Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ μεγάλωσε στον Ν. Μαρμαρά Χαλκιδικής, σπούδασε Δημοσιογραφία στο ΑΠΘ και σινεμά στο Λονδίνο, εργάστηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, στις Νύχτες Πρεμιέρας, στη Feelgood, στο Cinobo, στον Δαναό και εσχάτως στη Vodafone TV. Aισθάνεται περήφανος για το Parthenώn Film Festival και ορκίζεται στις αγκαλιές έξω από τα σινεμά.
— Σε ποια πλατφόρμα/-ες δραστηριοποιείσαι και πότε ξεκίνησες;
Ξεκίνησα το 2013 τη σελίδα «Ο Χρήστος δε μένει πια εδώ» στο Facebook. Μια πενταετία περίπου αργότερα μετέφερα παράλληλο περιεχόμενο και στο Instagram με το nickname –εδώ φαίνεται πόσο boomer είμαι– Christos.robin, που αποτελεί πια μείξη του Χρήστου και του «Χρήστου».
— Τι κάνεις και πώς σου ήρθε η αρχική ιδέα;
Ο «Χρήστος» είναι ένα πολύ προσωπικό πράγμα που ξεκίνησε στο 2010 ως ένα blog που κατηγοριοποιούσε «αποστάσεις» μετά από έναν χωρισμό και περίπου το '13 άλλαξε εντελώς μορφή. Απέκτησε μια εξωστρέφεια και μπήκε στο Facebook ως σελίδα πια με κινηματογραφικό κυρίως περιεχόμενο, που συνδυάζει stills ταινιών με ατάκες του Χρήστου, πολλές από τις οποίες είναι από εκείνο το blog. Ωστόσο, οργανικά η αρχική ιδέα του «Χρήστου» ήταν ένα ημερολόγιο ταινιών, ένα ράφι όπου ο καθένας θα έβαζε την ταινία του με αφηγητή τον Χρήστο.
— Γιατί ονόμασες έτσι το κανάλι σου;
Η έναρξη της σελίδας συνέπεσε συμπτωματικά με τη μετακόμισή μου στην Αθήνα, μια πόλη στην οποία δεν είχα έρθει ποτέ πριν. Μέχρι τότε ήμουν λίγο νομάς, με σπουδές και στρατούς, και σαν να βρήκα εδώ την ύπαρξη ενός μέλλοντος, ότι θα είχα μια συνδιαλλαγή με την Αθήνα, κι έτσι το πήρα κάπως αντιθετικά μέσα μου. Εξού και το «δε μένει πια εδώ», σαν να έλεγε «αφήστε με λίγο εδώ τώρα, κάποια στιγμή θα επιστρέψω».
— Παρακολουθείς κάποια άλλα κανάλια/προφίλ στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό που σε ενέπνευσαν;
Έμπνευση –και δεν το λέω ούτε ειρωνικά ούτε με κάποια έπαρση– αποτελούν οι ίδιες οι ταινίες αλλά και η επαφή μου με τους ανθρώπους. Αγαπώ πολύ τους ανθρώπους, εκείνοι μου δίνουν αφορμή να δω μια ταινία αλλιώς, να ψάχνω λέξεις και πράγματα που θα φτιάξουν ένα άλλο σύμπαν, που θα φέρει άλλες έννοιες, κυρίως για τον έρωτα και τις φιλίες.
— Τι ανταπόκριση έχεις από τον κόσμο;
Η αλήθεια είναι πως μέχρι κάποια στιγμή ο «Χρήστος» ήταν ένα απρόσωπο κάτι, μια σελίδα που δεν είχε πρόσωπο. Νομίζω ότι η πρώτη φορά που αποκαλύφθηκε το πρόσωπό μου ήταν όταν μιλήσαμε με τον Αλέξανδρο Διακοσάββα στο podcast του για το «Αυτή η νύχτα μένει» και τότε φτιάχτηκε και το προφίλ του Instagram, για να «φανερωθεί» το πρόσωπο.
Από τότε, και μου φαίνεται ακόμα περίεργα ερωτεύσιμο, αρκετοί με αναγνωρίζουν και με δυο-τρεις κουβέντες τους καταλαβαίνω ότι τους έχουν αγγίξει κάποια λόγια από τη σελίδα και that’s it, αυτό είναι η ουσία του Χρήστου. Η αλήθεια είναι ότι χαίρομαι.
— Πόσο χρόνο αφιερώνεις κατά μέσο όρο την ημέρα σε αυτήν τη δραστηριότητα;
Όχι περισσότερο απ' όσο κρατάει μια μέρα. Η σελίδα είναι τόσο οργανική για μένα που μπορεί να ανέβει οτιδήποτε, οπουδήποτε κι αν είμαι. Μπορεί να σκεφτώ κάτι, να ψάξω μια φωτογραφία και να ανέβει απευθείας. Μπορεί να δω μια ταινία, να κοιμηθώ μαζί της και το πρωί να θέλω να γράψω κάτι.
— Υπάρχει κάτι από το περιεχόμενο που ανεβάζεις που δεν το κάνεις μόνος σου;
Οτιδήποτε ανεβαίνει στη σελίδα, είναι και προέρχεται αποκλειστικά από τον Χρήστο.
— Ποιο είναι το πιο χρονοβόρο κομμάτι της συγκεκριμένης δουλειάς;
Δεν ένιωσα ποτέ να με κουράζει και να μου τρώει χρόνο αυτή η «δουλειά», γιατί ακριβώς δεν το βλέπω ως δουλειά. Δεν είναι δουλειά, δεν βγάζω χρήματα από αυτό. Εδώ και δέκα χρόνια που δουλεύω στον χώρο του σινεμά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, από τη διανομή και τα φεστιβάλ μέχρι τις πλατφόρμες και τους κινηματογράφους, ο «Χρήστος» είναι ένα side project που με αποφορτίζει, ίσως γιατί δεν το κάνω για βιοπορισμό, οπότε δεν είναι και χρονοβόρο.
— Υπάρχουν ταινίες που αφού τις είδες ένιωσες άλλος άνθρωπος;
Η πιο συνηθισμένη ερώτηση που μου στέλνουν στον «Χρήστο» είναι να τους προτείνω ή να τους πω τις αγαπημένες μου ταινίες. Αυτό που κρατάω από μια ταινία είναι πως όποια κι αν είναι αυτή, μπορεί να σε κατευθύνει και να πει διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικούς ανθρώπους.
Νιώθω αγάπη για τις «Ομπρέλες του Χερβούργου» του Ζακ Ντεμί, εκεί κατάλαβα ότι ένας έρωτας κληρώνει στον καθένα και τα άλλα είναι γεμίσματα. Για το «Café Bagdad» του Πέρσι Άλντον, μια ξεχασμένη ταινία όπου μια γυναίκα χωρίζει τον άντρα της, βρίσκει καταφύγιο σε ένα σκονισμένο μοτέλ στη μέση του πουθενά και κάνει κολλητή της την ιδιοκτήτρια. Όταν κάποιος της ζητάει να την παντρευτεί, εκείνη θέλει να ρωτήσει πρώτα την κολλητή της και μετά να του απαντήσει, και εκεί κατάλαβα ότι οι φίλοι είναι η οικογένεια. Ή για το «Αυτή η νύχτα μένει» του Παναγιωτόπουλου που λέει πως υπάρχει ένας άνθρωπος εκεί έξω και κάπου θα τον βρεις.
Τέτοια πράγματα μου αρέσει να βλέπω, ακραία: την «Ερωτική Επιθυμία», το «Χαμένοι στη Μετάφραση», το «Vivre sa Vie», το «Παρίσι, Τέξας». Αυτή η ταινία, ναι, μου άλλαξε τη ζωή, όλο αυτό το ταξίδι, εκεί κατάλαβα ότι η ζωή είναι ένα ταξίδι. Όλη.
— Οι καλές ταινίες είναι αυτές που σε βοηθάνε να ξεκαθαρίσεις τα πράγματα ή που σε βυθίζουν σε μια απρόσμενη σύγχυση;
Για μένα δεν υπάρχουν καλές και κακές ταινίες. Ίσως υπάρχουν βαρετές ή κακογυρισμένες. Οι ταινίες είναι ταινίες και ο καθένας βρίσκει μέσα τους τον χώρο του. Πολλές φορές έχω πιάσει τον εαυτό μου να ξεκουράζεται με τον «Κώδικα Ντα Βίντσι» και να κλαίει με την «Αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού» ή να γελάει με τις «Διακοπές του κυρίου Ιλό» του Ζακ Τατί. Στις φάσεις που τις έβλεπα, με προσάρμοζαν.
— Ποια/-ες ταινία/-ες είδες πρόσφατα και σε εξέπληξαν ευχάριστα;
Μου άρεσε πολύ η τρυφερότητα του «Living» με τον Μπιλ Νάι, το πόσο αφοπλιστικά θαρραλέα ήταν η Σαντάλ Άκερμαν με την «Ζαν Ντιλμάν», επανεκτίμησα τα «Φτηνά Τσιγάρα» του Ρένου Χαραλαμπίδη, που περίμενα ότι θα πάλιωναν μέσα στα χρόνια, ένα ατόφιο weird wave σινεμά, το υπερασπίζομαι αυτό, και πραγματικά ερωτεύτηκα το «Aftersun», ένα μικρό διαμάντι, νοσταλγικό και τρυφερό.
— Και ποιες δυσάρεστα;
Δεν μου άρεσε το «Dodo» του Πάνου Κούτρα, θεωρώ ότι μια «Στρέλλα» κι ένας «Μουσακάς» δεν αξίζουν αυτή την ταινία, που έμοιαζε σαν ένα αποτυχημένο πάρτι γενεθλίων.
Ακολουθήστε τον Χρήστο στο Instagram