαν χώρες από τα γειτονικά μας κομμουνιστικά καθεστώτα, ότι αραιά και πού παρουσιαζόταν στους στίβους η «άγνωστη» και απομονωμένη Αλβανία, ότι υπήρχαν τούρκοι αθλητές, βασικά μαραθωνοδρόμοι, που «χτυπούσαν» τους Έλληνες, μέσα «στο σπίτι τους», σ’ ένα παραδοσιακά ελληνικό αγώνισμα (όπως ήταν ο μαραθώνιος) και άλλα τέτοια...
Οι αγώνες θεωρούνταν κάπως σαν σούπερ-μίτινγκ για τις βαλκανικές χώρες, οι οποίες έστελναν ό,τι καλύτερο είχαν από πλευράς δυναμικού (ειδικά σε κάποια αγωνίσματα των Γυναικών το επίπεδο ήταν πολύ υψηλό), ενώ στην γενικότερη αίγλη συνέβαλλαν και άλλα τινά, πολιτικής φύσεως κυρίως.
Γενικά οι Βαλκανικοί Αγώνες Στίβου είχαν τεράστια προβολή από τα μίντια και τον Τύπο, καθ’ όλη τη δεκαετία του ’70, με τους πρωταγωνιστές τους να απολαμβάνουν ευρείας αναγνώρισης.
Ένα βασικό που πρέπει να πούμε, σε σχέση με τις ελληνικές ομάδες στίβου Ανδρών και Γυναικών της εποχής, είναι πως σε αυτές συμμετείχαν και οι κύπριοι αθλητές και αθλήτριες. Και μάλιστα δεν συμμετείχαν απλώς, αλλά πρωταγωνιστούσαν κιόλας! Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε, πως ο ελληνικός στίβος, στην δεκαετία του ’70, χωρίς τους Κύπριους και τις Κύπριες, θα ήταν μισός.
Η «Βαλκανιάδα» (έτσι αποκαλούσε ο κόσμος την διοργάνωση) του 1973 ήταν η 32η στη σειρά και θα διεξαγόταν στο Στάδιο Καραϊσκάκη, στο διάστημα 24-26 Αυγούστου. Τόπος διεξαγωγής, θεωρητικά, ήταν η Αθήνα, αν και το Στάδιο Καραϊσκάκη ήταν στον Πειραιά. Και λέμε «στάδιο», γιατί το παλιό «Καραϊσκάκη» είχε στίβο, κουλουάρ, σκάμματα κ.λπ. Δεν ήταν όπως το σημερινό γήπεδο, που είναι μόνο για ποδόσφαιρο.
Στους Άνδρες θα λάβαιναν μέρος πέντε βαλκανικές χώρες (Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία, Ελλάς, Ρουμανία, Τουρκία), ενώ στις Γυναίκες τέσσερις (Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία, Ελλάς, Ρουμανία).
Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες στιγμές των αγώνων;
Η τρίτη συνεχόμενη νίκη, σε Βαλκανιάδα, του «φτερωτού γιατρού» και μετέπειτα δήμαρχου Θεσσαλονίκης Βασίλη Παπαγεωργόπουλου στα 100 μέτρα. Μάλιστα δεύτερος στην κούρσα ήταν επίσης Έλληνας (Μιχαηλίδης).
Η πτώση του Σταύρου Μερμίγκη στον δρόμο των 800σίων μέτρων, πέντε μόλις μέτρα πριν από τον τερματισμό και ενώ ήταν καθαρά πρώτος.
Ο φοβερός συναγωνισμός μέχρι το τέλος στα 1500 μέτρα, όπου τρεις αθλητές θα τερμάτιζαν με ελάχιστη διαφορά (εκατοστά του δευτερολέπτου). Τρίτος θα ήταν Σπήλιος Ζαχαρόπουλος, που εσχάτως πολιτεύτηκε με την Πλεύση Ελευθερίας. Επίσης ο Ζαχαρόπουλος θα ήταν τρίτος και στην κούρσα των 5.000 μέτρων.
Η περίπτωση του Γιουγκοσλάβου Κόριτσα (Dane Korica), που θα κέρδιζε τους δρόμους 5.000 και 10.000 μέτρων.
Η πρωτιά του Κύπριου Σταύρου Τζιωρτζή στα 400 μέτρα με εμπόδια, μετά από την ακύρωση του Ρουμάνου Σούτσιου, που περνούσε τα εμπόδια αντικανονικά.
Η δεύτερη θέση του Σπύρου Κοντοσώρου στα 3.000 μέτρα στιπλ. Αν τερμάτιζε με το χρόνο, που είχε κάνει ένα μήνα νωρίτερα στους αγώνες για το Κύπελλο Ευρώπης, δηλαδή με το 8.25.6, ο κερκυραίος αθλητής θα ήταν με διαφορά πρώτος. Το 8.25.6 παραμένει ακόμη και σήμερα, 50 χρόνια αργότερα, η καλύτερη επίδοση όλων των εποχών από ελλαδίτη στιπλίστα, αφού το πανελλήνιο ρεκόρ είναι του Κύπριου Φίλιππου Φιλίππου, με 8.24.01 από το 1983. Με άλλα λόγια στα στιπλ οι καλύτερες επιδόσεις στην Ελλάδα είναι 40 και 50 χρόνια παλιές! Δηλαδή αθάνατες!
Ο θρίαμβος των Τούρκων Ακτάς (Hüseyin Aktaş) και Ακσάι (İsmail Akçay), στον μαραθώνιο, που συνήθιζαν να κόβουν το νήμα μαζί! Τρίτος ήταν ο Χρήστος Μήτσικας.
Η πρωτιά της Ελλάδας στην σκυταλοδρομία 4Χ100 (Παπαγεωργόπουλος, Αρνέλλος, Μιχαηλίδης, Τζιωρτζής) και η δεύτερη θέση στα 4Χ400 (Γασπαρινάτος, Μερμίγκης, Ονησιφόρου, Τζιωρτζής).
Το άλμα στα 7,78 μέτρα του Απόστολου Καθηνιώτη, στο αγώνισμα του μήκους, που παρότι θα βρισκόταν τέταρτος στην κατάταξη (πρώτος ήταν ο περίφημος Γιουγκοσλάβος Nenad Stekić με 8,12) θα «έσπαγε» το πανελλήνιο ρεκόρ (προηγούμενο του Δήμου Μαγκλάρα με 7,74, από το 1964). Όμως ο Καθηνιώτης θα ήταν πρώτος στο κανονικό αγώνισμά του, στο άλμα εις τριπλούν, με 16,38 (με επίσης νέο ρεκόρ).
Η διπλή επιτυχία της Ελλάδας στο άλμα εις ύψος, με το χρυσό μετάλλιο του Βασίλη Παπαδημητρίου με επίδοση 2,21 (πανελλήνιο και βαλκανικό ρεκόρ) και το χάλκινο του Δημήτρη Πατρώνη, με 2,15.
Η συνολικά επιτυχημένη παρουσία της χώρας μας στις ρίψεις, καθώς στη σφύρα οι Γιώργος Μπαμπανιώτης και Σταύρος Μουταφτσίδης θα κατακτούσαν χρυσό και αργυρό μετάλλιο, στη σφαίρα ο Κύπριος Λουκάς Λουκά αργυρό μετάλλιο και στον ακοντισμό ο Ανδρέας Καπώνης χάλκινο.
Στα αγωνίσματα των γυναικών η Ελλάδα ήταν πολύ αδύναμη, καθώς σε αρκετά εξ αυτών δεν υπήρχε καν αθλήτρια στην εξάδα. Η Κύπρια Μαρούλα Λάμπρου θα έκανε, πάντως, τη μεγάλη διαφορά, κατακτώντας αργυρό μετάλλιο στα 100 μέτρα, χάλκινο στα 200, ενώ θα ήταν και πέμπτη στο μήκος με 6,26 (πανελλήνιο ρεκόρ).
Πολύ μεγάλες επιδόσεις είχαν σημειώσει, όμως, η Ρουμάνα Virginia Ioan στο ύψος με 1,90, η Βουλγάρα Ivanka Khristova στη σφαίρα με 19,73 («χάλκινη» στους Ολυμπιακούς του Μονάχου ένα χρόνο πριν και «χρυσή» σ’ εκείνους του Μόντρεαλ τρία χρόνια αργότερα) και πάνω απ’ όλους και όλες η συμπατριώτισσά της Svetla Zlateva στα 800 μέτρα, με χρόνο 1.57.5, που θα αποτελούσε παγκόσμιο ρεκόρ. (Ας σκεφθούμε πως το πανελλήνιο ρεκόρ, σήμερα, είναι αρκετά πιο κάτω από εκείνο της Zlateva του ’73, ενώ με μια τέτοια επίδοση μια τωρινή αθλήτρια θα ήταν στην εξάδα στον τελικό των 800 μέτρων, στην Ολυμπιάδα του Τόκιο, το 2020).
Στην τελική βαθμολογία, στους Άνδρες, η Ελλάδα θα ήταν δεύτερη με 134 βαθμούς (πρώτη η Ρουμανία με 146), ενώ στις Γυναίκες θα ήταν τέταρτη, με 28 μόλις βαθμούς (πρώτη η Βουλγαρία με 107). Έτσι κάπως εξηγείται και ο αυστηρός τίτλος «χάσαμε αξιοπρεπώς» στο περιοδικό «Αθλητισμός και Νιάτα» (Σεπτέμβριος 1973), από το οποίο δανειστήκαμε πληροφορίες και φωτογραφίες.