Με πόσους τρόπους θα μπορούσε να γίνει η προαναγγελία μιας μεταθανάτιας έκδοσης ποιημάτων; Τι καλύτερο από έναν αυτόπτη μάρτυρα της ίδιας της ποιητικής διεργασίας; Πριν πέντε χρόνια, πρώην σερβιτόρος σε παλιό καφενείο της Αλεξάνδρας μου μίλησε για έναν εκλεκτό θαμώνα-ποιητή που έγραφε με μανία σε χαρτοπετσέτες, πακέτα από τσιγάρα, αποδείξεις, και τέλος πάντων σε όποιο χαρτί βρισκόταν πρόχειρο μπροστά του. Άλλα τα έσκιζε, άλλα του έδινε να τα πετάξει ή του τα χάριζε. Έγραφε, έσκιζε, πέταγε, χάριζε... Κι ο σερβιτόρος σιχτίριζε τον εαυτό του που δεν είχε τη θεία πρόνοια να τα κρατήσει. Ο ποιητής δεν ήταν άλλος φυσικά από τον Νίκο Καρούζο.
Ο ίδιος άνθρωπος μου ανέφερε τότε για την έκδοση με τα ανέκδοτα ποιήματά του που ετοίμαζε ο Ίκαρος. «Ψάχνουνε για τα χαμένα του...» μου είπε. Μία έκδοση που είχε ανακοινωθεί ήδη από το 2009 και κυκλοφόρησε μόλις πριν περίπου ένα μήνα, με τον τίτλο «Οιδίπους Τυραννούμενος και άλλα ποιήματα», σε φιλολογική επιμέλεια Μαρίας Αρμύρα και με σύμβουλο έκδοσης τον Ευγένιο Αρανίτση.
Αν επιχειρήσει κανείς μία εγκάρσια τομή στο έργο του, παθαίνει ίλιγγο από την αντίστιξη, τα δυσθεώρητα ύψη και τα απροσμέτρητα βάθη, χαζεύει την εξέλιξη από τη θρησκευτικότητα μέχρι την απόλυτη εκμηδένιση της γλώσσας: ο παρεξηγημένα «θρησκευτικός» ποιητής με τα ιδιότυπα βυζαντινά χρώματα που αγγίζουν έναν παγανιστικό ερωτισμό.
Είναι γνωστό πως ο Νίκος Καρούζος είχε τη συνήθεια να χαρίζει πολλά από αυτά που έγραφε σε φίλους του, να τα προσφέρει εν είδει δώρου σε επισκέψεις, να τα αφιερώνει σε αγνώστους. Κάποια από αυτά τα αδέσποτα ποιήματα βλέπουν τώρα για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας, συγκεντρωμένα σε έναν τόμο –ποιήματα από τα αρχεία του Γιώργου Σκούρτη, της Αθηνάς Παπαδάκη, του Ευγένιου Αρανίτση, της Μαρίας Γιαγιάννου, του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη, της Λέλης Μπέη κ.α., – μαζί με τα ποιήματα των πρώτων του συλλογών που δεν είχε συμπεριλάβει ο ίδιος στον συγκεντρωτικό τόμο του 1961 «Ποιήματα», με εκείνα που είχαν δημοσιευτεί από τον ίδιο σε περιοδικά και εφημερίδες αλλά δεν είχαν ενταχθεί σε συλλογές και με ποιήματα που δημοσίευσαν τρίτοι μετά τον θάνατό του. Η έρευνα φυσικά δεν σταματά εδώ. «Δεν έχει stop η ποίηση», όπως λέει κι ο ίδιος.
Η έκδοση αυτή αποτελεί μία ακόμα σημαντική ψηφίδα στο μωσαϊκό της ποίησής του, μαζί με τις συλλογικές εκδόσεις των ποιημάτων του, (Τα Ποιήματα Α΄ και Β΄) τις συνεντεύξεις και τα πεζά του (όλα από τις εκδόσεις Ίκαρος), επιτρέποντας να βγάλουμε χρήσιμες παρατηρήσεις για την επεξεργασία που επεφύλασσε στα ποιήματά του – όπως τις διαφοροποιήσεις που έκανε στο ίδιο ποίημα από συλλογή σε συλλογή και πως χρησιμοποιούσε στίχους τμηματικά σε άλλα– και το πως επέλεγε να τα δημοσιεύει. Ο τόμος είναι κατατοπιστικότατος, με εκτενές παράρτημα, επεξηγηματικές σημειώσεις για τον χρόνο δημοσίευσης κάθε ποιήματος και βιβλιογραφικές λεπτομέρειες που αφορούν την κάθε δημοσίευση.
Ο «Οιδίππους τυραννούμενος», το συγκλονιστικό ποίημα που έδωσε και τον τίτλο στην έκδοση, θα μπορούσε να είναι εισαγωγικό και για όλο τον τόμο αλλά και η προσωπική του Νέκυια:
Εζούσα τις πιο βαθιές μου λεπτομέρειες
καθώς αργά ο έρμος
διανύω την κόλαση
περιμένοντας καρπούς απ' τα ψέματα πάλι
την όσφρηση του βίαιου μυαλού μου κι ο θάνατος
αχολογούσε άρωμα μητέρας
βόσκοντας έρωτα στην αναισθησία
των άστρων ανεπαίσχυντα.
Λοιπόν η άβυσσος ο καταπιώνας που δεν κοπάζει.
Δικό μου είναι αυτό το βιβλίο η δάκνουσα λαλιά
κι η ανάγνωση.
Δεν έχω κανένα δικαίωμα στην ευτυχία.
Τι κι αν η «δάκνουσα λαλιά» του είναι εδώ κοφτερή όσο ποτέ, δεν αφήνει καμία αμφιβολία για τη φενάκη της υστεροφημία:
Να ανταλλάζεις νομίσματα-στίχους
με απουσία ·
η χειρότερη μορφή να αναπνέουμε.
«Ευλογημένες οι λέξεις που περιμένουν τον αναγνώστη τους για χρόνια» έγραψε ο Ευγένιος Αρανίτσης, όσο ακόμα προετοιμαζόταν αυτή η έκδοση. Και δεν μπορεί παρά να είναι κι αυτή ένα δώρο που μας χαρίζεται μετά θάνατον, σαν όλα αυτά τα ποιήματα που απλόχερα μοίραζε σε φίλους. Η ποίηση του Καρούζου σπαρταρά να επιστρέψει και φυσικά δεν έχει πει την τελευταία της κουβέντα, αν θυμηθούμε τι λέει σε μια απ' τις πρώτες του συλλογές, απ' τους πορτοκαλεώνες της δικής του «Ασίνης», σαν απάντηση σε αυτή του Σεφέρη:
Πράξε τ' αστέρια
όπως το ψάρι σπαρταρά έξω απ' τη θάλασσα
ζητώντας να γυρίσει καθώς με λέξεις
η ποίηση σπαρταρά να επιστρέψει.
Η αφετηρία αυτής της ατέρμονης πορείας και πρώτη του εμφάνιση στην ποίηση έγινε με το ποίημα «Σίμων ο Κυρηναίος» στο περιοδικό «ο Αιώνας μας» το 1949, αν και είχε ήδη στείλει κάποια ποιήματα στο περιοδικό της ΕΠΟΝ «Νέα γενιά». Με παππού, καθώς και πατέρα, δάσκαλο, ο Νανάκος, όπως τον έλεγαν οι δικοί του, μέσα στα γράμματα από μικρός, όχι μόνο γιατί του κληροδότησαν μία σπουδαία βιβλιοθήκη αρχαίων και βυζαντινών, όχι μόνο γιατί έμαθε να διαβάζει από τα τέσσερα, αλλά και γιατί γεννήθηκε στο Ναύπλιο της Αργολίδας όπου ο Δαναός έφερε τα γράμματα. Οι αριστερές του καταβολές θα γίνουν αιτία να εξοριστεί σε Ικαρία και Μακρόνησο. Τις σπουδές του στη Νομική θα τις εγκαταλείψει σύντομα και δεν θα ασχοληθεί με τίποτα άλλο εξόν της ποίησης, μια ζωή αποκλειστικά αφιερωμένη και βιωμένη μέσω αυτής. Αδιάφορος για τα οικονομικά ζητήματα, ζούσε σχεδόν μόνιμα σε καθεστώς ένδειας στο υπόγειο της Σούτσου της πλατείας Μαβίλη, απ' όπου ασκήτευε στην ποίηση και εξορμούσε εν ονόματι της γλώσσας:
Μιλώ από ένα υπόγειο· μιλώ απ' το υπερώο
της Ελλάδας.
Αν επιχειρήσει κανείς μία εγκάρσια τομή στο έργο του, παθαίνει ίλιγγο από την αντίστιξη, τα δυσθεώρητα ύψη και τα απροσμέτρητα βάθη, χαζεύει την εξέλιξη από τη θρησκευτικότητα μέχρι την απόλυτη εκμηδένιση της γλώσσας: ο παρεξηγημένα «θρησκευτικός» ποιητής με τα ιδιότυπα βυζαντινά χρώματα που αγγίζουν έναν παγανιστικό ερωτισμό. Ο επαναστάτης αναρχικός κυνικός «σκύλος» –anar-chien– που καταργεί δόγματα και «θολά μαντεία». Ο δημιουργός της ποιητικής σύνθεσης της «Κροστάνδης» που κλείνει τους λογαριασμούς του με τις ιδεολογίες και την αποτυχία τους και αποτίνει φόρο τιμής στους πραγματικούς επαναστάτες της Άνοιξης. Ο ιστορικός Καρούζος του Βαρβαρόσσα, του Ιησού, του Οιδίποδα, του Λένιν, του Μαρξ, του Γκάντι. Ο ερωτικός Καρούζος που, ωστόσο, παραδέχεται πως «τι να σου κάνει αυτός...» –ο έρωτας – βάζει απλά «λίγα παγάκια στη μελαγχολία μου» και δεν αρκεί για να κατευνάσει την υπαρξιακή αγωνία του.
Ποίηση φυσική και όχι μεταφυσική, όπως συχνά λέγεται. Δεν είναι τοποθετημένος στο επέκεινα ο Καρούζος αλλά επιθυμεί να διεισδύσει στην ύλη:
τίποτα πιο υπερφυσικό
απ' το ίδιο το φυσικό
Ποίηση εξαρθρωμένη. Κανείς άλλος δεν πήγε τόσο μακριά τη γλώσσα όπως ο Καρούζος, δεν την κατακερμάτισε, δεν έπαιξε τόσο με τα όριά της, δεν κατακρεούργησε τα νοήματά της. Μία γλώσσα αποσυντιθεμένη που διακρίνονται τα δομικά της υλικά. Ποιος έκανε την υπέρβαση, αν όχι αυτός; Ποιος ασφυκτιά τόσο μέσα στη γλώσσα από το πεπερασμένο της, αν όχι αυτός;
έτσι κι αλλιώς η γλώσσα είναι ασέλγεια πάνω στο Είναι.
Ποίηση θραυσματική. Ελάχιστα τα πολύ γνωστά ποιήματα του Καρούζου που θυμόμαστε αυτοτελή, όπως «ο Μειλίχιος τρόπος του Βαρβαρόσσα», «Η εμφάνιση του Γιάννη Μακρυγιάννη μέσα στ' όνειρο μιας άθλιας Πέμπτης», «Στον Ιωάννη Σεβαστιανό Μπαχ», ο «Ρομαντικός επίλογος», «Ο Σολωμός στ' όνειρό μου». Ένα συνεχές ποίημα για την ύπαρξη είναι αυτό που γράφει από σπαράγματα της κατακερματισμένης αγωνίας του που συγκροτεί όμως όλο μία ενότητα.
Ποίηση αναρχική. Ο Σαλάμοφ έλεγε πως γράφοντας προσπαθούσε όχι μόνο να είναι πιο αριστερά από την ίδια την αριστερά αλλά και πιο αληθινός από την ίδια την αλήθεια. Έτσι και ο Νίκος Καρούζος πήγε πέρα και από την Αριστερά και από την Αλήθεια. Βαθιά αναρχικός –φύσει και θέσει– ποιητής. Αν και ξεκίνησε στους κόλπους της αριστεράς, αν και πλήρωσε με εξορίες την αντιστασιακή του δράση, ξέφυγε γρήγορα από τις αγκυλώσεις της και παρέμεινε πάντα μακριά από οποιαδήποτε έννοια στράτευσης. Δήλωνε αντι-εξουσιαστής και αντίθετος στην ατομική ιδιοκτησία. Ανένταχτος και αποσυνάγωγος, αλλεργικός σε κάθε είδους δογματισμούς. Η στράτευση η δικιά του πάντα στο πλευρό της ποίησης:
πρέπει να το ξέρεις πως εγώ
τα δόγματα ή τα καίω ή τα κοπρίζω
Ποίηση αυτοαναιρούμενη. Το μαύρο χιούμορ και ο σαρκασμός του, βασικά συστατικά της τραγωδίας του, διατρέχουν υπόγεια όλη την ποιητική του και του επιτρέπουν να μειδιά ειρωνικά στο κοστούμι του «διανοούμενου» και στο ρόλο της ποίησης που πάνε να της φορτώσουν άλλοι:
Μου φαίνεται πως ένα καλό ξύσιμο διαρκείας λυτρώνει περισσότερο απ' την ποίηση.
Ποίηση δυσπρόσιτη. Ποια είναι όμως πραγματικά η δυσκολία αποκρυπτογράφησής της; Οι γλωσσικές ακροβασίες, οι νεολογισμοί, οι συντακτικές ασυνέχειες, η συχνά κάθετη νοηματική ανάπτυξη του ποιήματος, η γλώσσα του που ξεφορτώνεται αδιαμαρτύρητα το εννοιολογικό της φορτίο; Οι πολλές ιστορικές, μυθολογικές, θρησκευτικές, φιλοσοφικές αναφορές; Η εγγενής σκοτεινιά του; Η αδυναμία ταξινόμησής του; Ίσως όλα αυτά μαζί και πρωτίστως ό, τι δηλώνεται εδώ:
είμ' ένα ράμφος νευρωτικά χωμένο στο αίνιγμα
Ίσως η πραγματική δυσκολία να έγκειται στο ότι ο Καρούζος είναι βαθιά χωμένος μέσα στο άρρητο, κάτι που μας βγάζει απ' την άνεσή μας. Τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια μας, ουρλιάζει μέσα στην απόγνωση και καταδεικνύει πόσο ανούσια είναι όλα αυτά που κάνουν υποφερτή την ύπαρξη:
πάλι τα ρούχα μου σήμερα στο καθαριστήριο
πάλι σιδέρωμα για λανθασμένο αύριο
δεν είμαστε στα καλά μας να υπάρχουμε έτσι ανελέητα.
Ανοίγει διάπλατα το παράθυρο στο νόημα, αποκαλύπτοντας πως δεν υπάρχει νόημα. Σε αντίθεση με άλλους, δεν αφήνει κανένα δεκανίκι. Προσπερνά όλα αυτά που φαντάζουν ουσιώδη και αφήνει γυμνή την ερημιά:
Τι μένει από όλα αυτά;
Μερικά βλακώδη κόκαλα.
Δεν αντέχεται για πολύ, γιατί ξεμπροστιάζει τα ψέματα της ύπαρξης και σκίζει το καταπέτασμα του μυστηρίου. «Εσαεί νήπιος» ο Καρούζος, όπως αυτοχαρακτηρίζεται, εισέρχεται μέσα στις λέξεις αθώος, με παραδείσια έκπληξη και απαιτεί να εισέλθουμε στην ποίησή του γυμνοί από κάθε λεκτική προγύμναση, να ξεμάθουμε κάθε κανόνα που ξέραμε και να δούμε την αλληλουχία των λέξεων και των νοημάτων με άδολη ματιά:
Δίχως ενήλικα μιλήματα μαθαίνουμε καλύτερα την αλήθεια
λογχίζοντας τον τρόμο της ζωής μ' ένα άγραφο βλέμμα.
Γιατί δεν ανήκει στη χορεία των μεγάλων ο Καρούζος; Γιατί, αναλογιζόμενοι το μέγεθός του, δεν τον τοποθετούμε στη γραμμή εκείνη που εκτείνεται από τον Κάλβο και τον Σολωμό μέχρι τον Σεφέρη και τον Ελύτη; Η απουσία του εθνοκεντρισμού, σαν απαραίτητη προϋπόθεση για να συμπεριληφθεί κάποιος στην ομάδα των επιλέκτων, είναι η πιο πιθανή απάντηση στο ερώτημα. Δεν ήταν αυτό το κέντρο της ποίησής του αλλά η πανανθρώπινη αγωνία:
Τώρα μ' ένα ούρλιασμα γίνομαι παγκόσμιος.
Αυτό μεινέσκει παναθρώπινο.
Μία άλλη απάντηση στην εκκωφαντική σιωπή γύρω από το όνομά του είναι η μόνιμη τάση του ίδιου να αυτοϋπονομεύεται και η αλλεργία του σε κάθε είδους ένταξη. Δεν ήταν καν τοτέμ της Αριστεράς, αν και κατά πολύ ανώτερος από επιφανέστερους της γενιάς του. «Έτοιμος για σφαγή ο Καρούζος» θα αναφωνήσει ο άλλος μεγάλος ανένταχτος της Αριστεράς –που τον στένευαν εξίσου τα διάφορα ιδεολογήματα– Μιχάλης Κατσαρός, στο ποίημά του «Μπαλάντα για τους ποιητές που πέθαναν νέοι».
Για όλους εμάς που ομολογουμένως κάπου μας κάνει και νιώθουμε αμήχανα ο ελληνοκεντρισμός του Σεφέρη, η απαστράπτουσα καρτποσταλική εμμονή του Ελύτη με το φως μας θαμπώνει και η κοντόφθαλμη στράτευση μιας πλευράς της γενιάς της ήττας μας απωθεί, νιώθουμε πως πλέουμε άνετα στα μαύρα νερά του «Απόγονου της νύχτας» Καρούζου.
Διαβάζοντας τον είναι λες και κατακρημνίζεσαι σε ένα κοραλλένιο χάος ή υψώνεσαι σε έναν διάσπαρτο με άστρα βυθό, σαν να προσεγγίζεις μια ευφυΐα πέρα από τη νόηση:
Εγώ λοιπόν έκπληχτος από χέρι διαστέλλω γαλαξίες
κι ανατείνομαι όνειρος
* * *
Τραγουδώ τους πεσμένους προπάτορες
είμαι των άστρων ο σκύλος
με τα μάτια κοιτάζω ψηλά
με τα χέρια γιορτάζω τη λάσπη.
Η ποίησή του μπήκε ξαφνικά σαν το πουλί εκείνο που περιέγραφε στις πρώτες του συλλογές και πότε-πότε έρχεται και μας χτυπά ξανά με το ράμφος του το τζάμι για να μας υπενθυμίσει την παρουσία του:
Όμως, τι νά' ναι το πουλί,
που ξαφνικά,
σαν ερχομός πνοής μέσα στο πνεύμα,
σφάζει την ησυχία του δωματίου μου
και το αισθάνομαι κοντά μου;
Ποτέ νομίζω δε θα μάθω ―
κι ίσως, να είναι το πουλί αυτό, όλο το μυστικό εδώ πέρα...
Σαν το πουλί μπήκε στο δωμάτιο των ελληνικών γραμμάτων και ο ίδιος, μας σιγοψιθύρισε τα μυστικά του με τα «τεράστια ελληνικά» του, άφησε χωρίς φειδώ τις αλήθειες του, είπε όσα μυστικά για το «είναι» και το «μηδέν» ήξερε, απελπισμένο που δεν ήξερε κι άλλα να μας μαρτυρήσει και έμεινε, μέσα στο θάμβος του, να μας κοιτάζει έκπληκτο και να αναρωτιέται τι είναι αυτό που δεν βλέπουμε. «Κυάλια θέλουν οι αναγνώστες;» θα αναρωτηθεί κοντά στο τέλος της ζωής του.
Και η ποίηση του Καρούζου και σαν μία άλλη θέαση της ζωής αλλά και σαν βίωμα σπαρταρά να βρει το στόχο της και να πείσει επιτέλους πως το πουλί δεν έκανε άσκοπα το γύρο του δωματίου και βγήκε...
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 28.9.2018
σχόλια